Στον Άγιο Νικόλαο της Στέγης
Νίκου Ορφανίδη
Φιλολόγου – Λογοτέχνη
Γυρίζω συχνὰ στὸν Ἅγιο Νικόλαο τῆς Στέγης, στὴν Κακοπετριά. Τότε ποὺ πήγαμε γιὰ πρώτη φορὰ κατασκήνωση. Στὴν κατασκήνωση τῶν κατηχητικῶν τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ φεύγαμε μὲ τὸν ἀδελφό μου ἀπὸ τὸ σπίτι, πήγαμε μὲ τὸν πατέρα μας καὶ ἀγοράσαμε μιὰ βαλίτσα καὶ γιὰ τοὺς δυό μας. Γιὰ μένα καὶ τὸν δίδυμο ἀδελφό μου, τὸν Λουκᾶ. Ὅλα ἦταν ἀκριβὰ τότε. Αὐτὴ τὴ βαλίτσα τὴν ἔχω μέχρι σήμερα. Μιὰ βαλίτσα τῆς ἐποχῆς, μὲ ξύλινο σκελετὸ καὶ πράσινο χαρτόνι, μ’ αὐτὴν πήγαμε μετὰ στὴν Ἀθήνα, νὰ σπουδάσουμε. Μιὰ βαλίτσα, λοιπόν, καὶ οἱ δυό μας, τὴν πήραμε ἀπὸ ἕνα βαλιτσοποιεῖο στὴν Κυθρέα, ἀπὸ τὸν κύριο Βασιλάκη, ἔτσι τὸν ἔλεγαν, καὶ πήγαμε στὴν κατασκήνωση. Ἤμαστε κάμποσοι συμμαθητὲς ἀπὸ τὴν Κυθρέα, τότε. Μαζευτήκαμε στὴν πλατεῖα Σεραγίου καὶ ξεκινήσαμε μὲ τὸ λεωφορεῖο γιὰ τὴ Λευκωσία, γιὰ τὴν Ἀρχιεπισκοπή, καὶ μετὰ γιὰ τὴν Κακοπετριὰ καὶ τὸν Ἅγιο Νικόλαο τῆς Στέγης. Φεύγαμε ἀπὸ τὴ ζέστη τῆς Κυθρέας καὶ τῆς Λευκωσίας καὶ πηγαίναμε στὴ δροσιὰ τοῦ βουνοῦ.
Κατασκήνωση, λοιπόν, γιὰ πρώτη φορά, κατασκήνωση «Φλογερὲς καρδιές», αὐτὸ τὸ ὄνομα δόθηκε ἐκείνη τὴ χρονιὰ στὴν κατασκήνωση. Χωριστήκαμε σὲ ὁμάδες, ἐγὼ ἤμουνα στοὺς «Καλλιεργητές». Φτιάξαμε καὶ ὕμνο καὶ λάβαρο, στὴ δική μου ὁμάδα ἤμαστε παιδιὰ Πρώτης καὶ Δευτέρας Γυμνασίου. Ἀπὸ Λευκωσία καὶ Ἀμμόχωστο. Κι ὅλα τὰ χωριά. Κρατάω ἀπὸ κεῖνα τὰ χρόνια μιὰ δυὸ ἀσπρόμαυρες φωτογραφίες, κάτω ἀπὸ τὴ σημαία. Θυμᾶμαι, ἀργότερα, ἀφοῦ εἴχαμε ὅλοι χαθεῖ, ποὺ ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε ἕνα λοχίας, ἐκπαιδευτὴς στὸ ΚΕΝ ἤτανε, χαρούμενος, μὲ ἀναγνώρισε, ἐγὼ νεοσύλλεκτος, 17 Ἰουλίου τοῦ 1967, τῆς Ἁγίας Μαρίνας, καὶ μοῦ θύμισε, πὼς ἤμαστε μαζί, στὴν ἴδια ὁμάδα, στὴν κατασκήνωση, στὸν Ἅγιο Νικόλαο τῆς Στέγης. Κρατοῦσε μαζί του καὶ μιὰ μοναδικὴ φωτογραφία τῆς ὁμάδας μας ἐκείνης. Τόσο μᾶς συνόδευε ἐκείνη ἡ πρωτοφανὴς ἐμπειρία τῆς κατασκήνωσης. Τῆς πρώτης μας ἐξόδου ἀπὸ τὸ σπίτι μας.
Θυμᾶμαι, μέχρι σήμερα, ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ζήσαμε στὴν Κακοπετριά. Τότε κυκλοφοροῦσε καὶ ὁ μύθος μιᾶς μυστικῆς συνάντησης Μακαρίου καὶ Διγενῆ, ἐκεῖ στὸν Ἅγιο Νικόλαο τῆς Στέγης. Αὐτὰ πρὶν ἀρχίσει ὁ ἀγώνας. Δὲν ξέρω τίποτα γι’ αὐτὴ τὴ συνάντηση. Ἐμεῖς, ἐκεῖνες τὶς τρεῖς βδομάδες ποὺ ἤμαστε ἐκεῖ, πήγαμε καὶ ὀρειβασία, ἔτσι λέγαμε τὴν πορεία μας, χαράματα, μέσα στὸ βουνό, στὰ μονοπάτια πάνω ἀπὸ τὴν κατασκήνωση, ἀναζητώντας ἕνα κρησφύγετο τῆς ΕΟΚΑ. Ἐκεῖ στόχευε ἡ πορεία μας. Νὰ γνωρίσουμε τὰ λημέρια τῆς ΕΟΚΑ. Ἤμαστε στὸ καλοκαίρι τοῦ 1962, πολὺ κοντὰ ἦταν ἀκόμα ἐκεῖνος ὁ μυθικός, ὁ ἐπικὸς ἀγώνας τῆς ΕΟΚΑ, πήγαμε, λοιπόν, ὁδοιπορώντας καμμιὰ περίπου ὥρα, φτάσαμε στὸ κρησφύγετο, ἀπὸ ἐκεῖ ἔβλεπες ὥς κάτω μακριά, ὥς κάτω στὸν κάμπο, ἔβλεπες καὶ τὸν χωματόδρομο, ὁ δρόμος ὅλο στροφές, ἕνα μικρὸ παρατηρητήριο ἦταν ἐκεῖνο τὸ κρησφύγετο. Δὲν ξέρω, ἂν ὑπάρχει τώρα, ἂν ἔχει διασωθεῖ, εἶναι χρόνια πολλὰ ποὺ δὲν πῆγα στὴν περιοχή.
Στὴν κατασκήνωση, λοιπόν, ἐμεῖς, κάτω τὸ ποτάμι νὰ κυλᾶ, ἁπαλά, ἄφθονο τὸ νερὸ ἐκεῖνα τὰ χρόνια, ἀκούαμε τὸ βράδυ, ὅπως κοιμόμαστε, τὸ βουητό, ἔτσι ὅπως κυλοῦσε τὸ νερό, ἔτσι ὅπως πήγαινε τὸ ποτάμι πρὸς τὰ κάτω, μέσα στὰ πεῦκα καὶ στὶς δάφνες καὶ στὰ σκίνα. Ἡ βυζαντινὴ ἐκκλησία μὲ ἐκεῖνες τὶς μοναδικὲς τοιχογραφίες ἦταν μαγευτική. Σαγηνευτική. Μυστηριακή. Ψάλλαμε τότε καὶ τὸ ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Νικολάου, «Κανόνα πίστεως καὶ εἰκόνα πραότητος», καὶ τραγούδια τῆς κατασκήνωσης πολλά, ἕνα πανηγύρι σ’ ἐκείνη τὴν κατασκήνωση.
Σκέφτομαι, τώρα, πέρασαν τόσα χρόνια, πόσο ἀνέμελοι ἤμαστε τότε, ὅταν ἐκεῖνα τὰ χρόνια γίνονταν τόσα καὶ τόσα. Τὴν πρώτη ἢ τὴ δεύτερη Κυριακὴ ἦλθε κι ὁ Μακάριος. Ὅλες τὶς ἄλλες ἐρχόταν στὴν κατασκήνωση ὁ Θεοφιλέστατος. Ἔτσι τὸν ἀποκαλούσαμε. Ὁ χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος Γεώργιος Παυλίδης, μετέπειτα μητροπολίτης Νικαίας. Στὸν Πειραιᾶ. Μορφὴ πληθωρική, ἐντυπωσιακή, ρήτορας ἐκπληκτικός, σαγηνευτικός, νέος ὑπῆρξε στρατιωτικός, αὐτὸ λεγόταν τότε, δὲν ξέρω, εἶχε ἀναπτύξει ἰδιαίτερες σχέσεις μὲ τὴν Κυθρέα, ἐρχόταν τακτικὰ καὶ στὸν Ἅγιο Ἀνδρόνικο.
Στὴν κατασκήνωση, λοιπόν, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Μακάριος, μερσίνια καὶ δάφνες καὶ σημαῖες καὶ λειτουργία στὸν Ἅγιο Νικόλαο τῆς Στέγης, λίγοι χωροῦσαν μέσα. Θυμᾶμαι, στὴν ὑποδοχή του ἐκεῖ, τὴ «φήμη» του, ποὺ τὴν ἔψαλλε χορωδία ἱεροψαλτῶν, μᾶλλον ὁμαδάρχες τῆς κατασκήνωσης ἦταν: «Μακαρίου τοῦ Μακαριωτάτου καὶ σεβασμιωτάτου ἀρχιεπισκόπου Νέας Ἰουστινιανῆς καὶ πάσης Κύπρου πολλὰ τὰ ἔτη.» Σὰν νά ᾽γιναν χτὲς ὅλα αὐτά. Κι ὕστερα βλέπαμε ἀπὸ μακριὰ τὸν Μακάριο στὸν ἐξώστη τῆς κατασκήνωσης, νὰ βλέπει μακριά, ν’ ἀγναντεύει τὸ τοπίο, καὶ τ’ ἀπόγευμα τραγούδια καὶ ἀπαγγελίες. Θυμᾶμαι πὼς ἀπάγγειλα κι ἐγὼ ἕνα ποίημα, δὲν θυμᾶμαι ποιό, ἤμουνα στὴν Πρώτη Γυμνασίου, πᾶνε τόσα χρόνια.
Τὶς Κυριακὲς ἐρχόντουσαν κι οἱ γονεῖς μας ἀπὸ τὴν Κυθρέα, νὰ μᾶς δοῦν. Ἔκαναν ἔτσι κι ἐκδρομή. Γέμιζε τὸ λεωφορεῖο, δυὸ καὶ πλέον ὧρες νὰ πᾶνε κι ἄλλες τόσες νὰ γυρίσουν, ὁ δρόμος, ἰδίως ἀπὸ τὴν Κακοπετριὰ πρὸς τὸν Ἅγιο Νικόλαο, στενός, κάτω γκρεμός, ἀπορεῖ κανεὶς πῶς τὰ κατάφερναν οἱ ὁδηγοί, σὲ τέτοιους ἄγριους καὶ στενοὺς καὶ δύσκολους δρόμους. Τὰ λεωφορεῖα κατέληγαν σ’ ἕνα κέντρο πιὸ πάνω, «Ἅγιος Νικόλαος» λεγόταν κι ἐκεῖνο, ἐκεῖ ποὺ τώρα στήθηκε τὸ ἐργοστάσιο συσκευασίας ἐμφιαλωμένου νεροῦ.
Στὴν κατασκήνωση, λοιπόν, ἄλλοι χρόνοι κι ἄλλοι καιροί, παράξενο πῶς χάσαμε ξαφνικὰ τὴν παιδικότητά μας, τὴν ἀθωότητά μας, πῶς ξαφνικὰ ὅλα σοβάρεψαν γύρω μας, ἔγιναν αὐστηρά, μουντά, σκοτεινά, μιὰ ἀγωνία γέμισε καὶ γεμίζει τὴν ψυχή μας. Μιὰ ἀγωνία μᾶς κρατᾶ ὅλα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς μας, σὲ ἕνα τόπο, ποὺ τὸν κατατρέχει ἡ ἀδικία, ποὺ ζεῖ τὸν κατατρεγμό καὶ τὸ διωγμό. Ἔτσι διωγμένοι καὶ κατατρεγμένοι ἀπὸ ἐχθροὺς καὶ φίλους περάσαμε τὴ ζωή μας, σκέφτομαι.
Στὴν κατασκήνωση πήγαμε καὶ τὴν ἑπόμενη χρονιά, τὸ καλοκάιρι τοῦ 1963. Μετὰ ποτὲ πιά. Ἔκλεισε ἡ κατασκήνωση, ἦλθαν τὰ γεγονότα τοῦ ’63, ὁ στρατός, οἱ δοκιμασίες. Ἀργότερα ἦλθε καὶ ἡ εἰσβολή, μὲ τὰ κύματα τῶν προσφύγων. Κι ἡ κατασκήνωση ἔγινε τότε οἰκισμὸς προσφύγων.
Γυρίζω, ἔτσι, ξανὰ σ’ ἐκεῖνα τὰ χρόνια. Ἐπίμονα γυρίζω, σκέφτομαι ὅλο ἐκεῖνο τὸν κόσμο τῆς κατασκήνωσης, νέα παιδιὰ ἤμαστε, θυμᾶμαι ἐκείνους τοὺς ὁμαδάρχες, τοὺς κατηχητές, τοὺς βλέπω καμμιὰ φορά, γέρασαν κι αὐτοί, θυμᾶμαι ἀκόμα ἐκεῖνο τὸν ταπεινὸ καὶ γλυκύτατο πατέρα Εὐστάθιο, ἀπὸ τὴν Ἀμμόχωστο, ἔφυγε ταπεινὰ καὶ διακριτικὰ ἀργότερα γιὰ τὸ Ἅγιο Ὄρος, κοιμήθηκε ἐκεῖ ὁσιακῶς, ὡς ἱερομόναχος, ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἄγνωστους ποὺ ἁγίασαν στὸ Ἅγιο Ὄρος. Θυμᾶμαι ποὺ παρελαύναμε στὸ μεγάλο γήπεδο κι ὕστερα κάναμε τὴν ἔπαρση καὶ τὴν ὑποστολὴ τῆς σημαίας, ἐμβατήρια, ἐμεῖς, μὲ βῆμα σταθερό, ποιός νοιάζεται, ποιός θυμᾶται ἐκεῖνα τὰ πατριωτικὰ ἄσματα, ξεχασμένα ὅλα, ἀπὸ καιρό, ἀλλοῦ ταξιδεύουμε πιά. Κι ὅμως γεμίζαμε ἄλλοτε μὲ χαρά, κάθε φορὰ ποὺ τ’ ἀκούαμε, γέμιζε ἡ ψυχή μας περηφάνεια, παρελαύνουμε ἔτσι καὶ πάλι, πενῆντα τόσα χρόνια μετά, στὴν κατασκήνωση «Φλογερὲς Καρδιές», μὲ τὰ ἐμβατήρια νὰ σκίζουν καὶ νὰ δονοῦν τὸν ἀέρα.