Πενήντα χρόνια κατοχῆς. Χρόνια ἐγκαρτέρησης
Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Γεωργίου
Εὐλογημένος ἀπό τόν Θεό ὁ τόπος μας. Ὄχι τόσο γιά τίς φυσικές του ὀμορφιές, ὅσο γιά τά πνευματικά ἀγαθά πού δέχτηκε ἀπό τό χέρι τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τόν 15o π.Χ. αἰώνα ὁδήγησε ἐδῶ τούς Μυκηναίους, δίνοντας ἔκτοτε στό νησί μία ἀπό τίς διαχρονικές συντεταγμένες του, τήν ἑλληνική.
Μά καί ἡ ἐγγύτητα τῆς Κύπρου πρός τήν Ἁγία Γῆ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου νά φτάσει κοντά της πολύ νωρίς. Ἤδη ἀπό τό 45 μ.Χ. τρεῖς Ἀπόστολοι, ὁ Βαρνάβας, ὁ Παῦλος καί ὁ Μᾶρκος, μέ τό κήρυγμά τους ἵδρυσαν τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, δίνοντας σ’ αὐτή καί τή δεύτερη διαχρονική συντεταγμένη τοῦ τόπου, τή χριστιανική.
Λόγῳ τῆς ἀποστολικότητάς της καί τῆς ἁγιότητας βίου πού ἐπέδειξε, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἀπό τό 431 μ.Χ. ἀναγνωρίστηκε Αὐτοκέφαλη ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Λίγο ἀργότερα, πρός τό τέλος τοῦ 5ου μ.Χ. αἰώνα, ὁ αὐτοκράτορας Ζήνων τοῦ Βυζαντίου ἔδωσε στόν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου αὐτοκρατορικά προνόμια: Νά φέρει πορφυροῦν μανδύα, βασιλικό σκῆπτρο καί νά ὑπογράφει μέ κόκκινο μελάνι. Αὐτά τά προνόμια τά διαφυλάσσει μέχρι σήμερα ὁ ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου.
Κύπριοι ἅγιοι μέ πανορθόδοξη φήμη, ὅπως ὁ Ἅγιος Σπυρίδων, ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων, ὁ ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος, ἔκαμαν τήν Κύπρο πασίγνωστη σ’ ὅλο τόν Χριστιανικό κόσμο. Σ’ αὐτό συνέβαλαν καί σπουδαῖα προσκυνήματά μας ὅπως τό περίφημο μοναστήρι τοῦ Κύκκου καί ὁ τάφος τοῦ ἁγίου Λαζάρου στή Λάρνακα.
Παράλληλα, ὅμως, ἡ γεωγραφική θέση τῆς Κύπρου στό σταυροδρόμι τριῶν ἠπείρων –τῆς Εὐρώπης, τῆς Ἀσίας καί τῆς Ἀφρικῆς–, ἐκεῖ πού διασταυρώνονται οἱ δρόμοι τοῦ ἐμπορίου καί τῶν διάφορων πολιτισμῶν, τήν κατέστησε καί μῆλον τῆς ἔριδος γιά πολλούς κατακτητές, πού προέρχονταν ἄλλοτε ἀπό τήν Ἀνατολή καί ἄλλοτε ἀπό τή Δύση. Πέρσες, Φοίνικες, Φράγκοι, Τοῦρκοι, Ἄγγλοι ἄφησαν ἐμφανῆ τά στίγματα τῆς κατάκτησής τους στό σῶμα της.
Σήμερα ἡ Κύπρος ὑφίσταται τή μεγαλύτερη ταλαιπωρία καί βρίσκεται ἀντιμέτωπη μέ τόν σοβαρότερο κίνδυνο πού συνάντησε ποτέ: τόν κίνδυνο τοῦ ἐκτουρκισμοῦ. Σ’ αὐτούς τούς χαλεπούς καιρούς ἐπιβάλλεται ἡ ἐγρήγορση ὁλόκληρου τοῦ Ἔθνους. Γι’ αὐτόν τόν λόγο κρίναμε σκόπιμο τό παρόν τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ «Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική» νά εἶναι ἀφιερωμένο στή θλιβερή ἐπέτειο τῶν πενήντα χρόνων ἀπό τήν παράνομη εἰσβολή τῆς Τουρκίας στήν Κύπρο καί τή συνεχιζόμενη κατοχή τοῦ 37% τοῦ ἐδάφους τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας. Θεωρῶ τήν εὐκαιρία κατάλληλη, ἀπευθυνόμενος σέ σᾶς, ἀγαπητοί ἀναγνῶστες, μέσῳ τοῦ περιοδικοῦ μας, νά ἐκθέσω τήν ἀγωνία μου, ὡς Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, γιά τούς κινδύνους πού διατρέχουμε καί νά καλέσω ὅλους σέ συστράτευση γιά ματαίωση τῶν Τουρκικῶν στόχων.
Ἐδῶ καί μισό αἰώνα «μέγα πένθος Κύπριδα γαῖαν ἱκάνει». Γιά μισό αἰώνα οἱ κατακτητές ἐπιχειροῦν βίαιη ἀλλαγή τοῦ δημογραφικοῦ χαρακτήρα τῆς κατεχόμενης περιοχῆς καί ἔχουν ἐπιδοθεῖ σ’ ἕναν ἀνελέητο ἀγώνα ἐξαφάνισης τῶν ἑλληνικῶν καί χριστιανικῶν ἰχνῶν πού μαρτυροῦν τήν ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων παρουσία μας ἐκεῖ. Οἱ γηγενεῖς κάτοικοι τῆς περιοχῆς ἐκδιώχθηκαν μέ τή βία ἀπό τίς πατρογονικές τους ἑστίες καί μεταφέρονται ἐκεῖ ἑκατοντάδες χιλιάδες ἔποικοι ἀπό τήν Τουρκία. Οἱ ναοί μας ἐσυλήθησαν, ἄλλοι μετετράπησαν σέ μουσουλμανικά τεμένη, στρατόπεδα ἤ χώρους διασκέδασης καί ἄλλοι ἀφέθησαν στό ἔλεος τοῦ χρόνου.
Σ’ αὐτό τό διάστημα, κάτω ἀπό τήν πίεση τῶν τετελεσμένων, τή δυστυχία τῶν προσφύγων καί τόν ἐκπατρισμό, παρασυρθήκαμε στή διαδικασία τῶν διακοινοτικῶν συνομιλιῶν, μέ στόχο ὄχι τήν ἀποκατάσταση τῶν δικαιωμάτων τοῦ λαοῦ μας, ἀλλά γιά τήν ἐξεύρεση μίας ὑποφερτά βιώσιμης λύσης πού θά ἐξασφάλιζε τήν παραμονή τῶν Ἑλλήνων στή γῆ τῶν προγόνων μας. Αὐτό ἑδραίωσε τή διεθνῆ προπαγάνδα τῆς Τουρκίας γιά τή φύση τοῦ προβλήματός μας, παρουσιάζοντάς το σάν δικοινοτική διαφορά καί ὄχι ὡς θέμα εἰσβολῆς καί κατοχῆς, θέτοντας τόν ἑαυτό της στό ἀπυρόβλητο. Ἡ ἐμπλοκή τῆς πλευρᾶς μας στίς διαπραγματεύσεις εἶχε καί ἄλλα δύο κακά ἀποτελέσματα γιά μᾶς: Πρῶτα τή σταδιακή ἀποδοχή ὅλων τῶν κατά καιρούς διεκδικήσεων τῶν Τούρκων, χωρίς καμιά δική τους ὑποχώρηση. Ἀντίθετα, κάθε ἀποδοχή, ἐκ μέρους μας, μίας διεκδίκησής τους, ὁδηγοῦσε σέ προβολή νέων διεκδικήσεων. Κι ὕστερα, τήν κόπωση τοῦ λαοῦ μας καί τή στροφή του πρός τήν ὑλική ἐπιβίωση καί εὐημερία κι ὄχι πρός ἀγώνα γιά ἀπελευθέρωση. Οἱ Τοῦρκοι ἐφαρμόζουν, χωρίς παρεκκλίσεις, τήν ἀπόφαση πού πῆραν τό 1920, στή Μεγάλη Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἄγκυρας, γιά «ἀνάκτηση τῆς Κύπρου» καί τήν ὁποία συγκεκριμενοποίησαν μέ τό σχέδιο Νιχάτ Ἐρίμ τό 1956.
Παρακολουθώντας τά γεγονότα, δέν εἶναι δύσκολο πιά σέ κανένα, νά διακρίνει τόν τελικό καί ἀμετάθετο στόχο τῆς Τουρκίας, πού εἶναι ἡ κατάληψη καί τουρκοποίηση ὁλόκληρης τῆς Κύπρου.
Μέ τρεῖς τρόπους ἐπιδιώκουν σήμερα οἱ Τοῦρκοι ὑλοποίηση τοῦ στόχου τους:
α) Μέ μίαν ἐνδιάμεση νόθα λύση. Ἄν ἐπιβιώνουμε σήμερα, ὡς Κυπριακός Ἑλληνισμός, καί ἄν ἔχουμε μία διεθνῆ φωνή, εἶναι γιατί τά ψηφίσματα τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης θωρακίζουν τήν Κυπριακή Δημοκρατία. Ἡ Τουρκία ἐπιδιώκει μέ κάθε τρόπο κατάργηση τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας καί δημιουργία, ἐξ ὑπαρχῆς, ἑνός νέου κράτους ἀπό τίς δύο κοινότητες. Ἄν ἐπιτύχει νά μᾶς ὁδηγήσει σέ μίαν τέτοια λύση, τήν ἑπομένη τῆς λύσης ἡ Τουρκία θά ἀθετήσει τήν ὑπογραφή της, καί ἐμεῖς, ἀπό κράτος θά εἴμαστε κοινότητα, χωρίς διεθνῆ φωνή καί ἀναγνώριση. Δέν θά μποροῦμε οὔτε τό Συμβούλιο Ἀσφαλείας, οὔτε τή Γενική Συνέλευση τοῦ ΟΗΕ νά συγκαλέσουμε, οὔτε στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση νά ἀπευθυνθοῦμε. Θά εἴμαστε τότε ὅμηροι στά χέρια τῆς Τουρκίας καί ἡ τουρκοποίηση δέν θά ἀργήσει.
β) Μέ τόν ἐποικισμό. Οἱ ἴδιοι οἱ Τουρκοκύπριοι –ὅσοι ἀπ’ αὐτούς ἀπέμειναν στήν Κύπρο–, καταγγέλλουν ὅτι σήμερα ζοῦν, στό κατεχόμενο μέρος τῆς πατρίδας μας, ἕνα ἑκατομμύριο ἔποικοι. Εἶναι δηλ. περισσότεροι ἀπό μᾶς, τούς γηγενεῖς κατοίκους τῆς Κύπρου. Ὁ ἐποικισμός, βέβαια, εἶναι παράνομος καί καταδικάζεται ὡς ἔγκλημα πολέμου. Τό νόμιμο ἤ παράνομο στή διεθνῆ σκηνή, ὅμως, ἐξαρτᾶται ἀπό τή στάση τῶν ἄλλων κρατῶν. Ἄν ἡ Τουρκική πολιτική καταφέρει νά μεταστρέψει τή σημερινή ἀρνητική, γι’ αὐτήν, θέση τῶν ἄλλων κρατῶν σέ θετική, θά ζητήσει ἑνιαῖο κράτος καί δημοψήφισμα καί ἀφοῦ θά ἔχουν τήν πλειοψηφία, θά ἔχουμε τήν τύχη τῆς Ἀλεξανδρέττας. Ἡ Κύπρος θά προσαρτηθεῖ στήν Τουρκία.
γ) Μέ τόν ἐκφοβισμό. Θά πράξουν ὅτι ἔπραξαν στήν Ἴμβρο καί τήν Τένεδο, ἀναγκάζοντάς μας νά φύγουμε στό ἐξωτερικό γιά ἐξασφάλιση ἀσφάλειας γιά τά παιδιά μας. Ἤδη οἱ Τοῦρκοι, κάθε λίγο, προκαλοῦν προβλήματα στή γραμμή ἀντιπαράθεσης. Μελλοντικά θά ἐντείνουν τίς παρενοχλήσεις τους στό ἐλεύθερο τμῆμα τῆς Κύπρου, στέλλοντας κατασκόπους, ἤ χρησιμοποιώντας τούς Μουσουλμάνους καί τούς παράνομους ἤ μή μετανάστες πού διατηροῦν ὡς ἐγκάθετους στίς ἐλεύθερες περιοχές. Θά δημιουργήσουν ἔτσι κλίμα ἀνασφάλειας καί πανικοῦ στίς τάξεις τοῦ λαοῦ μέ μόνο τρόπο ἀντίδρασης τή φυγή.
Ὡς Ἐκκλησία ἀγωνιοῦμε γιά τήν τύχη τοῦ τόπου. Καί καλοῦμε ὅλους σέ ἐθνική καί πνευματική ἀνάνηψη. Ἡ πατρίδα εἶναι ὅπως τό κειμήλιο. Ἔχει ἀξία πού ὑπερβαίνει κατά πολύ τήν ὑλικότητα τοῦ ἀντικειμένου. Θυμίζει, συγκινεῖ, ὑποβάλλει, δέν ἐκφράζεται μέ ὅρους ὑλικούς, παρακινεῖ σέ θυσία ὑπέρ της, ἀκόμα καί αὐτῆς τῆς ζωῆς. Εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε τούς θανάσιμους κινδύνους πού τήν ἀπειλοῦν καί νά προσπαθήσουμε νά τούς ἀποκρούσουμε. Τό ὀφείλουμε στούς προγόνους μας, οἱ ὁποῖοι μέ ποταμούς αἱμάτων διαφύλαξαν, μέσα σέ δυσκολίες καί ἀντιξοότητες, τόν τόπο μας Ἑλληνικό καί Χριστιανικό.
Στήν Κύπρο διακυβεύεται σήμερα ἡ ἀκεραιότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἄν, μή γένοιτο, πέσει ἡ Κύπρος, θά ἀρχίσει ἡ ἀποδόμηση τῆς Ἑλλάδος. Θά ἀκολουθήσει τό Αἰγαῖο, ἡ Θράκη, ἡ Μακεδονία. Δέν βρισκόμαστε στό παρά πέντε τῆς ἐθνικῆς καταστρο-φῆς. Ψηλαφοῦμε ἤδη τήν Τουρκοποίηση τῆς Κύπρου. Ἄς τό καταλάβουμε πλήρως: Τό χρέος τῆς γενιᾶς μας, ὅλων τῶν Ἑλλήνων, εἶναι τεράστιο. Ἀντέχουμε στή σκέψη ὅτι ἡ Ἱστορία εἶναι δυνατόν νά μᾶς χαρακτηρίσει, μελλοντικά, ὡς ἀνεπαρκεῖς στήν περιφρούρηση τῆς πατρίδας μας;
Ὡς ἐκ τούτου, δέν θά σταματήσω, ὡς Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, νά ἐπαναλαμβάνω, ἔστω καί ἄν γίνομαι, γιά μερικούς, ἐνοχλητικός, ὅτι οἱ κοινές προσπάθειες Κύπρου καί Ἑλλάδας καί τῶν ἁπανταχοῦ τῆς γῆς Ἑλλήνων, πρέπει νά ξεκινήσουν μέ τήν ἀταλάντευτη διεκδίκηση τῶν ὅσων ἀπολαμβάνουν οἱ ἄλλοι Εὐρωπαῖοι καί ὅλος ὁ ἐλεύθερος κόσμος, καί γιά τόν λαό μας. Ἄν ὅλοι οἱ Εὐρωπαῖοι δικαιοῦνται νά ἔχουν ἐλεύθερη διακίνηση, ἐλεύθερη ἐγκατάσταση καί ἐλεύθερη ἀπόκτηση περιουσίας σέ ὅλη τήν Εὐρώπη, γιατί ἐμεῖς νά στερούμαστε αὐτῶν τῶν δικαιωμάτων μας; Καί ἄν γιά ὅλους παντοῦ ἰσχύει «ἕνας ἄνθρωπος μία ψῆφος» γιατί ἐμεῖς νά μήν ἔχουμε αὐτό τό δικαίωμα; Γιατί τό 18% νά ἐπιβάλλεται στό 82%; Μποροῦν οἱ Εὐρωπαῖοι ἑταῖροι μας νά ἀντιταχθοῦν σ’ ἕνα τέτοιο αἴτημά μας;
Κάθε φορά πού «ὠδίνες θανάτου καί κίνδυνοι Ἅδου» περιεκύκλωναν τόν Ἑλληνισμό, αὐτός σωζόταν μέ τή βοήθεια δύο παραγόντων: α) Ἑνός λείμματος, ἔστω καί μικροῦ, πού ἔ-μενε σταθερό στίς ἀξίες καί τίς παραδόσεις τοῦ ἔθνους καί γινόταν ἡ ζύμη γιά νά ζυμωθεῖ «ὅλον τό φύραμα» καί β) Τοῦ Θεοῦ πού ἐρχόταν πάντα βοηθός στίς δικές μας προσπάθειες.
Καί οἱ δύο αὐτοί παράγοντες ὑφίστανται καί σήμερα. Ἄς τούς χρησιμοποιήσουμε γιά τή σωτηρία τοῦ τόπου καί τῶν παιδιῶν μας. Ἄς ἑνώσουμε ὅλοι οἱ Ἕλληνες τίς δυνάμεις καί τίς προσπάθειές μας γιά διάσωση τῆς Κύπρου. Ἔχουμε ὑποχρέωση ἀπέναντι στούς προγόνους ἀλλά καί στούς ἀπογόνους μας νά ἀντισταθοῦμε κι ὄχι νά παρακολουθοῦμε παθητικά τήν ὅποια δυσμενῆ, γιά μᾶς, ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων. Ἡ μακραίωνη θρησκευτική πείρα μας, μᾶς διδάσκει ὅτι «οὗτοι ἐν ἅρμασι καί οὗ-τοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα». Στίς δικές μας πανεθνικές προσπάθειες, εἶναι σίγουρο, πώς θά ἔλθει βοηθός καί ὁ Θεός. Ὁ Θεός βοηθᾶ ἐκείνους πού πρῶτοι βοηθοῦν τόν ἑαυτό τους. Ὄχι τούς ἀδρανεῖς καί μοιρολάτρες.
*Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό “Παρέμβαση Εκκλησιαστική”, τεύχος 58 (Μάιος – Αύγουστος 2024), σελ. 564-568.