«Τὸν ἀγεώτρητον βότρυν βλαστήσασα ἡ ἄμπελος»

«Τὸν ἀγεώτρητον βότρυν βλαστήσασα ἡ ἄμπελος»

Χρήστου Πεττεμερίδη

Θεολόγου – Φιλολόγου

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β΄
«Ὁ πρὸ Ἑωσφόρου ἐκ Πατρὸς ἀμήτωρ γεννηθείς, ἐπὶ τῆς γῆς ἀπάτωρ ἐσαρκώθη σήμερον ἐκ σοῦ· ὅθεν Ἀστὴρ εὐαγγελίζεται Μάγοις, Ἄγγελοι δὲ μετὰ Ποιμένων ὑμνοῦσι, τὸν ἄχραντον Τόκον σου, ἡ Κεχαριτωμένη.
Ὁ Οἶκος
Τὸν ἀγεώργητον βότρυν βλαστήσασα, ἡ μυστικὴ ἄμπελος ὡς ἐπὶ κλάδων, ἀγκάλαις ἐβάσταζε, καὶ ἔλεγε. Σὺ εἶ καρπός μου, σὺ εἶ ἡ ζωή μου. Ἀφ’ οὗ ἔγνων, ὅτι καὶ ὃ ἤμην εἰμί, σύ μου Θεός· τὴν γὰρ σφραγῖδα τῆς Παρθενίας μου ὁρῶσα ἀκατάλυτον, κηρύττω σε ἄτρεπτον Λόγον, σάρκα γενόμενον. Οὐκ οἶδα σποράν, οἶδά σε λύτην τῆς φθορᾶς· Ἁγνὴ γὰρ εἰμι, σοῦ προελθόντος ἐξ ἐμοῦ· ὡς γὰρ εὗρες, ἔλιπες μήτραν ἐμήν. Διὰ τοῦτο συγχορεύει πᾶσα κτίσις βοῶσά μοι· Χαῖρε ἡ Κεχαριτωμένη».

Τὴ μέρα τῶν Χριστουγέννων γιορτάζουμε τὴ  λύτρωση  ποὺ ἔστειλε στὸν λαό Του ὁ Θεός, κι αὐτὴ ἡ λύτρωση δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Λόγο Του, τὸν Χριστό. Τὴν ἑπόμενη μέρα τῆς γιορτῆς, ὅπως σὲ κάθε μεγάλη γιορτὴ στὴν Ἐκκλησία μας, τελοῦμε τὴ «σύναξη» τοῦ προσώπου, τὸ ὁποῖο ἔπαιξε καθοριστικὸ ρόλο στὸ γεγονὸς ποὺ τιμοῦμε. Στὴν προκείμενη περίπτωση τὴν 26η τοῦ Δεκεμβρίου ἔχουμε τὴ σύναξη τῆς Θεοτόκου. Τὸ Κοντάκιο καὶ ὁ Οἶκος τῆς ἡμέρας εἶναι τὰ δύο πρῶτα τροπάρια τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ ἀπὸ τὸ δεύτερο Κοντάκιό του, ἀφιερωμένο στὴν Παναγία μὲ συνολικὴ ἔκταση 18 στροφῶν καὶ μὲ ἐφύμνιο «ἡ Κεχαριτωμένη».[1] Τὸ πρῶτο Κοντάκιο τοῦ Ρωμανοῦ εἶναι τὸ γνωστὸ «Ἡ Παρθένος σήμερον» μὲ ἄλλες 23 στροφές.[2]

Στὸ Κοντάκιο κυριαρχεῖ διάλογος μεταξὺ τῶν Πρωτοπλάστων, ἀλλὰ καὶ  ἐσωτερικὸς διάλογος, ἐνῶ ἀρχίζει καὶ τελειώνει μὲ διάλογο τῆς Παναγίας πρὸς τὸν νεογέννητο Χριστὸ καὶ τῆς Παναγίας μὲ τοὺς Πρωτοπλάστους. Ὅλο τὸ κοντάκιο κυριαρχεῖται ἀπὸ ἀπορία γιὰ τὸ μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας σχετικὰ μὲ τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνσάρκωσης τοῦ Λόγου καὶ πῶς ἡ Μητέρα μας, Παναγία, μετέχει σ’ αὐτό. Προβάλλεται ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς θέλει νὰ ἀναπλάσει τὸν ἄνθρωπο, καλύπτοντας ὁ ἴδιος προσωπικὰ τὴν ὀντολογικὴ ἀπόσταση τοῦ κτιστοῦ ἀπὸ τὸ ἄκτιστο,[3] χωρὶς νὰ τραυματίσει τὴν πεπτωκυῖα φύση τοῦ ἀνθρώπου. Κατὰ συνέπεια ὁ Θεὸς σώζει μὲ τὴ συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι χωρὶς τὴ συναίνεση τοῦ πλάσματός του. Τὴν ἐπιβεβαίωση γι’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐπέμβασης τοῦ Θεοῦ  δίνει ἡ Θεοτόκος:

«Υἱὸν οἰκτίρμονα ἔχω καὶ λίαν ἐλεήμονα,

ἐξ ὧν τῇ πείρᾳ ἐπέγνων προσέχω ὅπως φείδεται∙

πῦρ ὑπάρχων ὤκησέ μου

τὴν γαστέρα καὶ οὐ κατέφλεξε ἐμὲ τὴν ταπεινήν∙»  2ια1-4

Τονίζεται ἡ προσωπικὴ σχέση ποὺ θέλει ὀ Θεὸς νὰ ἔχει μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Προβάλλεται ἡ ἔνταξη τοῦ Λόγου μέσα στὴν ἱστορία ὥστε νὰ ἀπορριφθεῖ ἡ μετάθεση τῆς λύτρωσης τοῦ ἀνθρώπου στὴ σφαίρα τῶν ἰδεῶν καὶ τῆς δόκησης. Ἔτσι, σ’ ἀντιαιρετικὸ ἐπίπεδο, γίνεται κατανοητὴ ἡ ἀπάντηση, τὴν ὁποία δίνει ὁ Χριστὸς στὴν Παναγία στὴ δέησή της στὸ ιβ5-10 γιὰ τὴν ἀνάγκη γιὰ σωτηρία ποὺ ἐκδηλώνουν οἱ Πρωτόπλαστοι:

«Ὦ μῆτερ, καὶ διὰ σὲ καὶ διὰ σοῦ σῴζω αὐτούς∙

εἰ μὴ σώζειν τούτους ἠθέλησα, οὐκ ἂν ἐν σοὶ ᾤκησα,

οὐκ ἂν ἐκ σοῦ ἔλαμψα, οὐκ ἂν μήτηρ μου ἤκουσας∙

τὴν φάτνην ἐγὼ διὰ τὸ γένος σου οἰκῶ

μαζῶν δὲ τῶν σῶν βουλόμενος νῦν γαλουχῶ∙

ἐν ἀγκάλαις φέρεις με χάριν αὐτῶν∙ ὃν οὐχ ὁρᾷ Χερουβίμ,

ἰδοὺ βλέπεις καὶ βαστάζεις καὶ ὡς υἱὸν κολακεύεις με,

ἡ Κεχαριτωμένη» ιγ4-11

Φαίνεται ἔτσι μέχρι ποιοῦ σημείου ἔφτασε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ δημιούργημά του:

 «ὥσπερ βρέφος αὐξάνω ὁ ἐκ τελείου τέλειος∙

τοῖς σπαργάνοις ἐνειλοῦμαι

διὰ τοὺς πάλαι χιτῶνας δερματίνους φορέσαντας» 2ιδ2-4

Στὸ ἑπόμενο μέρος τοῦ διαλόγου τοῦ Κοντακίου, μέσα στὸ ἑορταστικὸ πλαίσιο τῆς Γέννησης, ὁ Χριστὸς προαναγγείλει τὸ Πάθος, ὡς τὴν ἐκπλήρωση τῆς προαιώνιας βουλῆς Του νὰ σώσει καὶ ἀναπλάσει τὸν φθαρέντα ἄνθρωπο:

«ἂν δὲ καὶ σταυροῦσθαί με μάθῃς σεμνή,

νεκροῦσθαι δὲ δι’ αὐτούς,

μετὰ πάντων τῶν στοιχείων δονηθήσῃ καὶ θρηνήσεις» 2ιδ9-10

Ἔτσι, μετὰ τὴν πρόρρηση τοῦ Πάθους του, ἡ Παναγία ζητᾶ περισσότερες πληροφορίες:

«μὴ κρύψῃς ἐμοὶ τὴν ἀπ’ αἰῶνός σου βουλήν∙

ὅλον σε ἐγέννησα∙ φράσον τὸν νοῦν ὃν ἔχει περὶ ἡμᾶς,

ἵνα μάθω καὶ ἐκ τούτου οἵας ἔτυχον χάριτος» 2ιε8-10

Τῆς ἀποκαλύπτει τὸν ἐξευτελισμὸ καὶ τὴν ὀδύνη τοῦ Πάθους ἀλλὰ καὶ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸ Πάθος στὴν Ἀνάσταση, ἀναφερόμενος στὸν ἑαυτό του σ’ ἕνα ἀδιαίρετο ἐγώ:

 «…ὅτι στέργω τὸ γένος σου∙

ὃν σὺ γαλουχεῖς, ἄλλοι ποτίσουσι χολήν∙

ὃν καταφιλεῖς, μέλλει πληροῦσθαι ἐμπτυσμῶν∙

ὃν ζωὴν ἐκάλεσας, ἔχεις ἰδεῖν κρεμάμενον ἐν σταυρῷ,

καὶ δακρύσεις ὡς θανόντα, ἀλλ’ ἀσπάσει με ἀναστάντα» 2ιστ 6-10

«Ὕπνον δὲ νόμισον εἶναι τὸν θάνατόν μου, μῆτέρ μου∙

τρεῖς γὰρ ἡμέρας τελέσας ἐν μνήματι θελήματι,

μετὰ ταῦτα σοὶ ὁρῶμαι

ἀναβιώσας ἐπ’ ἀνακαινίσει τῆς γῆς καὶ τῶν ἐκ γῆς∙

ταῦτα, μῆτερ, πάλιν ἀνάγγειλον, ἐν τούτοις πλουτίσθητι·

ἐκ τούτων βασίλευσον, διὰ τούτων εὐφράνθητι».

Μὲ αὐτὴ τὴ διαβεβαίωση τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴ Θεοτόκο, κλείνει τὸ Κοντάκιο. Ἡ Παναγία σπεύδει νὰ «εὐαγγελίσει» τοὺς Πρωτοπλάστους μὲ ὅσα τὶς ἀπεκάλυψε ὁ Υἱός της, κομίζοντας εἰρήνη καὶ ἐλπίδα στοὺς πάλαι πτῶμα προξενήσας βορτοῖς :

ἐξῆλθεν εὐθὺς ἡ Mαριὰμ πρὸς τὸν Ἀδάμ·

εὐαγγελισμὸν φέρουσα τῇ Εὔᾳ φησί·

«Τέως ἡσυχάσατε, ὅσον μικρόν· ἠκούσατε γὰρ αὐτοῦ,

ἅπερ εἶπεν ὑπομεῖναι δι’ ὑμᾶς τοὺς βοῶντάς μοι· ἡ Κεχαριτωμένη».» 2ιη

[1] Τὰ Κοντάκια εἶχαν τὴν μορφὴ ποὺ ἔχει σήμερα ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸ ὁλοκληρωμένο Κοντάκιο σὲ λειτουργικὴ χρήση σήμερα. Κατὰ μέσο ὅρο εἶχαν 18-24 στροφὲς καὶ ἕνα ἐφύμνιο π.χ. παιδίον νέον τὸν πρὸ αἰώνων θεόν, τὸ ὁποῖο ἐπαναλαμβανόταν μελωδικὰ ἀπὸ τὸν λαό/χορό.

Εὔκολη πρόσβαση στὰ κοντάκια τοῦ Ρωμανοῦ ἀποτελεῖ ἡ ἔκδοσή τους ἀπὸ τὸν μακαριστὸ π. Ἀνανία Κουστένη, ὁ ὁποῖος παραθέτει καὶ δική του ἀπόδοση στὴ νέα ἑλληνική, Ρωμανοῦ Μελῳδοῦ, Ὕμνοι, Ἀθήνα: Κυπρὴς 32021. Ἐπίσης, μιὰ ἐνδιαφέρουσα προσπάθεια γιὰ τὸν τρόπο ἀπόδοσης τοῦ (συγκεκριμένου) Κοντακίου  ἔγινε ἀπὸ τὴ χορῳδία “ΤΡΟΠΟΣ” ὑπὸ τὴ διεύθυνση Κ. Ἀγγελίδη καὶ περιέχεται στὸν δίσκο Κλασικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Μουσική, Σπουδὴ 7, Ῥωμανὸς Μελῳδός.

[2] Στὶς στροφὲς ποὺ δὲν εἶναι σὲ λειτουργικὴ χρήση σήμερα, κυριαρχεῖ διάλογος μεταξὺ τῆς Παναγίας μὲ τοὺς μάγους καὶ ἀργότερα τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὁ ποιητὴς μὲ ἀριστοτεχνικὸ τρόπο πραγματεύεται πτυχὲς τῶν γεγονότων τῆς Γέννησης μὲ ἑρμηνευτικὴ-ἐπεξηγηματικὴ καὶ δογματικὴ διάθεση. Δὲν εἶναι, βέβαια, τυχαῖο ποὺ οἱ μάγοι ἐμφανίζονται τόσο στὸ Κοντάκιο τῆς Γέννησης, ὅσο καὶ στὸ Ἀναστάσιμο Κοντάκιο, τὸ ὁποῖο βρίσκεται σὲ λειτουργικὴ χρήση σήμερα. Στὸ Αναστάσιμο Κοντάκιο οἱ μάγοι παραλληλίζονται ὡς πρὸς τὶς Μυροφόρες: «ἄγωμεν, σπεύσωμεν  ὥσπερ οἱ μάγοι/ καὶ προσκυνήσωμεν καὶ προσκομίσωμεν/ τὰ μύρα ὡς δῶρα» 29α8-9.

[3] Ἰωάννης Κουρεμπελές, «Ἡ Χριστολογία τοῦ Ῥωμανοῦ», Διδακτορικὴ Διατριβή, Θεολογικὴ Σχολὴ ΑΠΘ, 1998 σελ. 243.

 

Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα: 26.12.2023

Print Friendly, PDF & Email

Share this post