Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής προ της Χριστού Γεννήσεως

Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής προ της Χριστού Γεννήσεως

Διακόνου Μιχαήλ Νικολάου

Θεολόγου

(Ἑβρ. ια’, 9-10· 32-40)

Ἀδελφοί, πίστει παρῴκησεν Ἀβραάμ εἰς τήν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς· ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός. Καὶ τί ἔτι λέγω; Ἐπιλείψει γὰρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καί Σαμψών καί Ἰεφθάε, Δαυῒδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν, οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.

Ἡ Κυριακή πρό τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἀποτελεῖ τήν κορύφωση τῆς προετοιμασίας γιά τή Μητρόπολη τῶν Ἑορτῶν, τά Χριστούγεννα. Τά ἀναγνώσματα τῆς ἡμέρας περιέχουν πολλά ἑβραϊκά ὀνόματα, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν μία ἁλυσίδα μέ πρῶτο κρίκο τόν Ἀδάμ καί τελευταῖο τόν δίκαιο Ἰωσήφ, τόν μνήστορα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Σύμφωνα μέ τό συναξάρι τῆς ἡμέρας, ἐπιτελοῦμε τή μνήμη «πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος Θεῶ εὐαρεστησάντων», δηλαδή ὅλων αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι μέ τίς πράξεις τους εὐαρέστησαν τόν Θεό. Εἶναι πράγματι ἀξιοθαύμαστοι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, διότι ἄν καί ἔζησαν πρίν τήν ἐποχή τῆς Χάριτος, ἀγωνίστηκαν μέ ἐντυπωσιακή πίστη καί δικαιώθηκαν ἀπό τόν Θεό.

Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα προέρχεται ἀπό τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Πρόκειται γιά τήν περικοπή ὅπου ἐξαίρεται ἡ πίστη τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ, καθώς καί οἱ ἀρετές καί τά κατορθώματα ἄλλων ἀνδρῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού καί αὐτά ὑπῆρξαν καρπός τῆς ζωντανῆς πίστεώς τους στόν ἀληθινό Θεό. Τό μεγαλύτερο μέρος τῆς περικοπῆς διαβάζεται ἄλλες δύο Κυριακές τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους: τήν Α’ Κυριακή τῶν Νηστειῶν καί τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων.

Ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ εἶναι τό μέγιστο καί πλέον θαυμαστό παράδειγμα πίστεως καί ἀπεριόριστης ἐμπιστοσύνης στόν Θεό μέσα στήν Παλαιά Διαθήκη. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἀπ. Παῦλος μνημονεύοντας παραδείγματα πίστεως δέν θά μποροῦσε νά μήν ἀναφερθεῖ στούς κορυφαίους σταθμούς τῆς ζωῆς τοῦ Ἀβραάμ πού φανερώνουν τή γνησιότητα καί τή σταθερότητα τῆς πίστεώς του, ἰδιαίτερα ὅταν τόν κάλεσε ὁ Θεός νά ἐξέλθει ἀπό τήν πατρική του γῆ καί τήν οἰκογένειά του καί νά πάει νά κατοικήσει ἐκεῖ πού θά τοῦ ὑποδείκνυε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ Ἀβραάμ μέ πυξίδα τήν πίστη καί ἀπόλυτη ὑπακοή, ἔφυγε ἀπό τό σπίτι του λαμβάνοντας τήν ὑπόσχεση ἀπό τόν Θεό ὅτι θά ἀναδείκνυε τόν ἐκλεκτό λαό ἀπό τό γένος του (Γεν. ιβ’, 1-3).

Συνεχίζοντας ὁ Ἀπόστολος ἐξαίρει καί τήν ὑπομονή μέ τήν ὁποία ὁ Ἀβραάμ ἀνέμενε τήν ἐκπλήρωση τῶν ἐπαγγελιῶν, τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ καί τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία Χριστοῦ. Ὁ Ἀβραάμ δείχνει ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη καί ἀποδοχή αὐτῶν πού ἀποκαλύπτει ὁ Θεός χωρίς νά περιμένει ἀνταλλάγματα, γιατί εἶχε πάντα τήν αἴσθηση τοῦ παρεπίδημου. Κι ἐκεῖ πού πῆγε δέν ἔκτισε σπίτια, ἀλλά ἔμενε σέ σκηνές, διότι ἡ ἔγνοια του πολύ περισσότερο ἀπό τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἦταν στήν οὐράνια πατρίδα.

Στή συνέχεια ἡ ἀποστολική περικοπή ἀναφέρει περιστατικά ζώσης καί θαυματουργικῆς πίστεως τῶν ἀνθρώπων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μέ τά ὁποία οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δίκαια καί ἔμπρακτα ἀποδείχθηκαν ἀφοσιωμένοι στόν Θεό.  Μέ τή δύναμη τῆς πίστεώς τους, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει καί νικάει ὅλους τους πειρασμούς, οἱ δίκαιοι ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὑπέμειναν καρτερικά θλίψεις, διωγμούς, ἀρρώστιες, φυλακίσεις, λιθοβολισμούς, θλίψεις καί κακουχίες. Γράφει ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί «ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, … ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καί ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς».

Εἶναι ἀξιομίμητη ἡ ὑπομονή καί ἡ καρτερία πού ἔδειξαν οἱ Ἅγιοι μπροστά σέ κάθε δυσκολία καί κίνδυνο, ἀκόμη καί μπροστά στόν θάνατο. Οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ζοῦμε σέ μία ἐποχή στήν ὁποία ὅλα εἶναι ὅλα πιό εὔκολα, μέ τό πνεῦμα τῶν ἀνέσεων καί τῶν εὔκολων λύσεων, δέν εἴμαστε ἀνθεκτικοί στίς δοκιμασίες καί εὔκολα ἀπογοητευόμαστε. Παρά τό γεγονός ὅτι ἀπολαμβάνουμε τίς πλούσιες δωρεές τοῦ Θεοῦ, ἐν τούτοις δέν δείχνουμε αὐτή τήν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη τήν ὁποία ἔδειχνε ὁ Ἀβραάμ, τήν ἀφοσίωση στόν Θεό καί τό θέλημά του. Ἀντίθετα γογγύζουμε σέ κάθε δοκιμασία, ζητᾶμε νά μάθουμε τό γιατί σέ ὅλα ὅσα μᾶς συμβαίνουν χωρίς νά λέμε, ἄς γίνει τό θέλημά Σου, ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξε ὁ Ἀβραάμ. Γι’ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ἐνισχύσουμε τήν πίστη μας στή θεία Πρόνοια καί νά καλλιεργοῦμε τήν ὑπομονή, στούς δύσκολους καιρούς πού ζοῦμε, ὥστε νά μήν χάσουμε τήν ἐλπίδα μας.

Οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔζησαν καί πέθαναν προσηλωμένοι ἀταλάντευτα στήν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, περιμένοντας μέ πίστη καί λαχτάρα τήν ἐκπλήρωση τῆς προσδοκίας. Ἡ ἀγάπη τους πρός τόν ἀληθινό Θεό καί ἡ ἐμπιστοσύνη τους στίς ὑποσχέσεις Του τούς ἔδινε τή δύναμη νά ὑπομένουν κάθε εἴδους δοκιμασία.

Στά ἴχνη τούς καλούμαστε σήμερα νά πορευθοῦμε κι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, στούς ὁποίους ὁ Θεός ἔδωσε «ἐλπίδα ἀγαθή ἐν χάριτι» (Α΄ Θεσ. β’, 16). Ἀξιωθήκαμε νά δοῦμε ἐκπληρωμένη τήν πρώτη προσδοκία, νά ζοῦμε στόν καιρό τῆς χάριτος καί μᾶς ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἀλήθεια. Οἱ Ἅγιοι ἐκεῖνοι πού ἔφθασαν σέ τόσο ὑψηλά μέτρα πίστεως, ἔζησαν στήν προχριστιανική ἐποχή. Ἐμεῖς γνωρίσαμε τόν Χριστό, ὄχι ὡς ἀναμενόμενο Μεσσία ἀλλά ὡς ἱστορικό πρόσωπο καί ὡς τόν προσωπικό μας Σωτήρα καί Λυτρωτή. Εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, λαμβάνουμε πλούσια τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων.

Πλεονεκτώντας, λοιπόν, σέ σύγκριση μέ τούς δικαίους της Παλαιᾶς Διαθήκης, ἄς ἐπιδείξουμε μεγαλύτερη πιστότητα στήν ἐλπίδα μας καί περισσότερο ζῆλο στήν ἐν Χριστῷ ζωή πού κληθήκαμε νά ζήσουμε. Ἄς ἀγωνιζόμαστε νά τούς μιμηθοῦμε στήν πίστη, τήν ὑπακοή καί τήν ὑπομονή τους. Ἐμπνεόμενοι, ἰδιαίτερα, ἀπό τό παράδειγμα τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ, πού πάνω ἀπ’ ὅλα ἀνέμενε τήν εἴσοδό του στήν ἐπουράνια πόλη τοῦ Θεοῦ, κι ἐμεῖς ἄς σκεφτόμαστε καί ἄς ποθοῦμε «τά ἄνω, μή τά ἐπί τῆς γῆς» (Κολ. γ’, 2). Συνειδητοποιώντας βαθιά πώς δέν ἔχουμε ἐδῶ μόνιμη πόλη, ὅτι εἴμαστε προσωρινοί καί περαστικοί, ἄς λαχταροῦμε τήν οὐράνια, πού ἀποτελεῖ τήν ἀληθινή μας πατρίδα (Ἑβρ. ιγ’, 14).

 

Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα: 24.12.2023

Print Friendly, PDF & Email

Share this post