Οἱ Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων
Πρωτ. Σωκράτη Ἀνδρέου
Θεολόγου
Ἡ Κατήχηση ἀποτελεῖ ἕνα πολυσήμαντο καί πολυδιάστατο ὄρο ὁ ὁποῖος δέν μπορεῖ εὔκολα νά προσδιοριστεῖ σέ προ-καθορισμένα σχολαστικά πλαίσια. Ἀναμφίβολα ὅμως, ὑπό τήν εὐρύτερη σημασία της, ἀποτελεῖ τή διαχρονική πρακτική τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἡ ὁποία διασώζει ποικιλοτρόπως, τήν πεμπτουσία τῆς διδασκαλίας τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀπαρχές τῆς Κατήχησης ἀφοροῦν τήν ἴδια τή διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκριβῶς τήν βίωσαν καί τήν μεταλαμπάδευσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι στίς μετέπειτα γενεές τῶν Χριστιανῶν μέχρι καί τίς μέρες μας, στίς κατά τόπους Χριστιανικές Κοινότητες.
Μέσα στή μαρτυρική καί συνάμα ἔνδοξη Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ Κατήχηση συνεχῶς ἐξελισσόταν, παράλληλα μέ τό ἱστορικό – δογματικό πλαίσιο τῆς κάθε ἐποχῆς. Ὁ χαρακτήρας της εἶναι ἄλλοτε ἱεραποστολικός, ἄλλοτε ψυχωφελής, πάντοτε ὅμως διδακτικός καί παιδαγωγικός στήν ἐν Χριστῷ πνευματική πορεία. Ἀρχικά, μέχρι καί τά τέλη τοῦ τρίτου αἰώνα, εἶχε ἕναν ἀνεπίσημο «τύπο διδαχῆς» (Ρωμ. στ’, 17) διά τοῦ ὁποίου ὁ ὑποψήφιος Χριστιανός γνώριζε τίς βασικές δογματικές θέσεις τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, πρίν τό βάπτισμα. Στίς ἀρχές τοῦ 4ου μ.Χ. αἰ., μέ τή διακήρυξη τῆς ἀνεξιθρησκείας διά τοῦ διατάγματος τῶν Μεδιολάνων, ὅταν πλέον κατέπαυσαν οἱ διωγμοί, ὁ Χριστιανισμός ἔγινε ἡ ἐπίσημη θρησκεία τοῦ κράτους μέ ἀποτέλεσμα διάφοροι πολιτικοί καί θρησκευτικοί λόγοι νά ὠθοῦν περισσότερους ἀνθρώπους νά βαπτιστοῦν Χριστιανοί.
Ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν ἱστορικῶν – πολιτικῶν ἐξελίξεων, καθώς ἐπίσης καί τῶν θρησκευτικῶν – κοινωνικῶν ἀναταράξεων, πού προκλήθηκαν λόγῳ τῆς ἄνθησης τῆς αἵρεσης τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ἡ Ἐκκλησία προσπάθησε νά ὀργανωθεῖ πιό συστηματικά, ὥστε νά ἀντιμετωπίσει τίς διάφορες προκλήσεις. Κτίστηκαν νέοι ναοί, ἡ λατρεία ἀνασυστάθηκε, ἡ διδασκαλία καί οἱ βασικές ἀρχές τῆς πίστεως, πού πηγάζουν μέσα ἀπό τή Βιβλική διδασκαλία, ἑρμηνεύονται πλέον αὐθεντικά μέσα ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως πού οἱ θεοφόροι Πατέρες θέσπισαν στίς δύο πρῶτες Οἰκουμενικές Συνόδους. Οἱ ὄροι καί οἱ Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, θεσπίζουν πλέον τά δόγματα τῆς πίστεως καί τροχειοδρομοῦν πρακτικές καί λειτουργικές λύσεις σέ διάφορα προβλήματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν.
Συνεπῶς, ἡ ἴδια ἡ Κατήχηση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἦταν δυνατόν νά μήν ἐπηρεαστεῖ ἀπό τά γεγονότα. Ἡ ἀνάγκη τῶν ἀνθρώπων νά εἰσέρχονται στούς κόλπους τῆς Μίας, Ἁγίας καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά συνάμα καί ἡ εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας νά διαφυλάξει ἀκέραια τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως, ἀποτέλεσαν τίς αἰτίες ὥστε νά ὀργανωθεῖ καί ἡ Κατήχηση τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως στίς μεγάλες μητροπολιτικές ἐπαρχίες.
Ἔτσι, τόν 4ον αἰ. μ. Χ. μία ἐξέχουσα πατερική μορφή, ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, παρόλες τίς ἐξορίες πού ὑπέστη, διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στήν οὐσιαστική διαμόρφωση καί συστηματική ὀργάνωση τῶν Κατηχήσεων, ὡς «θεσμοῦ» γιά τό ποιμαντικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἐναρμονίζοντας τή θεολογία, δηλ. τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως, μέ τή ζωή καί τήν πράξη, τόσο τῶν κατηχουμένων, ὅσο καί τῶν «ἐν ἐνεργείᾳ» Χριστιανῶν τῆς ἐποχῆς του. Ἐν τῷ μεταξύ, εἶχαν ἤδη δημιουργηθεῖ δύο κατηγορίες Κατηχουμένων. Ἡ πρώτη ὁμάδα τῶν «Κατηχουμένων» ἦταν ὅσοι κατηχοῦνταν γιά τρία ἔτη περίπου στά δόγματα καί τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Μετά ἀπό τήν τριετῆ κατήχηση, ὅσοι κρίνονταν ἕτοιμοι νά βαπτισθοῦν, ὀνομάζονταν «Φωτιζόμενοι», καί προετοιμάζονταν συνήθως κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἰδικές κατηχήσεις τῶν Φωτιζομένων. Ἀκολούθως, δημιουργήθηκαν καί οἱ λεγόμενες «Μυσταγωγικές» κατηχήσεις, οἱ ὁποῖες ἦταν διδασκαλίες πρός τούς νεοφώτιστους μέ σκοπό νά κατανοήσουν τίς βαθύτερες ἔννοιες καί τή σωτηριολογική σημασία τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου[1] συγκαταλέγονται μεταξύ τῶν πολυτιμότερων γραπτῶν κειμένων τῆς πρώτης Ἐκκλησίας μέ σημαίνουσα διαχρονική σπουδαιότητα καί ἀξία. Πρόκειται γιά σῶμα κειμένων μέ ὀργανωμένη δομή καί σύνταξη. Μέσα ἀπό τή διακριτική καί χαρισματική ποιμαντική ὀξυδέρκεια τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου συνδυάζεται ἄριστα ἡ λιτότητα τῆς ἔκφρασης, ἡ πληρότητα τῆς θεολογικῆς γνώσης καί σοφίας καθώς καί ἡ δογματική εὐκρίνεια τῆς ἀλήθειας τῆς πίστεως. Εὐδιάκριτη εἶναι ἐπίσης καί ἡ διδακτική εὐχέρεια τοῦ Ἁγίου ἀφοῦ σμιλεύει μέ θαυμαστή ἀκρίβεια τά Βιβλικά χωρία σύμφωνα μέ τίς ἀνάγκες καί τά δεδομένα τῶν κατηχουμένων.
Τό corpus τῶν Κατηχήσεων τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου χωρίζεται σέ δύο κατηγορίες: α) στίς κατηχήσεις πού ἀπηύθυνε πρός τούς Φωτιζομένους καί β) στίς Κατηχήσεις πρός τούς Νεοφωτίστους. Στίς δεκαοκτώ Κατηχήσεις πρός τούς Φωτιζομένους, διαγράφεται μία διδακτική – ἑρμηνευτική ροή στόν Κατηχητικό λόγο ὅπου παρουσιάζεται ἡ ἱστορική ἐξέλιξη τοῦ δόγματος, ὅπως αὐτό εἶναι συμπυκνωμένο μέσα ἀπό τό σύμβολο τῆς Πίστεως. Οἱ πέντε Μυσταγωγικές Κατηχήσεις ἀπευθύνονται πρός τούς Νεοφώτιστους, τή Διακαινήσιμο ἑβδομάδα, μέ κεντρικό θέμα τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ τρεῖς ἀναφέρονται στή θεολογία τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος καί οἱ δύο στή θεία Λειτουργία.
Τό περιεχόμενο τῶν Κατηχήσεων τῶν Φωτιζομένων παρουσιάζει ἐπίσης ἀξιόλογη μορφή καί διάρθρωση. Ἀρχικά προβαίνει σέ εἰσαγωγικά θεολογικά σχόλια προετοιμάζοντας τούς κατηχουμένους γιά τήν ἀξία καί τή σημασία τοῦ Βαπτίσματος στή ζωή τους. Ἔπειτα ἀφιερώνει μία κατήχηση μέ σκοπό νά ἀναδείξει τή δύναμη τῆς πίστεως παραπέμποντας σέ διάφορα βιβλικά χωρία. Ἡ πίστη ἀποτελεῖ τό ἀκλόνητο θεμέλιο στό ὁποῖο ἑδραιώνεται τό ἅγιο Βάπτισμα. Ἐπισημαίνει τήν ἀξία γιά τήν ὁποία ὀφείλουν νά παραμένουν οἱ Χριστιανοί μακρυά ἀπό αἱρετικές διδασκαλίες καί ἐπεξηγεῖ τή μεγάλη ἀξία τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως ἐκ μέρους τῶν Χριστιανῶν μέσα ἀπό τό σύμβολο τῆς Πίστεως. Οἱ ἀκόλουθες Κατηχήσεις ἐπικεντρώνονται στά οὐσιαστικά σημεῖα τοῦ συμβόλου τῆς Πίστεως, δηλ. τή συμβολή τῆς Ἁγίας Τριάδας στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας: Τοῦ Θεοῦ Πατέρα ὡς ποιητῆ καί παντοκράτορα, τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ πού ἐνσαρκώθηκε, ἔπαθε, σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε διά τήν ἡμῶν σωτηρία καί τέλος γιά τήν παρουσία καί τήν πρόνοια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία.
Ἡ μύηση τῶν Χριστιανῶν στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἀποτελεῖ μία ἰδεολογική πεποίθηση ἤ ἔνταξη σέ μία ἁπλή θρησκευτική παράταξη. Ὁ ἅγιος προσδίδει τή σωτηριολογική διάσταση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀναπτύσσοντας εὐρύτερα τή θεολογία τοῦ ἀπ. Παύλου, στήν τελευταία (δέκατη ὄγδοη) Κατήχησή του πρός τούς Φωτιζομένους καί ἡ ὁποία προάγει τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν ἑνιαῖο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μέ προοπτική τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Μέσα ἀπό τήν πάροδο τῶν αἰώνων ἡ Κατήχηση, πέρασε διάφορες μετεξελίξεις, συμπαρασυρόμενη ἀπό τά ἱστορικό – πολιτικά καί κοινωνικό – θρησκευτικά τεκταινόμενα τῆς κάθε ἐποχῆς, χωρίς ποτέ νά χάσει τόν πολυσήμαντο δυναμικό καί παιδαγωγικό της χαρακτήρα. Μάλιστα, τούς μέσους καί ὕστερους Βυζαντινούς χρόνους ἡ Κατήχηση ἐξελίχθηκε ὡς ἕνα ἀξιόλογο καί παραγωγικό γραμματειακό εἶδος μέσα ἀπό τό ὁποῖο ἀναπροσαρμόζεται συνεχῶς τό ποιμαντικό ἔργο τόσο τῆς ἐνορίας, ὅσο καί τῆς μοναστικῆς κοινότητας. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τίς Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου[2], τούς Κατηχητικούς Λόγους τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου[3] καί τή Βίβλο Κατηχήσεων τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου του Ἐγκλείστου[4]. Λίγο ἀργότερα, τήν δραματική περίοδος τῆς Τουρκοκρατίας, ἡ Ἐκκλησία διατήρησε ἄσβεστη τή λυχνία τῆς εὐρύτερης παιδείας καί μόρφωσης τοῦ Ἑλληνικοῦ γένους μέσα ἀπό τήν Κατήχηση πού γινόταν στό «Κρυφό Σχολειό»· ἐνῶ ἁλησμόνητη παραμένει ἡ πρωτόγνωρη καί ἀποτελεσματική ἱεραποστολική Κατηχητική δράση τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ σέ ὁλόκληρη τήν Ἑλληνική ἐπικράτεια καί ὄχι μόνο…
Στίς μέρες μας, ἡ Κατήχηση ἐπίσης δέν ἔχασε τόν διττό της χαρακτήρα[5]. Ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει ἀκατάπαυστα μέσα ἀπό τήν ποιμαντική της δράση. Ἀγκαλιάζει μέ τήν ἴδια ἀγάπη καί στοργή ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀνεξαρτήτου θρησκείας καί ἰδεολογικῶν πεποιθήσεων προβάλοντας σέ ὅποιον ἐπιθυμεῖ νά ἀκούσει τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Καταρτίζει εἰδικές σχολές Κατηχουμένων, γιά τούς ἑτερόδοξους πού ἐπιθυμοῦν νά βαπτιστοῦν Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι. Οἱ κατηχούμενοι μορφώνονται μέ τίς βασικές δογματικές διδασκαλίες τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, καθίστανται ἐνήμεροι περί τοῦ λειτουργικοῦ κύκλου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἑορτολογίου καί βιώνουν ἐνεργά τήν προβαπτισματική κατηχητική περίοδο μέσα ἀπό τήν ἐνεργή καί ἑκούσια διακονία τους στήν ποιμαντική δράση τῆς ἐνορίας. Ἔτσι, τό βάπτισμα, γίνεται γι’ αὐτούς ἕνα Πάσχα – διάβαση, ὅπου πλέον συνδέει τή γνώση καί τήν πράξη μέ τή μυστηριακή καί λειτουργική χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου δέν ἔπαυσαν νά ἀποτελοῦν τήν οὐσιαστική πυξίδα στό ποιμαντικό αὐτό διακόνημα τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο φυσικά ἐπικαιροποιεῖται καί ἐκσυγχρονίζεται πάντοτε σύμφωνα μέ τίς προκλήσεις καί τίς ἀνάγκες τήν σύγχρονης ἐποχῆς. Μέσα ἀπό τήν Κατήχηση ἡ Ἐκκλησία ἀνοίγεται στόν κόσμο, διαλέγεται καί συνοδοιπορεῖ μέ τίς ἐπιστῆμες, προάγει τίς ἀνθρώπινες ἠθικές ἀρχές καί συμπεριφορές, διευρύνει καί στηρίζει τήν κοινοτική ἀδελφοσύνη καί συναλληλία. Σέβεται καί στηρίζει, νουθετεῖ καί παρηγορεῖ, μορφώνει καί χειραγωγεῖ τόν ἐν Χριστῷ καινό ἄνθρωπο ὥστε νά φθάσει εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ (Ἐφεσ. δ’, 17).
**********************************
[1] Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατηχήσεις, εἰσαγωγή-κείμενο-μετάφραση-σχόλια, Ἔκδ. «Ἑτοιμασία», Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδόμου Καρέας, Ἀθήνα.
[2] Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, «Κατηχήσεις» (α΄-λγ΄) & (λδ΄- ρκδ΄), κείμενο, μετάφραση, σχόλια, Φιλοκαλία τῶν νηπτικῶν καί ἀσκητικῶν πατέρων, Ε.Π.Ε, τόμοι 18 καί 18α΄, ἐκδοτικός οἶκος «Τό Βυζάντιον», Πατερικές Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη.
[3] Συμεών ὁ νέος Θεολόγος, «Κατηχητικοί Λόγοι (α΄-ζ΄) & (η΄-λδ΄)», κείμενο, μετάφραση, σχόλια, Φιλοκαλία τῶν νηπτικῶν καί ἀσκητικῶν πατέρων, Ε.Π.Ε, Τόμοι 19γ΄ καί 19δ΄, ἐκδοτικός οἶκος «Τό Βυζάντιον», Πατερικές Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», θεσσαλονίκη.
[4] Ἁγίου Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου, Βίβλος τῶν Κατηχήσεων, Εἰσαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια β. Κατσαρός, τόμος β΄, ἔκδ. Ἱερά Βασιλική καί Σταυροπηγιακή Μονή Ἁγίου Νεοφύτου, Πάφος. 189-431 (κείμενο)
[5] Ἐννοοῦμε ἀφενός τήν κατηχητική προετοιμασία καί κατήχηση τῶν ὑποψηφίων νά βαπτισθοῦν στήν Ὀρθδόδοξη Ἐκκλησία καί ἀφετέρου τήν ἀδιάλειπτη ποιμαντική κατηχητική δραστηριότητα μέσα ἀπό τούς κύκλους Ἁγίας Γραφῆς τῶν βαπτισμένων μελῶν τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ὅλων τῶν ἡλικιῶν: Ἐνηλίκων, Νέων, Ἐφήβων, Παίδων ἀκόμη καί Νηπίων.
Παρέμβαση Εκκλησιαστική, Τεύχος 55 (Μάιος – Αύγουστος 2023)
Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα 01.12.2023