Τό σφράγισμα τοῦ Χριστοῦ
Ἐπισκόπου Καρπασίας κ. Χριστοφόρου
Τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος εἶναι τό πρῶτο εἰσαγωγικό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τό Μυστήριο αὐτό γινόμαστε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀπαραίτητο κάποιος γιά νά ἐνδυθεῖ τό Χριστό νά βαπτιστεῖ στό ὄνομά Του. «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε»[1]. Αὐτό γίνεται κατ᾽ ἐντολή τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ πρός τούς μαθητές Του: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν».[2]
Ἀπό τήν ἐντολή αὐτή τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητές Του ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι γιά νά τηρεῖ κάποιος τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά εἶναι ἑνωμένος μαζί Του. Γι’ αὐτό καί τό Βάπτισμα μᾶς παρέχεται μέ σκοπό νά μᾶς καταστήσει μέτοχους τῆς ἐνέργειας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, οὕτως ὥστε νά ἔχουμε τή δύναμη νά ἀποτάξουμε ἀπό τή ζωή μας τήν ἐνέργεια καί τίς πράξεις τοῦ διαβόλου καί νά συνταχθοῦμε μέ τήν ἐνέργεια καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἱερέας, ὅταν διαβάζει τήν α´ εὐχή «εἰς τό ποιῆσαι κατηχούμενον» παρακαλεῖ τόν Θεό: «Ἀπόστησον ἀπ᾽ αὐτοῦ (τοῦ μέλλοντος βαπτισθῆναι) τήν παλαιάν ἐκείνην πλάνην, καί ἔμπλησον αὐτόν τῆς εἰς σέ πίστεως καί ἐλπίδος καί ἀγάπης, ἵνα γνῷ (γιά νά γνωρίζει) ὅτι σύ εἶ Θεός μόνος, Θεός ἀληθινός, καί ὁ μονογενής σου Υἱός, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καί τό Ἅγιόν σου Πνεῦμα. Δός αὐτῷ ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς σου πορευθῆναι, καί τά ἀρεστά σοι φυλάξαι· ὅτι ἐάν ποιήσῃ αὐτά ἄνθρωπος, ζήσεται ἐν αὐτοῖς».
Ἀπό αὐτό φαίνεται ξακάθαρα ὅτι ὁ σκοπός τῆς εἰσόδου μας στήν Ἐκκλησία εἶναι νά ἐγκαταλείψουμε «τήν παλαιάν πλάνην», τήν ἀνυπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τήν ἁμαρτία, καί νά ἐμπιστευθοῦμε τόν ἑαυτό μας στόν Θεό καί νά ζοῦμε σύμφωνα μέ ὅλες τίς ἐντολές Του. Ἐάν μέσα στόν ἄνθρωπο βρίσκεται ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καί ἡ ἀγάπη στόν Θεό, τότε πραγματικά ζεῖ τήν ἀληθινή πνευματική ζωή. Ἀναγεννᾶται καί ὁλοκληρώνεται ὡς ἄνθρωπος.
Καί πράγματι· ἀφοῦ ὁ κατηχούμενος, στήν περίπτωση πού ὁ κατηχούμενος εἶναι βρέφος ὁ ἀνάδοχός του, ἀποταχθεῖ «τόν Σατανᾶν καί πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ καί πάσῃ τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ καί πᾶσι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ καί πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτοῦ», δηλαδή ὁλοκληρωτικά νά μήν ἔχει πλέον καμιά σχέση μέ αὐτόν καί τά ἔργα του· γι αὐτό καί ἐμπτύει αὐτόν, γιά νά δείξει τήν τελεία ἀποστροφή καί ἀπέχθειά του πρός αὐτόν· τότε συντάσσεται μέ τόν Χριστό καί ὁμολογεῖ ὅτι πιστεύει σέ Αὐτόν ὡς Θεό καί Κύριό Του.
Ἔτσι, ὁ ἱερέας μετά ἀπό αὐτή τήν ἑκούσια ἀποταγή τοῦ Σατανᾶ καί τή σύνταξη μέ τόν Χριστό, δέεται γιά τόν κατηχούμενο: «Δέσποτα, Κύριε, ὁ Θεός ἡμῶν, προσκάλεσαι τόν δοῦλόν σου πρός τό ἅγιόν σου φώτισμα καί καταξίωσον αὐτόν τῆς μεγάλης ταύτης χάριτος τοῦ ἁγίου σου βαπτίσματος. Ἀπόδυσον αὐτοῦ τήν παλαιότητα καί ἀνακαίνισον αὐτόν εἰς τήν ζωήν τήν αἰώνιον καί πλήρωσον αὐτόν τῆς τοῦ ἁγίου σου Πνεύματος δυνάμεως, εἰς ἕνωσιν τοῦ Χριστοῦ σου· ἵνα μηκέτι τέκνον σώματος ᾖ (γιά νά μήν εἶναι πλέον ἁπλῶς σαρκικός ἄνθρωπος), ἀλλά τέκνον τῆς σῆς βασιλείας», μέ καλλιέργεια καί ποιότητα πνευματική· ἐνάρετος.
Συνεπῶς, ὁ Θεός μᾶς καλεῖ πρός τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος γιά νά ἀνακαινιστοῦμε, νά ἀλλάξουμε ζωή, νά γίνουμε μέτοχοι τῆς αἰωνίου ζωῆς. Γινόμαστε δέ μέτοχοι τῆς αἰωνίου ζωῆς, ὅταν ἡ ζωή μας εἶναι γεμάτη ἀπό τή δύναμη (ἐνέργεια) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἕνωση μέ τόν Χριστό. Ὅταν ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, παύουμε, πλέον, νά εἴμαστε σαρκικοί ἄνθρωποι, νά σκεπτόμαστε καί νά ἐνεργοῦμε μέ ἁμαρτωλό καί ἐμπαθῆ τρόπο, καί γινόμαστε παιδιά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα τά ὁρατά σημεῖα καί μέσα πού χρησιμοποιοῦνται στό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, δηλώνουν τήν παρουσία τῆς ἀόρατης ἐνέργειας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κατέρχεται μέσα στό νεοφώτιστο, μέ σκοπό νά τόν καθαρίσει ἀπό κάθε ἁμάρτημα καί νά τόν καταστήσει σκεῦος Του. Αὐτό τό ὁποῖο συντελεῖται κατά τό Μυστήριο αὐτό εἶναι συγκλονιστικό. Ὁ ἄνθρωπος διά τῶν αἰσθητῶν σημείων δέχεται μέσα του ὅλη τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ: ἁγιάζεται, καθαρίζεται σωματικά καί πνευματικά, συγχωροῦνται ὅλες του οἱ ἁμαρτίες, φωτίζεται ἐσωτερικά, λαμβάνει τό χάρισμα τῆς υἱοθεσίας, γίνεται δηλαδή τέκνο Θεοῦ, ἀνακαινίζεται τό πνεῦμα του, μετέχει στήν ἀληθινή ζωή, τή ζωή τοῦ Θεοῦ.
Τό ὕδωρ, γιά παράδειγμα, γίνεται «ὕδωρ ἀπολυτρώσεως, ὕδωρ ἁγιασμοῦ, καθαρισμός σαρκός καί πνεύματος, ἄνεσις δεσμῶν (ἐσωτερική ἐλευθερία ἀπό ἐμπαθεῖς καταστάσεις), ἄφεσις παραπτωμάτων, φωτισμός ψυχῆς, λουτρόν παλιγγενεσίας (ἀναγέννησης πνευματικῆς), ἀνακαινισμός πνεύματος, υἱοθεσίας χάρισμα, ἔνδυμα ἀφθαρσίας (ψυχική δύναμη πού μᾶς βοηθᾶ νά ὑπερβαίνουμε τά ἀποτελέσματα τῆς φθορᾶς), πηγή ζωῆς… μεταποιεῖ (τόν ἀλλάζει ἐσωτερικά) τόν ἐν αὐτῷ βαπτιζόμενον, εἰς τό ἀποθέσθαι (γιά ν’ ἀφήσει) μέν τόν παλαιόν ἄνθρωπον, τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, ἐνδύσασθαι (νά φορέσει) δέ τόν νέον, τόν ἀνακαινούμενον κατ᾽ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν».
Τό ἔλαιον, στό ὁποῖο κατέρχεται ἡ δύναμη καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί διά τοῦ ὁποίου χρίεται πρίν ἀπό τόν ἐμβαπτισμό του, ὁ νεοφώτιστος, γίνεται γι᾽ αὐτόν: «χρῖσμα ἀφθαρσίας, ὅπλον δικαιοσύνης (γιά νά γίνει ἐνάρετος), ἀνακαινισμός ψυχῆς καί σώματος, πάσης διαβολικῆς ἐνεργείας ἀποτρόπαιον (πού ἀποτρέπει), εἰς ἀπαλλαγήν κακῶν».
Μέ τήν τριττή κατάδυσή του μέσα στήν ἱερά κολυμβήθρα ὁ πιστός, πεθαίνει ὡς πρός τόν παλαιό ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας καί τῆς φθορᾶς καί ἀνασταίνεται σ᾽ἕνα νέο ἄνθρωπο, πού πορεύεται μέσα στήν ἀρετή, ἀφοῦ δέχεται μέσα του, πλέον, «τόν θεῖον ἁγιασμόν». Μέ αὐτό τόν τρόπο ὁ ἄνθρωπος δέν ἀπαλλάσσεται, ὅπως πολλοί ἰσχυρίζονται, ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἀλλά θεραπεύεται ἡ ἀσθενοῦσα φύση πού κουβαλεῖ μέσα του, δηλαδή τά ἀποτελέσματα πού κληρονοῦμε, ἐπειδή ἡ ἀσθένεια αὐτή, λόγω τῆς κοινῆς ἀνθρώπινης φύσης, μεταφέρεται ἀπό γενιά σέ γενιά. Ὁπότε, ὁ νοῦς καί ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου, μετά τήν πτώση ἀπό τόν παράδεισο, ἐσκοτίσθησαν, δηλαδή ἔχασαν τή δυνατότητα νά δέχονται μέσα τους τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί νά ἔρχονται σέ κοινωνία μαζί Του. Γι᾽αὐτό καί οἱ ψυχικές δυνάμεις (ἀρετές, λογική, θυμός, ἐπιθυμία) διεστράφησαν. Εἶναι αὐτό πού χαρακτηρίζουμε ὡς ἀμαύρωση τοῦ κατ᾽ εἰκόνα. Μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα καθαρίζεται τό κατ᾽ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου, φωτίζεται ὁ νοῦς καί ἡ καρδία καί ἀποκτᾶ καί πάλιν τήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἑνώνεται καί πάλιν μαζί Του καί θεραπεύονται οἱ ψυχικές του δυνάμεις καί ἔτσι ὁλοκληρώνεται πνευματικά (σώζεται). Αὐτό φαίνεται πολύ ξεκάθαρα καί ἀπό τήν εὐχή τοῦ Μύρου (τοῦ Μυστηρίου τοῦ Χρίσματος), πού διαβάζει ὁ ἱερέας ἀμέσως μετά τήν ἀνάδυση τοῦ νεοφώτιστου ἀπό τήν κολυμβήθρα. Ἀφοῦ στήν ἀρχή εὐχαριστεῖ τόν Θεό, ὁ ὁποῖος, διά τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἐκαθάρισε τό δοῦλο Του καί τόν ἀναγέννησε στή νέα ζωή, στή συνέχεια τόν παρακαλεῖ νά τοῦ χαρίσει καί τή σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ ἁγίου καί παντοδυνάμου καί προσκυνητοῦ Πνεύματος καί τή μετάληψη τοῦ ἁγίου Σώματος καί τοῦ τιμίου Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Μέ ἄλλα λόγια νά ἑνωθεῖ πλήρως μέ τόν Τριαδικό Θεό.
Ἡ ἕνωση αὐτή εἶναι ἀπαραίτητη, διότι μόνο αὐτή μπορεῖ νά διαφυλάξει μέσα στό Χριστιανό τόν ἁγιασμό, πού ἔλαβε διά τοῦ Βαπτίσματος. Γιά τό λόγο αὐτό ὁ ἀγώνας τοῦ Χριστιανοῦ μετά ἀπό τό Βάπτισμα εἶναι νά μήν ἁμαρτήσει, νά μήν ἐπαναλάβει καί πάλιν τήν παρακοή τῶν πρωτοπλάστων καί ἀπολέσει τή σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔλαβε δωρεά ἀπό τόν Θεό.
Ἔτσι, ἀμέσως μετά διαβάζεται τό χαρακτηριστικό ἐκεῖνο ἀπόσπασμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀπό τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του, γιά νά μᾶς τονίσει ὅτι ὅσοι ἐβαπτισθήκαμε στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὀφείλουμε ἀπό ἐδῶ καί ἐμπρός νά ζοῦμε μιά καινούργια ζωή, νά σταυρώσουμε τόν παλαιό ἄνθρωπο, νά καταργήσουμε τήν ἁμαρτία, νά νεκρώσουμε μέσα μας, πλέον, ὅ,τι μᾶς χωρίζει ἀπό τήν ἕνωσή μας μέ τόν Χριστό καί νά ζοῦμε πάντοτε «τῷ Θεῷ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν».[3]
Ἀπό τήν ἐπιστολή αὐτή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου φαίνεται ὅτι διά τοῦ Βαπτίσματος ὁ πιστός ἀναγεννᾶται, θεραπεύεται, δέχεται μέσα του τή ζωοποιό χάρη τοῦ Θεοῦ, ὀφείλει, ὅμως, νά ἀγωνιστεῖ κατά τῆς ἁμαρτίας, γιά νά διατηρήσει ἄθραυστη τή σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Οἱ ὑποσχέσεις πού ἔδωσε πρίν ἀπό τό Ἅγιο Βάπτισμα, ὅτι ἀποτάσσεται τό Σατανᾶ καί τά ἔργα του καί συντάσσεται μέ τόν Χριστό, εἶναι ἀναγκαῖο νά κρατηθοῦν καί νά ἐφαρμοστοῦν. Γι’ αὐτό καί ὁ ἱερέας στή μέν εὐχή τῆς ἀπολούσεως εὔχεται στόν Θεό νά ἐνισχύσει τόν νεοφώτιστο νά διαφυλάξει· «ἄσυλον τόν ἀρραβῶνα τῆς χάριτος», στήν δέ εὐχή τῆς τριχοκουρίας τόν παρακαλεῖ νά εὐλογήσει «ἅμα τῷ αὐτοῦ ἀναδόχῳ· καί δός αὐτοῖς πάντα μελετᾶν ἐν τῷ νόμῳ σου καί τά εὐάρεστά σοι πράττειν».
Στό σημεῖο αὐτό θά θέλαμε νά κάνουμε δύο βασικά σχόλια. Πρῶτο, ὅτι ἡ χάρη πού λαμβάνουμε στό Βάπτισμα χαρακτηρίζεται ὡς «ἀρραβώνας». Αὐτό σημαίνει ὅτι μᾶς δίδεται δωρεά ἀπό τόν Θεό, ὡς μιά πρόγευση καί ἐγγύηση, μέ σκοπό νά ἀγωνιστοῦμε νά τή διατηρήσουμε «ἄσυλον», ἀπαραβίαστο, καί στή συνέχεια μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν, τήν καθαρότητά μας ἀπό τά πάθη καί τήν ἁμαρτία νά καταστήσουμε τόν ἑαυτό μας ἄξιο νά γευθεῖ τή χάρη αὐτή στήν πληρότητά της καί νά εἶναι πλέον ὄχι ἕνας ἀρραβώνας, ἀλλά ἕνας γάμος, μιά μόνιμη κατάσταση. Δεύτερο, τόσο ὁ νεοφώτιστος ὅσο καί ὁ ἀνάδοχος ὀφείλουν πάντοτε νά μελετοῦν τό νόμο τοῦ Θεοῦ, καί νά ζοῦν σύμφωνα μέ αὐτό. Ἐδῶ ἐπισημαίνουμε τή μεγάλη εὐθύνη, πού ἔχει ὁ ἀνάδοχος, πού σήμερα ἔχει καταντήσει καί αὐτό μιά μόδα, γιά νά μήν ποῦμε ἀνευθυνότητα. Ἡ εὐθύνη τοῦ ἀναδόχου δέν ἐξαντλεῖται ἁπλῶς στίς ἐξωτερικές προετοιμασίες τῆς Βάπτισης. Ἡ πρώτη καί μεγάλη του εὐθύνη εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος νά γνωρίζει, καί πολύ περισσότερο νά βιώνει, τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική Πίστη, τήν ὁποία στή συνέχεια νά μεταδίδει μέ ἀκρίβεια καί συνέπεια στόν ἀναδεκτό του. Εἶναι προτιμότερο νά μήν ἀποτολμοῦμε νά γινόμαστε ἀνάδοχοι, ἐάν δέν ἔχουμε τίς πνευματικές προϋποθέσεις καί πολύ περισσότερο, ἐάν δέν ἔχουμε τήν πνευματική διάθεση νά προσπαθήσουμε νά ζήσουμε σύμφωνα μέ τό νόμο τοῦ Θεοῦ καί νά τό μεταλαμπαδεύσουμε στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, πού ὡς ἀνάδοχοι ἀναλαμβάνουμε τήν εὐθύνη νά τό κάνουμε.
Μέ τό Βάπτισμα συνδέεται καί τό ἱερό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος, μέ τό ὁποῖο ὁ πιστός λαμβάνει τή σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα του. Ἀμέσως μετά τήν ἀνάδυση τοῦ νεοφώτιστου ἀπό τήν ἁγία κολυμβήθρα, ὁ ἱερέας διαβάζει τήν εὐχή τοῦ Μύρου. Ἐκεῖ δέεται πρός τόν Θεό νά χαρίσει στόν ἀναγεννημένο Χριστιανό· «τήν σφραγῖδα τῆς δωρεᾶς τοῦ ἁγίου καί παντοδυνάμου καί προσκυνητοῦ Πνεύματος καί τήν μετάληψιν τοῦ ἁγίου Σώματος καί τοῦ τιμίου Αἵματος τοῦ Χριστοῦ». Ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στό Χριστιανό καί ἡ μυστηριακή του ἕνωση μέ τόν Χριστό εἶναι ἀπαραίτητη, διότι χωρίς αὐτά δέν μπορεῖ νά διαφυλάξει τόν ἑαυτό του «ἐν ἁγιασμῷ», νά ἔχει ἀσφαλῆ τήν Ὀρθόδοξη πίστη, νά ἀντισταθεῖ στόν πειρασμό, νά διατηρήσει μέσα του τό σωτήριο φόβο, νά ἔχει καθαρότητα, νά τηρεῖ τίς ἐντολές Του καί νά γίνει κληρονόμος τῆς ἐπουρανίου Του Βασιλείας.
Γι᾽ αὐτό, ἀμέσως μετά τήν εὐχή, χρίει τό βαπτισθέντα ὁ ἱερέας μέ ἅγιο Μύρο, κάνοντας τόν τύπο τοῦ Σταυροῦ σέ ὅλο του τό σῶμα, λέγοντας: «Σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου. Ἀμήν».
Ἔτσι, ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος τοῦ πιστοῦ σφραγίζονται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ὁλόκληρος γίνεται «κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ» καί «ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».[4] Παράλληλα, τοῦ χορηγοῦνται τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (χαρά, πίστη, ἐγκράτεια, εἰρήνη, μακροθυμία, ἁπλότητα καρδιᾶς, πραότητα)[5] ἐνδύεται τήν πανοπλία τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἀγωνιστεῖ ἐνάντια στήν ἁμαρτία καί γιά νά κατακτήσει τήν ἁγιότητα.[6]
Συμπέρασμα
Μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τό Ἅγιο Χρίσμα, ὁ ἄνθρωπος γεννᾶται στή ζωή τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἐλευθερώνεται ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου, φωτίζεται, θεραπεύεται καί ἑνώνεται μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό καί τό Βάπτισμα λέγεται καί Φώτισμα. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μετά τό Βάπτισμα, βρίσκεται καί ἐνεργεῖ βαθειά μέσα στήν καρδιά τοῦ πιστοῦ. Ἐνεργεῖ δέ ὅσο καιρό αὐτή παραμένει καθαρή καί ἀπαλλαγμένη ἀπό τά πάθη καί τήν ἁμαρτία. Ὅταν ζοῦμε σύμφωνα μέ τίς ἐπιθυμίες τῆς σαρκός καί ἀντίθετα μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, τότε τά πάθη καλύπτουν τό χῶρο τῆς καρδιᾶς, ὁ νοῦς σκοτίζεται καί ἡ χάρη πλέον δέν ἐνεργεῖ. Τελικά, ἐκεῖνο πού ἐνεργεῖ εἶναι τά πάθη καί οἱ ἀδυναμίες μας.
Συνεπῶς, μετά τό Ἅγιο Βάπτισμα ὁ πιστός πρέπει νά ἀγωνιστεῖ, ὥστε νά διαμείνει ἀήττητος «κατά τῶν μάτην ἔχθραν φερομένων κατ᾽ αὐτοῦ». Σέ αὐτό θά βοηθήσει ἡ ἀσκητική ζωή, ἡ ὁποία συμπεριλαμβάνει πρῶτο, τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί δεύτερο, τήν ἀποκοπή καί ἀποδέσμευση ἀπό ὅλες ἐκεῖνες τίς ἐξωτερικές κοσμικές καταστάσεις, πού ἐμποδίζουν τό νοῦ νά στραφεῖ πρός τόν Θεό.
Τό κείμενο δημοσιεύτηκε στό περιοδικό «Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική», τεῦχος 54, Ἰανουάριος – Ἀπρίλιος 2023, σελ. 249-255.
[1] Γαλ. γ´, 27.
[2] Ματθ. κη´, 19 – 20
[3]. Ρωμ. στ´, 3 – 11
[4]. Α´ Κορ. γ´, 16 – 17, στ´, 19
[5]. Γαλ. ε´,22-23
[6]. Ἐφεσ. στ´, 10 – 18