Χριστούγεννα

† Πρωτ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν

Ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης

Ἡ ἡμέρα τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει ἀποθησαυρισθεῖ στά εὐαγγέλια. Δέ δίνεται οὔτε ἡ ἐποχή τοῦ ἔτους, ἄν καί ἀπό τήν ἀναφορά στούς ποιμένες πού «ἀγραυλοῦντες καί φυλάσσοντες φυλακάς τῆς νυκτός ἐπί τήν ποίμνην αὐτῶν» (Λουκ. β’, 8), μποροῦμε νά συμπεράνουμε πώς γεννήθηκε τό καλοκαίρι. Αὐτή ἡ ἀβεβαιότητα προκαλεῖ τό ἐρώτημα: πῶς καί γιατί οἱ χριστιανοί καθόρισαν τήν 25η Δεκεμβρίου ὡς ἡμερομηνία γέννησης τοῦ Χριστοῦ; Αὐτό τό ἐρώτημα εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό συνηθισμένο, ἐπειδή ἀπό τήν ἀπάντησή του μαθαίνουμε ἐπίσης κάτι τό σημαντικό γιά τή Χριστιανική πίστη· καί αὐτό εἶναι τό πῶς οἱ χριστιανοί ἀντιλαμβάνονται τή σύνδεσή τους μέ τόν κόσμο πού τούς περιβάλλει, ἕναν κόσμο πού δέν εἶχε ἀκόμη τότε γνωρίσει καί πιστέψει στό Χριστό.

Γιά νά ἀπαντήσουμε σ’ αὐτό τό ἐρώτημα, χρειάζεται νά γνωρίζουμε πώς καθόσο χρόνο ὁ Χριστιανισμός ξαπλωνόταν στόν Ἑλληνορωμαϊκό κόσμο τούς πρώτους αἰῶνες μ.Χ., ἡ λατρεία τοῦ Ἥλιου, ἡ τελευταία ἀπό τίς σημαντικότερες φυσικές θρησκεῖες, ξαπλωνόταν ταυτόχρονα καί ταχύτατα σ’ αὐτόν τόν κόσμο. Μάλιστα τό 270 μ.Χ. ὁ αὐτοκράτωρ Αὐρηλιανός τήν καθόρισε ὡς ἐπίσημη θρησκεία ὁλόκληρής τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ θρησκεία αὐτή τιμοῦσε τόν ἥλιο ὡς πηγή ζωῆς, καί συνεπῶς ὡς τήν ὕψιστη θεϊκή δύναμη. Ὅπως σέ κάθε φυσική θρησκεία, ἔτσι κι ἐδῶ ἔχουμε θεοποίηση τῆς φύσης καί τῶν φυσικῶν ζωτικῶν δυνάμεων. Ὁ μεγαλύτερος ἑορτασμός τῆς λατρείας τοῦ Ἥλιου ἐλάμβανε χώρα τίς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ Δεκεμβρίου, μετά τό χειμερινό ἡλιοστάσιο, ὅταν οἱ ἤδη πολύ μικρές μέρες ἀρχίζουν νά μεγαλώνουν, φέρνοντας ζέστη καί φῶς καθώς πλησιάζει ἡ ἄνοιξη, καθώς ἡ φύση πάει νά ἀναστηθεῖ καί ἡ ζωή νά θριαμβεύσει πάνω στόν θάνατο τοῦ χειμώνα. Ἐκεῖνες τίς μέρες φυσικά οἱ ἄνθρωποι δέ γνώριζαν πώς ἡ γῆ περιστρέφεται γύρω ἀπό τόν ἥλιο. Γι’ αυτούς τό χειμερινό ἡλιοστάσιο ἦταν ἡ νίκη τοῦ φωτός πάνω στό σκοτάδι· ἡ ἀνάσταση τῆς φύσης, ἕνα θεϊκό θαῦμα. Στό κέντρο δέ αὐτοῦ τοῦ θαύματος ἦταν ὁ ἥλιος, ἡ πηγή τοῦ φωτός καί τῆς ζωῆς.

Ἡ λατρεία τοῦ Ἥλιου ἦταν ἡ τελευταία μεγάλη λατρεία, καί τό χειμερινό ἡλιοστάσιο ἡ τελευταία μεγάλη γιορτή ἑνός θρησκευτικοῦ κοσμοειδώλου πού ὁ θάνατός του ἦταν ἤδη ἀναπόφευκτος. Αὐτή ἡ λατρεία συνεπῶς ἔγινε ὁ πλέον μανιασμένος ἀντίπαλος καί ἀνταγωνιστής τοῦ Χριστιανισμοῦ, δίνοντας τήν τελευταία μάχη ἐνάντια στόν Χριστιανισμό γιά τήν καρδιά καί τήν ψυχή τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.

Σέ λιγότερα ἀπό πενήντα χρόνια μετά τόν αὐτοκράτορα Αὐρηλιανό, στίς ἀρχές τοῦ τέταρτου αἰώνα, ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος μεταστράφηκε ἀπό τή λατρεία τοῦ Ἥλιου στόν Χριστιανισμό. Οἱ διωγμοί ἔληξαν, ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία μποροῦσε πλέον ἀνοιχτά νά ὀργανώσει τή ζωή της, νά κτίσει ἐκκλησίες καί, τό σπουδαιότερο, νά κηρύξει τήν πίστη της δίχως παρεμβάσεις. Οἱ ἱστορικοί ἔχουν ὑπολογίσει πώς τήν ἐποχή τῆς μεταστροφῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου οἱ χριστιανοί τῆς αὐτοκρατορίας δέν ξεπερνοῦσαν τό 10%, καί ἀπό αὐτούς σχεδόν ὅλοι κατοικοῦσαν σέ πόλεις. Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶχε ἀγγίξει σχεδόν καθόλου τόν ἀγροτικό πληθυσμό. Ἔτσι τό οὐσιαστικότερο καθῆκον τοῦ Χριστιανισμοῦ ἦταν νά κηρυχθεῖ τό μήνυμα γιά τόν Σωτήρα Χριστό σ’ αὐτό τό 90% καί νά τό προσελκύσει στή νέα πίστη. Γιά νά γίνει αὐτό ὅμως χρειαζόταν ἡ ἀντικατάσταση τῆς λατρείας τοῦ Ἥλιου, ὄχι μέ κάποιο ἐξωτερικό καί βίαιο τρόπο, ἀλλά ἀπό τά μέσα, πείθοντας τούς ἀνθρώπους ὄχι μόνο γιά τήν ὑπεροχή τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλά καί γιά τήν καθολική καί σώζουσα ἀλήθειά του.

Ἡ κύρια μέθοδος προσέλκυσης τῶν ἐθνικῶν ἦταν ἡ χρήση στοιχείων ἀπό τή δική τους πίστη, πού κατάλληλα μεταμορφωμένα, τά ἀποκάθαραν καί τά πλήρωναν μέ Χριστιανικό περιεχόμενο. Οἱ ὀπαδοί τῆς λατρείας αὐτῆς γιόρταζαν τή γέννηση τοῦ ἥλιου τόν Δεκέμβριο, κι ἔτσι οἱ χριστιανοί διάλεξαν τήν ἴδια μέρα γιά νά γιορτάζουν τή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ πνευματικοῦ Ἥλιου, τῆς αὐθεντικῆς πηγῆς τοῦ γνήσιου πνευματικοῦ φωτός. Μέχρι σήμερα ὁ κύριος Χριστουγεννιάτικος ὕμνος περιλαμβάνει εἰκόνες ἀπό τόν ἥλιο καί τό φῶς: «Ἡ γέννησίς σου, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμω τό φῶς τό τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γάρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες ὑπό ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, σέ προσκυνεῖν, τόν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης…». Ὅπως βλέπουμε, ὁ Χριστιανισμός πῆρε ἕνα θέμα οἰκεῖο σέ ὅλους τούς ὀπαδούς τῆς φυσικῆς θρησκείας -τόν ἥλιο ὡς φῶς καί ζωή- καί τό χρησιμοποίησε γιά νά δείξει τή δική του πίστη στόν Χριστό. Στήν πραγματικότητα, ἡ Ἐκκλησία εἶπε στόν κόσμο, «νά πιστεύετε στόν ἥλιο· ἀλλά αὐτός ὁ φυσικός ἥλιος τοῦ ὑλικοῦ κόσμου πρέπει νά εἶναι ὁ ἴδιος τό σύμβολο, ἡ ἀντανάκλαση καί τό ὄργανο ἑνός ἄλλου ὑπερβατικοῦ, πνευματικοῦ, Θείου ἥλιου, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, τοῦ φωτός καί τῆς νίκης… Νά τιμᾶτε τή γέννηση τοῦ φυσικοῦ ἥλιου, καί γι’ αὐτό σᾶς προσκαλοῦμε νά τιμήσετε τόν ἐρχομό τοῦ Θείου Ἥλιου στόν κόσμο· σᾶς προσκαλοῦμε νά βγεῖτε ἀπό τό φυσικό καί ὁρατό κόσμο καί νά εἰσέλθετε στόν πνευματικό καί ἀόρατο κόσμο.»

Ἔτσι ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων ἔγινε τό πλήρωμα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἥλιου. Ἔγινε ὁ ἑορτασμός ἑνός γεγονότος πού ὁλοκλήρωσε καί ἐπλήρωσε τή νοσταλγία, τίς προσδοκίες καί τίς πεποιθήσεις ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Στό κάθετι πού περιλαμβανόταν στή λατρεία τοῦ Ἥλιου -πίστη στή ματαιότητα τοῦ κόσμου, ἐσωτερικό φῶς, νόηση καί θεότητα- δόθηκε τώρα ἕνα ὄνομα: Χριστός. Τά Χριστούγεννα ἔτσι ἔγιναν ἡ κορωνίδα ὅλης τῆς νοσταλγίας τῆς ἀνθρωπότητας καί ἡ ἄσβεστη δίψα της γιά νόημα καί καλοσύνη, καί ἡ ἀρχή μίας νέας θρησκευτικῆς ἐποχῆς στήν ὁποία ἡ λατρεία μεταφέρεται ἀπό τή φύση καί τίς τυφλές της δυνάμεις στόν Ἕνα πού βρίσκεται ὑπεράνω τῆς φύσεως κι ὅταν ἀκόμη καθρεφτίζεται μέσα της, καί πού ὁ Ἴδιος εἶναι ἡ πηγή, τό περιεχόμενο καί ὁ σκοπός ὅλης τῆς ζωῆς. Ἡ φυσική θρησκεία -ἡ λατρεία τῆς δημιουργίας καί ὄχι τοῦ Δημιουργοῦ- ἀνατράπηκε ἔτσι ἐκ τῶν ἔνδον. Καί ἀποδεχόμενοι οἱ ἄνθρωποι τόν Χριστό ὡς «τό φῶς τό τῆς γνώσεως» ἐλευθερώθηκαν ἀπό τήν ὑποδούλωση στόν κόσμο καί στή φύση.

Τό φῶς τό τῆς γνώσεως

«Ἡ γέννησίς σου, Χριστέ ὁ Θεός ἠμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμω τό φῶς τό τῆς γνώσεως…». Τό ἀπολυτίκιο τῶν Χριστουγέννων ἀρχίζει μέ τήν παραδοχή πώς μέ τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ δίνεται στόν κόσμο ὄχι μόνο ἡ εἰκόνα ἑνός τέλειου ἀνθρώπου, ἀλλά καί «τό φῶς τό τῆς γνώσεως», ἡ πλέον ὑπερβατική καί καθολική ἀποκάλυψη τοῦ νοήματος. Τό φῶς τῆς γνώσεως! Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τό ἀρχαῖο πεδίο μάχης ἐνάντια στόν Χριστιανισμό καί στόν Χριστό. Ἀντίπαλοι εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι στό ὄνομα τῆς γνώσεως αἰσθάνονται ὑποχρεωμένοι νά καταστρέψουν ὅλα ὅσα κατά οἱοδήποτε τρόπο σχετίζονται μέ τό Βρέφος ἀπό τή Βηθλεέμ. Ἡ διαμάχη τους μέ τόν Χριστιανισμό καί τόν Χριστό συνεχίζεται γιά δύο χιλιάδες σχεδόν χρόνια.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἦρθε στόν Ἄρειο Πάγο, στήν Ἀθήνα, ὅπου ἔλαμπαν ὅλα τά λαμπρά φῶτα τῆς ἐπιστήμης καί τῆς φιλοσοφίας, καί ἐκεῖ, στήν καρδιά τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ἐκήρυξε τόν σταυρωμένο καί ἀναστημένο Χριστό. Οἱ σοφοί τόν ἐμυκτήρισαν· καί ἀργότερα ὅλη ἡ δύναμη τῆς μεγάλης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τούς μιμήθηκε καί τούς ὑποστήριξε. Γιά διακόσια χρόνια ἡ Ρώμη πολέμησε, ἐδίωξε καί ἐσκότωσε τούς χριστιανούς, χαρακτηρίζοντάς τους ὡς ἀναλώσιμους παράνομους καί παρίες. Οἱ χριστιανοί συκοφαντήθηκαν, ἡ διδασκαλία τους χλευάστηκε, οἱ τελετές τους περιπαίχτηκαν. Στό μέσο ὅμως ἑνός τέτοιου σκότους καί κακίας, ὁ ἴδιος ἀπόστολος Παῦλος γράφει στούς χριστιανούς μέ πολλή ἁπλότητα καί ἠρεμία: «θεωρούμαστε ὡς πλάνοι καί ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καί ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καί ἰδού ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καί μή θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεί δέ χαίροντες, ὡς πτωχοί πολλούς δέ πλουτίζοντες, ὡς μηδέν ἔχοντες καί τά πάντα κατέχοντες» (Β΄ Κορ. στ’, 8-10).

Τά χρόνια πέρασαν. Λίγο λίγο οἱ φιλόσοφοι καί οἱ λόγιοι ἄρχισαν νά στοχάζονται τή διδασκαλία, ἡ ὁποία κάποτε τούς φαινόταν τόσο ἀκατάληπτη, παράλογη καί παράξενη. Σκεφτεῖτε γιά παράδειγμα τόν φιλόσοφο τοῦ δευτέρου αἰώνα Ἰουστίνο, πού τά ἔργα τοῦ διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Ὁλόκληρη ἡ ζωή τοῦ ἀναλώθηκε στήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας· εἶχε σπουδάσει κάθε μορφή γνώσης, καί τελικά προσῆλθε στόν Χριστιανισμό. Τί τόν ὁδήγησε σ’ αὐτή τήν καταδιωγμένη πίστη καί τελικά στόν μαρτυρικό θάνατο; Ἡ ἀπάντησή του: «τό φῶς τό τῆς γνώσεως». Εἶχε ἀνακαλύψει τήν ὑπερβατική καί πανπεριεκτική γνώση τῆς Χριστιανικῆς ἀποκάλυψης. Εἶχε ἀνακαλύψει πώς μόνο ὁ Χριστιανισμός ἦταν ἱκανός νά ἀπαντήσει σέ ὅλα τά ἐρωτήματα καί νά ἱκανοποιήσει πλήρως τήν ἀναζήτηση τοῦ νοῦ καί τή δίψα τῆς καρδιᾶς.

Ἄλλες λίγες δεκαετίες καί βρίσκουμε ἕναν ἄλλο ἐκπρόσωπο τοῦ ἀρχαίου Ὀλύμπου: τόν Κλήμεντα Ἀλεξανδρείας. Μ’ αὐτόν ἐπίσης ἡ Χριστιανική πίστη ἀποκαλύπτεται ὡς τό ὕψος τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, ὡς ὁ σκοπός καί τό πλήρωμα κάθε ἀναζήτησης καί ἐλπίδας. Ὁ Χριστιανισμός, ἀναφέρει, εἶναι τό νόημα καί ἡ ἴδια ἡ σοφία, ἤ ὁ «Λόγος». Τά εὐαγγέλια ὑποστηρίζουν πώς ὁ Χριστός εἶναι ὁ Λόγος, πού δίνει νόημα καί σημασία στό κάθετι.

Πόσοι ἦταν σάν τόν Ἰουστίνο καί τόν Κλήμεντα. Ἡ ἴδια ἡ αὐτοκρατορία τελικά ἔσκυψε τό ὑπερήφανο κεφάλι της μπροστά στόν σταυρωμένο Διδάσκαλο πού γιά τόσο καιρό εἶχε περιφρονήσει. Ἔτσι ἄρχισε ἡ Χριστιανική ἐποχή στήν ἀνθρώπινη ἱστορία καί πολιτισμό. Εἶναι ἄραγε δυνατό νά ξεχάσουμε τίς ρίζες ἀπό τίς ὁποῖες τράφηκε σχεδόν τό κάθετι, ὅπου ζοῦμε καί ἀναπνέουμε στή δυτική κοινωνία; Ὁ Χριστιανισμός μπῆκε στή σάρκα καί στό αἷμα τῆς ζωῆς μας, καί χωρίς αὐτόν δέν μποροῦμε νά καταλάβουμε οὔτε τήν τέχνη, οὔτε τή φιλοσοφία, οὔτε τήν ἐπιστήμη.

Σήμερα ὅμως ἡ περηφάνια τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ ξεσηκώνεται γιά ἄλλη μία φορά ἐνάντια στό θησαυροφυλάκιο τῆς σοφίας, τῆς καλοσύνης καί τῆς ὡραιότητας. Τί συγκροτεῖ αὐτόν τόν ξεσηκωμό; Ἡ γυμνή ἐξουσία, ἐπειδή, σέ τελική ἀνάλυση, οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν ἔχουν κανένα ἄλλο ἐπιχείρημα ἐκτός ἀπό τή συκοφαντία καί τήν προπαγάνδα. Σέ ἀπάντηση, καί μέ τήν ἴδια δύναμη, οἱ ἐκκλησίες βροντοφωνάζουν τόν ὕμνο τῆς νίκης: «Ἡ γέννησίς σου, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμω τό φῶς τό τῆς γνώσεως…». Μέ τήν ἴδια πίστη πού ἔχουν οἱ ἀντίπαλοί μας καί μέ τήν ἴδια σταθερότητα, διακηρύσσουμε πώς ἡ τίμια ἀναζήτηση, δίψα καί ἀγάπη γιά τήν ἀλήθεια ἀργά ἤ γρήγορα θά ὁδηγήσει στόν Χριστό. «Ἐν αὐτῶ ζωή ἦν, καί ἡ ζωή ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων· καί τό φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβεν.» (Ἰωάν. α’, 4-5). Σ’ αὐτήν ἀκριβῶς τή διαβεβαίωση, σ’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ὁμολογία βρίσκεται τό νόημα τῶν Χριστουγέννων. Τό φῶς τῆς γνώσεως, πού εἰσῆλθε στόν κόσμο καί ἄρχισε νά φωτίζει πρίν ἀπό δύο χιλιάδες χρόνια, δέ μᾶς ἔχει ἀφήσει οὔτε ἔχει σβήσει. Ἔχουμε τόσο πολύ προχωρήσει στή μελέτη τοῦ κόσμου αὐτούς τούς εἴκοσι αἰῶνες, ὥστε τά καλύτερα μυαλά τῆς ἐποχῆς μᾶς ἀρχίζουν νά αἰσθάνονται τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τό φῶς τῆς σοφίας Του καθώς ἐξερευνοῦν τά ὅρια τοῦ σύμπαντος, τήν τάξη καί τήν ὀμορφιά του. Τό ἀστέρι, πού ὁδήγησε τούς τρεῖς Μάγους στό σπήλαιο, δέν εἶναι πλέον ἁπλῶς μία συγκινητική ἱστορία, καθώς γιά ἄλλη μία φορά ἀκοῦμε τήν αἰώνια ἀλήθεια τοῦ ψαλμοῦ: «Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα!» (Ψαλμ. 18,1).

Ὅλος ὁ κόσμος παλεύει γιά ἑνότητα, εἰρήνη, ἀγάπη. Βρίσκονται ὅμως ὅλα αὐτά στήν οἰκονομία; Στόν ἀνταγωνισμό τῶν ἐξοπλισμῶν; Στόν ἀνταγωνισμό γενικά; Γίνεται ὅλο καί πιό ἐμφανές πώς ὑπάρχει μία ὅλο καί βαθύτερη ἐπιθυμία γι’ αὐτό πού θά φθάσει ἀληθινά στήν καρδιά τῆς ἀνθρωπότητας, ὡς τό φῶς τῆς ζωῆς, πού θά φωτίσει τά πάντα. Ἡ «καρδιά ὅμως αὐτή» δέν εἶναι κανείς ἄλλος ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Καί δέν ὑπάρχει κανένας ἄλλος δρόμος γι’ αὐτή τήν καρδιά ἐκτός ἀπό τό δρόμο πού Αὐτός ἔδωσε μέ τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης: «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς…» (Ἰωάν. ιγ’, 34). Καί δέν ὑπάρχει καμιά ἄλλη σοφία καί κανένας ἄλλος σκοπός ἐκτός ἀπό τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πού Αὐτός διεκήρυξε. Τό φῶς τῶν Χριστουγέννων εἶναι αὐτό ἀκριβῶς τό κοσμικό φῶς καί ἡ ἀγάπη. Μέ τήν πνευματική ἀκοή μᾶς μποροῦμε νά ἀκούσουμε τήν ἴδια θριαμβευτική δοξολογία πού ἀκούστηκε δύο χιλιάδες χρόνια πρίν: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. β’, 14). Μέ τήν πνευματική ὅραση μποροῦμε νά δοῦμε τό ἴδιο φῶς τῆς γνώσεως, καί μέ τήν πνευματική φωνή μποροῦμε νά ἀνταποκριθοῦμε σ’ αὐτή τή χαρούμενη διακήρυξη μέ τόν ἴδιο ὕμνο εὐχαριστίας: «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστός ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε».

[1] Το κείμενο προέρχεται ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν  Ἑορτολόγιο – Ἐτήσιος ἐκκλησιαστικός κύκλος, Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2005, σ. καί ἀναδημοσιεύεται ἀπό τήν ἱστοσελίδα http://agiosthomas.gr/index.php/alexander-schmemann-xristoygenna/ (26/10/22). Τό παραθέτουμε μέ ἀφορμή τή συμπλήρωση σαράντα χρόνων ἀπό τήν κοίμηση τοῦ π. Ἀλεξάνδρου (1921-1983).

Print Friendly, PDF & Email

Share this post