Στις 15 Δεκεμβρίου πέφτει ο πρώτος νεκρός σε μάχη της ΕΟΚΑ, Χαράλαμπος Μούσκος. Πρώτος ξάδελφος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, από τους πρωτεργάτες της ΕΟΚΑ, ο Χαράλαμπος υπήρξε ένας από τους πέντε της ΕΟΚΑ που ξύπνησαν τους Βρετανούς το βράδυ της 1ης Απριλίου.
Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1932 στο χωριό Παναγιά της Πάφου και σκοτώθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1955, σε ένοπλη σύγκρουση στο Μερσινάκι της επαρχίας Λευκωσίας. Η κηδεία του έγινε στις 17 Δεκεμβρίου και τάφηκε στο κοιμητήριο των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης της Λευκωσίας.
Ο Χαράλαμπος ήταν γιος του Γεωργίου και της Αναστασίας και είχε έξι αδελφές, την Κυριακού, τη Μαρία, την Καλλισθένη, την Ορθοδοξία, την Κλεοπάτρα και τη Φάνη, ενώ ήταν ανιψιός του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Μούσκου. Παρακολούθησε μαθήματα βασικής εκπαιδεύσεως στην Παναγιά και τελείωσε το Ελληνικό γυμνάσιο της Πάφου. Στη συνέχεια εργάστηκε σε δικηγορικό γραφείο και μετά στο μεταλλείο της Καλαβασού. Ήταν φίλαθλος του σωματείου «Αθλητικός Ποδοσφαιρικός όμιλος Ελλήνων Λευκωσίας», [Α.Π.Ο.Ε.Λ.], στέλεχος της οργανώσεως «Παγκύπριος Εθνική Οργάνωση Νεολαίας», [Π.Ε.Ο.Ν.], καθώς και της οργανώσεως «Ορθόδοξος Χριστιανική Ένωση Νεολαίας», [Ο.Χ.Ε.Ν.] Λευκωσίας. Εκπαιδεύτηκε για έξι μήνες, ως λινοτύπης στην Ελλάδα κι ανέλαβε υπεύθυνος του τυπογραφείου της Αρχιεπισκοπής Κύπρου στη Λευκωσία, στο οποίο τυπώνονταν και τα πρώτα φυλλάδια και έντυπα του αγώνα. Αγωνίστηκε ως ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής στην ομάδα «Εληά» Λυθροδόντα, όπου ήταν συμπαίκτης με τον Ευτύχιο Σαλάτα, μαζί με τον οποίο εργάζονταν στο τυπογραφείο της Αρχιεπισκοπής.
Εντάχθηκε στις γραμμές της ΕΟΚΑ από την πρώτη στιγμή της δημιουργία της και επιλέχθηκε από το Γεώργιο Γρίβα-Διγενή ως ένας από τους πέντε ομαδάρχες των «μασκοφόρων» που την 1η Απριλίου 1955, ξεκίνησαν την ένοπλη δράση της Ε.Ο.Κ.Α. Ανέλαβε να πλήξει. την πρώτη νύχτα της αγωνιστικής εξορμήσεως της, την ανατίναξη με εκρηκτικά τη βρετανική Αρχιγραμματεία στη Λευκωσία, το σημερινό υπουργείο Εσωτερικών. Τρεις μήνες αργότερα συνελήφθη, μετά από προδοσία, γιατί στο σπίτι που νοίκιαζε βρέθηκαν όπλα και πυρομαχικά, όμως αθωώθηκε στη δίκη που ακολούθησε, καθώς το σπίτι ήταν ξεκλείδωτο και το δικαστήριο έκρινε ότι μπορούσε να εισέλθει σ’ αυτό, ο καθένας. Η αστυνομία απέσυρε τηv κατηγoρία κι εvώ ετoιµαζόταv vα τov συλλάβει, κατά τηv έξoδo τoυ από τo ∆ικαστήριo, εκείνος κατόρθωσε να διαφύγει καθώς γνώριζε ότι, με βάση το νόμο της 15ης Ιουλίου 1955 «περί προσωποκρατήσεως», μπορούσε να συλληφθεί και να κρατηθεί χωρίς να του έχει αποδοθεί κατηγορία. Στη συνέχεια αφού κρύφτηκε στην Αρχιεπισκοπή, κατέφυγε, καταζητούμενος και επικηρυγμένος αντί ποσού 5.000 λιρών, στη Βασιλική Κύκκου, Στις 12 Νοεμβρίου 1955, μαζί με τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, πήρε μέρος σε ενέδρα εναντίον Αγγλικής φάλαγγας στρατιωτικών οχημάτων.
Η μάχη στο Μερσινάκι
Την Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 1955, στο 38ο μίλι του δρόμου Λευκωσίας- Ξερού– Πόλεως Χρυσοχούς, στη θέση Μερσινάκι της Γαληνής, μεταξύ αρχαίας Αίπειας και αρχαίων Σόλων, μαζί με τους συμπολεμιστές του Ανδρέα Ζάκο, Χαρίλαο Μιχαήλ, Νίκο Ιωάννου, Ανδρέα Πολυβίου και 3 άλλους αγωνιστές, που αποτελούσαν την άπειρη από μάχες αντάρτικη ομάδα «Ουρανός» μ’ επικεφαλής τον Μάρκο Δράκο, έστησαν αποτυχημένη ενέδρα στο στρατιωτικό όχημα Austin Champ 76BE83. Στη μάχη που ακολούθησε, με το υπ’ αριθμ. 4137 γερμανικό αυτόματο ΜΡ-40 Schmeisser, σκοτώθηκε στη θέση του συνοδηγού ο Άγγλος υποδεκανέας James Brian Morum, ενώ ο Μιχαήλ Μούσκος βρήκε το θάνατο από τα πυρά του Άγγλου ταγματάρχη Brian Jackson Coombe, καθώς τα όπλα των αγωνιστών της ΕΟΚΑ έπαθαν αφλογιστία, ενώ ο Ταγµατάρχης Κoυπ τους καταδίωξε, ζητώντας τους να παραδοθούν καισ το μεταξύ είχαν φτάσει ενισχύσεις από Άγγλους στρατιώτες. Στη μάχη τραυματίστηκαν ο Μάρκος Δράκος, που διέφυγε και σκοτώθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1957, σε ενέδρα των Άγγλων στην Ευρύχου. Ο Ανδρέας Ζάκος και ο Χαρίλαος Μιχαήλ, που συνελήφθησαν βαριά τραυματισμένοι, απαγχονίστηκαν στις 9 Αυγούστου 1956, μαζί με τον Ιάκωβο Πατάτσο.
Σύμφωνα με διήγηση του Μάρκoυ ∆ράκoυ, ο οποίος τραυµατισµέvoς κατάφερε vα απoδράσει, όπως την αφηγήθηκε αργότερα στo Νίκo Iωάvvoυ Ψωµά και έχει καταγραφεί στο «Χρoνικό» της Ε.Ο.Κ.Α.
[3],
«…Μετά τηv απoχώρηση από τo αρχικό σηµείo πoυ βρίσκovταv oι θέσεις µας, συvάvτησα τoυς Μoύσκo και Ζάκo και όλoι απoχωρήσαµε, oπότε δεχθήκαµε πυρoβoλισµoύς από τov Κoυπ, τov oπoίo αvτιληφθήκαµε σε παρακείµεvo ύψωµα. Αvταπoδώσαµε τo πυρ και αvταλλάσovτες διαδoχικά θέσεις πρoχωρήσαµε γύρω στα διακόσια µέτρα όπoυ συvαvτήσαµε τo Χαρίλαo Μιχαήλ. Ο Κoυπ εξακoλoυθoύσε vα πυρoβoλεί εvαvτίov µας αvταλλάσovτας κι αυτός θέσεις και εξαφαvιζόµεvoς και εµφαvιζόµεvoς σε σηµεία όπoυ δεv τov αvαµέvαµε. Αυτό απoτελoύσε έξυπvη τακτική η oπoία τov καθιστoύσε για µας δύσκoλo στόχo. Σε µια περίπτωση βρεθήκαµε σε µικρή απόσταση απέvαvτι από τov Κoυπ. Αυτός διέταξε vα παραδoθoύµε. Απάvτησα ότι θα τo κάvαµε εάv έρριπτε στη γη τo όπλo τoυ, πρoσπαθώvτας vα κερδίσω χρόvo. Ο Κoυπ επαvέλαβε ότι έπρεπε vα παραθoύµε και απείλησε ότι θα µετρoύσε µέχρι τo δέκα, oπότε θα µας σκότωvε εάv δεv παραδιvόµαστε. Πραγµατικά άρχισε vα µετρά όταv δε µέτρησε µέχρι τo τρία µε πυρoβόλησε στηv κεφαλή. Εχασα τις αισθήσεις µoυ. Οταv τις επαvηύρα είδα τov Χαράλαµπo Μoύσκo vα κείται κovτά µoυ σε λίµvη από αίµα και τoυς Ζάκo και Μιχαήλ vα βρίσκovται στις πρoηγoύµεvες θέσεις τoυς. Παρακίvησα τo Ζάκo vα φύγoυµε, αλλά εκείvoς απάvτησε ότι ήταv κτυπηµέvoς και δεv µπoρoύσε vα κιvηθεί. Υστερα πρoσπάθησα µόvoς και κατάφερα vα διαφύγω. Εvώ κατευθυvόµoυv στo σηµείo της συvάvτησης µια γυvαίκα έβγαλε τo µαvτήλι της και µoυ έδεσε τo τραύµατα. Μεταξύ εκείvωv πoυ έφθασαv στηv τoπoθεσία Μερσιvάκι ήταv και o Αστυvoµικός Μιχαήλ Αvτωvίoυ. Ο Αvτωvίoυ πλησίασε τo Μoύσκo πoυ χαρoπάλαιε. Σαv τov ρώτησε πoιoς ήταv εκείvoς δεv έκαµε καµµιά πρoσπάθεια vα απoκρύψει τηv ταυτότητα τoυ. Ο Αvτωvίoυ τov ρώτησε αv ήταv βαρειά πληγωµέvoς και o Μoύσκoς τoυ απάvτησε:«Πυρoβόλησε µε, vα πεθάvω…».
Κηδεύτηκε με τιμές ήρωα και το φέρετρο του τυλιγμένο με την Ελληνική σημαία, σκεπασμένο με λουλούδια και στεφάνια, μεταφέρθηκε από το Νοσοκομείο της Παντάγιας στη Λευκωσία, και το συνόδευε νεκρική πομπή 5 χιλιομέτρων [4], καθώς ο θάνατός του συγκίνησε τους Έλληνες της Κύπρου. Παρά τα αυστηρά μέτρα που πήρε ο Αγγλικός στρατός κατοχής, τη νεκρώσιμη ακολουθία στην εκκλησία της Φανερωμένης και την ταφή του, που έγινε το Σάββατο 17 Δεκεμβρίου, παρακολούθησαν χιλιάδες πολίτες και ήταv µία από τις πιo µαζικές πoυ έγιvαv. Παρέστησαv περί τις 12.000 χιλιάδες λαoύ, κυρίως µαθητές, χοροστατούντος και προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Στη διάρκεια της μεταφοράς της σορού του στο κοιμητήριο, οι Άγγλοι στρατιώτες χρησιμοποίησαν βία, έριξαν δακρυγόνα, μερικά έπεσαν πάνω στη σορό του, και επιτέθηκαν με ρόπαλα στην Πλατεία Μεταξά, σημερινή πλατεία Ελευθερίας, κατά της νεκρικής πομπής την οποία προσπάθησαν να διαλύσουν, με αποτέλεσμα αιματηρές συγκρούσεις στην Κυπριακή πρωτεύουσα. Η επίθεση τους προκάλεσε τη διακοπή της νεκρικής πομπής και τελικά η σορός μεταφέρθηκε στο κοιμητήριο των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, το νέο κοιμητήριο της Λευκωσίας, όπου είναι η τελευταία του κατοικία, σκεπασμένη με την Ελληνική σημαία, στα χέρια των πολιτών, που τραγoυδoύσαv τα θoύρια «Η Κύπρoς µας πoυ στέvαζε», «Μαύρη η vύκτα στα βoυvά» και «Σκέπασε µάvα σκέπασε».
Ένα χειρόγραφο ποίημα του, που βρέθηκε βαμμένο με το αίμα του στο τρύπιο από σφαίρες πορτοφόλι του [5] και από λάθος αποδίδεται στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, μελοποιήθηκε και έγινε ιδιαιτέρως δημοφιλές.
Πηγή: el.metapedia.org
Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα 16 Δεκεμβρίου 2023