Ἡ παρουσία τοῦ Χρυσοσώτηρα στή ζωή καί τό ἦθος τῶν Ἀκανθιωτῶν
Ἑλένης Χατζημιχαήλ
Δημάρχου Ἀκανθοῦς
Στά ριζά τοῦ Πενταδακτύλου μέ τή θάλασσα νά τῆς ξεπλένει τίς δαντελένιες ἀκρογιαλιές καί τό βουνό νά τή στεφανώνει μέ λογής-λογής πράσινο βρίσκεται ἡ Ἀκανθοῦ μέ τόν Δῆμο της. Ἕναν Δῆμο πού κατόρθωσε ἀπό τό 1908 νά δίνει μαρτυρία πολιτισμοῦ, ὑψηλοῦ θρησκευτικοῦ καί ἐθνικοῦ ἤθους καί κυρίως ἀνθρωπιᾶς κι εὐλάβειας. Κι ἄν σκεφτεῖ κανείς τό μικρό τοῦ πληθυσμοῦ σέ σχέση μέ τήν πρωτιά σέ καλλιεργήσιμη γῆ στήν Κύπρο, τότε πιστώνει τούς ἀκανθιῶτες μέ προοδευτικότητα, δημιουργικότητα καί φιλοκαλία.
Τά ξώπρωτα λιοχώρια, τά πλούσια χωράφια μέ τά σιτηρά καί τίς χαρουπιές καί ὁ κόσμος πού τά νοιαζόταν, εἶχαν μία σφραγίδα, μία σύνδεση καί μία χαρακτηριστική ἰδιομορφία. Τήν εὐλογία τοῦ Χρυσοσώτηρα πού σηματοδοτοῦσε τό κάθε βῆμα καί τήν κάθε δραστηριότητα τῶν κατοίκων, διαμορφώνοντας τό ἀκανθιώτικο ἦθος.
Ὅσο σηματοδοτεῖ καί πνευματοδοτεῖ στ’ ἀνατολικά ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας τό ἦθος τῶν Καρπασιτῶν, ἄλλο τόσο ὁ Χρυσοσώτηρας δυτικότερα τήν Ἀκανθοῦ. Καί οἱ δύο πνευματικοί πυλῶνες δικαιολογοῦν καί ἐπιβεβαιώνουν τό ὄνομα «Χερσόνησος τῶν Ἁγίων» γιατί στά ὅριά τους ἀσκήτεψαν, ἁγίασαν καί κακοπάθησαν δεκάδες ἅγιοι.
Τό μήνυμα τῆς ἀγάπης, τῆς συμπαράστασης καί τῆς ἀλληλεγγύης, σάν ἀπόρροια τῆς χαρᾶς πού ἐκπέμπεται ἀπό τή Μεταμόρφωση καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Σωτήρα, ἦταν διάχυτο στόν ἀκανθιώτικο κόσμο. Γι’ αὐτό, πρίν ἡ καμπάνα τῆς Ἀνάστασης κτυπήσει κοντά μεσάνυκτα, ὅλοι οἱ Ἀκανθιῶτες, μέ τά φαναράκια τους, ἔπαιρναν τό φῶς ἀπό τήν ἀκοίμητη καντήλα τῆς ἐκκλησίας κι ἔτρεχαν νά ἀνάψουν τά καντήλια στά δύο κοιμητήρια τοῦ χωριοῦ. Πίστευαν πώς ἔπρεπε νά κάμουν, «ζῶντες καί τεθνεῶτες», κοινή Ἀνάσταση γιατί ὁ Σωτήρας τους κατῆλθε ἕως Ἅδου κατωτάτου.
Καί παρόλο πού τά κοιμητήρια ἦταν ἀρκετά μακριά ἀπό τό χωριό, καί παρά τό δύσβατο τῆς διαδρομῆς, γινόταν ὅλο τοῦτο τό νυχτερινό ξεσήκωμα μέ δέος καί συνειδητό προσκύνημα συνεορτασμοῦ. Κι ἀφοῦ ὁλοκλήρωναν τό ἱερό τους καθῆκον ἐπέστρεφαν καταλαγιασμένοι στόν ναό τους γιά τή δική τους Ἀνάσταση.
Τό μήνυμα τῆς Ἀνάστασης ὅμως εἶχε ἐμφυσηθεῖ καί στά ἄλογα πετούμενα τῶν θεόρατων βράχων τῶν βουνῶν, τούς γύπες καί τούς ἀετούς. Κι ἐνῶ αὐτοί μποροῦν νά τρῶνε ψοφίμια χωρίς ἐνδοιασμό, στήν Ἀκανθοῦ παρουσιαζόταν ἕνα σπάνιο φαινόμενο. Οἱ ἀετοί ἀρνοῦνταν ν’ ἀγγίξουν ψόφιο ζῶο ἄν αὐτό βρισκόταν σέ θέση δύση-ἀνατολή. Γιατί ἔνιωθαν πώς μιᾶς κι ἔπαιρναν τέτοια θέση, ὅπως τῶν νεκρῶν Χριστιανῶν, πού τοποθετοῦνται μέ πρόσωπο πρός τήν Ἱερουσαλήμ «ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως», τό σέβονταν καί δέν τό ἄγγιζαν ἔστω κι ἄν περιφέρονταν πεινασμένα γιά μέρες πάνω ἀπό τό νεκρό ζῶο. Ἄν ὅμως τό νεκρό ζῶο μετακινεῖτο βορρᾶ-νότο, τότε θά ἐξαφανιζόταν ἀμέσως.
Οἱ Ἀκανθιῶτες ἐφάρμοζαν ἐνστικτωδῶς σχεδόν τό «χαίρειν μετά χαιρόντων καί κλαίειν μετά κλαιόντων» τοῦ Ἀπ. Παύλου. Γι’ αὐτό, ὅταν τό πένθος κτυποῦσε ἕνα ἀκανθιώτικο σπιτικό, ὅλες οἱ οἰκογένειες ἔνιωθαν τήν ἀνάγκη νά τούς συμπαρασταθοῦν μέ κάθε τρόπο. Ἔτσι, γιά σαράντα μέρες ὅλο τό χωριό, μά κυρίως οἱ γείτονες καί οἱ συγγενεῖς, κουβαλοῦσαν αὐθόρμητα μαγειρευμένα φαγητά καί καφέ στούς πενθοῦντες. Τούς σέρβιραν, τούς παρηγοροῦσαν, τούς ἐπλεναν τά πιατικά καί μετά νά ἀποχωρήσουν. Ὅσο γιά τά καφενεῖα ἔμεναν κλειστά κατά τή διάρκεια τῆς κηδείας ἀπό σεβασμό.
Τό ἴδιο καί στή χαρά, πρυτάνευε τό ὁμαδικό πνεῦμα. Ὁ καθένας δάνειζε καρέκλες, τραπέζια, ταψιά καί ὅ,τι ἄλλο χρειαζόταν, γιά νά κάμει τή διασκέδαση τοῦ γάμου πιό ἄνετη γιά ὅλους ἀνεξαίρετα τούς χωριανούς. Ὅσο γιά τή συνδρομή τῶν κατοίκων ἀμέριστη: νά πλύνουν καί νά σιδερώσουν τά προικιά οἱ κοπέλες, νά ἑτοιμάσουν τά κεραστικά, νά στολίσουν τό σπίτι καί πολλά ἄλλα. Ἀκόμα καί τά μακαρόνια γιά ὅλο τό χωριό, ἦταν φτιαγμένα στό χέρι ἀπό τίς γυναῖκες τοῦ χωριοῦ.
Προσωπικά, εἶχα σχεδόν γευτεῖ ὅλη τούτη τήν προετοιμασία τοῦ γάμου, ὥσπου ἔγινε κι ἡ δεύτερη εἰσβολή κι ἔμεινε ὁ γάμος μόνο στό προσκλητήριο νά θυμίζει Χρυσοσώτηρα. Κι ἔτσι, ἴσως νά εἶμαι ἡ μό-νη γυναίκα στήν Κύπρο μέ δύο προσκλητήρια μέ τόν ἴδιο ἄντρα, ἕνα στήν Ἀκανθοῦ κι ἕνα στήν προσφυγιά.
Αὐτή ἡ ἀλληλεγγύη, ἐμφανιζόταν καί στό κτίσιμο τοῦ σπιτιοῦ τοῦ νέου ζευγαριοῦ, ἰδιαίτερα στό κλείσιμο τῆς στέγης πού ἀποκτοῦσε ἕνα πανηγυρικό χαρακτήρα. Τό ἴδιο καί στό μάζεμα τῶν χαρουπιῶν στίς μακρινές ἰδίως περιοχές. Κάθε οἰκογένεια ἐφάρμοζε τήν τακτική του «προσαντίσικου», δηλ. ἀλληλοδανεισμοῦ ἐργασίας.
Ἡ ἐμπιστοσύνη καί ὁ σεβασμός στόν κόπο καί τήν περιουσία τῶν συγχωριανῶν φαινόταν ἰδίως στήν ἀποθήκευση τοῦ σιταριοῦ. Σ’ ἕνα λόφο ἔξω ἀπό τό χωριό, μέ ἀργι-λῶδες ἔδαφος, βρισκόταν ἡ ἀποθήκη σιτηρῶν κάθε οἰκογένειας σέ ἕνα βαρελωτό βαθύ λάκκο, τήν «βούχα». Ἡ βούχα ἀποστειρωνόταν μέ φωτιά καί σκεπαζόταν μέ μία πέτρα γιά στεγανοποίηση. Ἔμενε ἐκεῖ ἀφύλακτη ἡ ἰδιόμορφη σιταποθήκη καί κανείς δέν διανοήθηκε ποτέ νά κλέψει, ἔστω κι ἄν δέν εἶχε ὁ ἴδιος.
Ὁ φόβος νά τούς παρουσιαστεῖ ὁ Χρυσοσώτηρας ἦταν πάντα ἀποτρεπτικός. Ἡ μορφή Του ἦταν τόσο ἔντονη σέ κάθε τους βῆμα πού δέν ἤθελαν νά τόν πικράνουν μέ τίποτα, ἐνθυμούμενοι τίς ἄμετρες εὐεργεσίες Του πρός αὐτούς.
Στά ἀτέλειωτα λιοχώρια τῆς ἐκ-κλησιᾶς τοῦ Σωτῆρος ἕνας γαλάζιος σταυρός στόν κορμό τῶν δέντρων μαρτυροῦσε ἕνα σωρό προσωπικές ἱστορίες καί τάματα. Ἀποτελοῦσε ὁ γαλάζιος σταυρός τήν ταυτότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, πού ἐκτεινόταν σέ μία ἔκταση 400 σκα-λῶν (680 στρέμματα). Ὁ σταυρός σημάδευε εἴτε ὁλόκληρα λιοχώρια ἤ τερατσερά εἴτε μεμονωμένα δέντρα σέ ἰδιωτικά κτήματα.
Ἡ συλλογή τοῦ καρποῦ, ἰδιαίτερα τῶν ἐλιῶν, ἀπαιτοῦσε ἀμέτρητες ἐργατοῶρες δυσεύρετες γιά τούς πάντα πολυάσχολους κατοίκους. Ἔτσι οἱ ἀκανθιῶτες γιά νά τιμήσουν τόν προστάτη τους, πού τόν ἔνιωθαν ἀρωγό στήν κάθε τους δραστηριότητα, καθιέρωσαν μία πάνδημη ἐθελοντική ἐργασία – προσφορά πού εἶχε τό ὄνομα «ἀγγαρεῖες», χωρίς νά τό αἰσθάνονται καθόλου σάν ἀγγαρεία. Κάθε Κυριακή ὁ ντελάλης τοῦ χωριοῦ μέ τή χαρακτηριστική του φωνή ἀνακοίνωνε ἀποβραδίς πώς ἡ λειτουργία θά τελείωνε νωρίς καί πώς μετά ὅλοι οἱ κάτοικοι θά πήγαιναν σέ συγκεκριμένα λιοχώρια τῆς ἐκκλησίας γιά τό λιομάζωμα μέ ὅλα τά ἀπαιτούμενα σύνεργα.
Στίς ἐξόδους τοῦ χωριοῦ, οἱ ἐπίτροποι τῆς ἐκκλησίας, μοίραζαν σέ ὅλους πρόγευμα (ψωμί, ἐλιές, ρέγκα καί τυρί ἤ χαλούμι ἀπό τά κοπάδια τῆς ἐκκλησίας).
Τό βράδυ, ἐπιστρέφοντας, παρέδιδαν τόν λιόκαρπο στούς ἐπιτρόπους, στίς εἰδικές ἀποθῆκες, κι ἔπαιρναν πρόσκληση γιά τό κοινό δεῖπνο, προσφορά τῆς ἐκκλησίας. Ἔτσι, στά κελιά τῆς ἐκκλησίας (ΟΧΕΝ) μέ τίς τεράστιες ἀποθῆκες, ὅλο τό χωριό ἦταν καλεσμένο νά ἀπολαύσει δύο παραδοσιακά φαγητά, κολοκάσι καί ρέσι μέ κρέας καί ἄφθονο κρασί. Φυσικά, τό κρέας ἦταν καί πάλι ἀπό τά κοπάδια τῆς ἐκκλησίας. Τό γλέντι συνεχιζόταν μέ ψαλμούς καί τραγούδι, θυμίζοντας τίς χριστιανικές ἀγάπες στά πρῶτα χρόνια τοῦ Εὐαγγελίου.
Μέρος τοῦ λαδιοῦ πού παραγόταν δινόταν στούς ἀκτήμονες ἤ σέ χρονιές ἀνομβρίας σέ ὅποιον εἶχε ἀνάγκη σέ πολύ χαμηλή τιμή. Τό ὑπόλοιπο, πωλεῖτο καί τά χρήματα δίδονταν σέ κοινωφελεῖς σκοπούς. Ἀκόμα καί στούς γάμους τῶν χωριανῶν, οἱ ἐπίτροποι ἐπιδοτοῦσαν τό κρέας ἀπό τά κοπάδια τῆς ἐκκλησίας, γιά νά διασκεδάσουν οἱ χωριανοί.
Σέ ὅλα τά μεγάλα ἔργα στήν κοινότητα (κτίσιμο σχολείου, ὑδροδότηση, ἀγροτικό δίκτυο, κτίσιμο ἀποθηκῶν τῶν χαρουπιῶν, μεταφορά ἠλεκτρισμοῦ κ.ἄ.) ἡ ἐκκλησία ἦταν ὁ κύριος ἤ ὁ μοναδικός χορηγός. Ἐπίσης προικοδοτοῦσε φτωχές κοπέλες πού εἶχαν ἀνάγκη, μοιράζοντάς τους καί ὅλα τά τάματα πού ἐναπόθεταν χωριανοί καί ξένοι στή χάρι Του. Εἶναι γιά ὅλα αὐτά, πού παρόλη τήν κούραση ὁλόκληρης ἑβδομάδας στά δικά τους κτήματα, ὅλοι ἔδιναν πρόθυμα τό παρόν τους κάθε Κυριακή στίς «ἀγγαρεῖες».
Ὅσο γιά τόν περιώνυμο ναό τοῦ Χρυσοσώτηρα, ἦταν ἀπερίγραπτη ἡ σύμπραξη ὅλων ἀντρῶν καί γυναικών γιά νά κτιστεῖ μία μεγαλοπρεπέστατη ἐκκλησία. Ἡ ἐθελοντική ἐργασία σ’ ὅλο της τό μεγαλεῖο πρός δόξαν Θεοῦ. Ἀπίστευση συστράτευση ἀντρῶν, γυναικῶν καί παιδιῶν προκειμένου νά μήν ἐκποιηθεῖ καθόλου περιουσία γιά τό κτίσιμο, καί τά κατάφεραν.
Ἀνάλογη φροντίδα, εὐλάβεια κι ὑπέρβαση ἔδειχναν καί γιά τά 22 ξωκλήσια πού κοσμοῦσαν κάμπους, βουνά καί ἀκρογιαλιές.
Ἦταν ὅλα κάτω ἀπό τήν ἐποπτεία τῶν ἐπιτρόπων τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χρυσοσώτηρα, ἀλλά τό καθένα εἶχε καί τούς δικούς του γιορτάρηδες, πού τό ἀσπρόγιαζαν, τό καθάριζαν καί τό λειτουργοῦσαν.
Ἰδιαίτερη μνεία γίνεται γιά τήν κοινή γιορτή στή μέρα τοῦ ἁγίου ἀπό τούς γιορτάρηδες. Ἡ κάθε μία ἀκανθιώτισσα πού «ἔμπαινε» στή γιορτή ἔπρεπε νά προσφέρει στό σπίτι τῆς γιορτάραινας (πού ἄλλαζε κάθε χρόνο) τό ἀνάλογο σιτάρι, ἀλεύρι, ρόδι, σταφίδες, ἀμυγδαλόκουννες, σησάμι, λάδι καί τά ἀνάλογα χρήματα (κοῦντο) καθώς καί κόπο γιά νά ἑτοιμαστεῖ ἡ γιορτή κι ἕνα πεντάρτι. Αὐτό ἴσχυε καί γιά τή γιορτή τοῦ Χρυσοσώτηρα στίς ἕξι Αὐγούστου. Μία κοινή γιορτή, ὡς θυμίαμα εὔοσμο, κι οἱ γιορτάρηδες κληρονομοῦσαν τή γιορτή στά παιδιά τους ὡς προικιό.
Κάθε ξωκλήσι εἶχε στό πλάι δύο – τρία δωμάτια γιά νά διανυκτερεύσουν μετά τόν ἑσπερινό οἱ γιορτάρηδες καί τά ζωντανά τους. Τό πρωί μετά τήν ἐκκλησία θά προσέφερναν πρόγευμα γιά ὅλο τό ἐκκλησίασμα ἀπό τό κοινό ταμεῖο. Ἕνα εὐλογημένο πνευματικό συναπάντημα, πού ὅμοιό του μόνο στά παπαδιαμάντια κείμενα συναντοῦμε.
Τίς δύσκολες ὧρες τῆς ἀνομβρίας τό χωριό κατέφευγε στόν Σωτήρα μέ μία ἰδιαίτερη τελετή. Γυναῖκες μάζευαν θηλιές ἀπό νῆμα ἀπό ὅλα τά σπίτια τοῦ χωριοῦ καί ἀφοῦ ἔκαναν δέηση στόν Σωτήρα ἔζωναν τήν ἐκκλησία μέ τό νῆμα. Ἡ ἀνταπόκριση συνήθως ἄμεση. Ἦταν ἐποχές πού ὁ κόκκος σινάπεως πίστης περίσσευε στήν Ἀκανθοῦ, μακριά ἀπό λογικές ἀποδείξεις καί ἀμφισβητήσεις.
Ὅλοι ὅμως, δικοί καί ξένοι, ἔκλιναν εὐλαβικά τό γόνυ μπρός στήν ὑποβλητική μορφή τοῦ Χρυσοσώτηρα, νιώθοντας πώς τούς νιώθει καί τούς ἀγαπᾶ. Τά δάκρυα ξέπλεναν τόν πόνο καί τά θαύματα γίνονταν αὐθόρμητο δοξολόγημα. Ἀμέτρητες οἱ μαρτυρίες ἀκανθιωτῶν ὅτι τόν συναπάντησαν ὡς ρασοφόρο μέ κόκκινες ποδίνες νά τούς δίνει ἕνα μήνυμα, μία παραγγελιά, μία προσωπική παρατήρηση. Αὐτό ὅμως τό συνειδητοποιοῦσαν μετά τήν ἀποχώρησή Του. Ὅσο γιά τόν κάθε προσκυνητή καί ξένο ἴσχυε γιά τούς χωριανούς τό «ξένος ἤμην καί περιελάβετέ με». Πέραν τῶν δωρεάν ξενώνων τῆς ἐκκλησίας, καί ὅλα τά ἀκανθιώτικα σπίτια ἦταν ἀνοιχτά γιά τούς ἐμπερίστατους ἀδελφούς Του, ἰδιαίτερα τή μέρα τῆς Μεταμόρφωσης, ὅπου συνέρρεαν χιλιάδες στό χωριό.
Τούτη ἡ θαυματουργή εἰκόνα, η… ἀγνοούμενη ἀπό ἐχθρικά χέρια γιά 38 χρόνια, βρέθηκε τυχαῖα σέ μία ἀποθήκη στόν περίβολο τοῦ Ἅη Μάμα στή Μόρφου μαζί μέ ἀρκετές ἄλλες εἰκόνες τοῦ μεγαλοπρεποῦς ναοῦ μας. Μέ τήν ἄμεση συνδρομή καί τίς προσπάθειες πολλῶν, ὅπως τοῦ Δήμου μας, τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας καί ξένων, συντηρήθηκε καί σήμερα βρίσκεται μέσα στόν κατεχόμενο ναό γιά προσκύνημα. Αὐτή ἡ θεοσημία, ἔγινε πόλος ἕλξης τῶν ἀκανθιωτῶν ἰδιαίτερα στίς δύο Σεπτεμβρίου, ἡμέρα τῆς γιορτῆς τοῦ Ἅη Μάμα πού συλλειτουργεῖται κι ὁ Σωτῆρας μας, ἄν βέβαια τό ἐπιτρέψει ἡ κατοχή. Πόθος καί λαχτάρα μέ τή δική μας πίστη κι ἀγώνα νά μπεῖ μπροστάρης γιά τόν γυρισμό στή γῆ Του καί τή γῆ μας.
Ὅσο γιά τόν περικαλλῆ ναό Του, μετατράπηκε σέ τζαμί κι ὅλη ἡ ἐπίπλωση καί τά ἱερά σκεύη εἴτε πουλήθηκαν εἴτε καταστράφηκαν πεταμένα ἐκτός ναοῦ. Τό ἱερό εὐαγγέλιο παίχτηκε σέ χαρτοπαιχτική λέσχη στό Λονδίνο θυμίζοντας τά πάθη τοῦ Χριστοῦ μέ τή φράση «καί ἐπί τόν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον». Ὁ ἐντοπισμός του, κι ἡ ἀγορά ἀπό συγχωριανό, ἀλλά κι ἡ μεταφορά του στήν Κύπρο ἀποτελεῖ γιά μᾶς ἄλλη μία θεοσημία στήν προσφυγιά μας. Τά τελευταία χρόνια ἔχουμε τήν εὐλογία νά βρίσκεται ἀνάμεσά μας στίς προσφυγικές, πνευματικές μας συνάξεις.
Σήμερα οἱ Ἀκανθιῶτες, ἀποκομμένοι γιά 50 χρόνια, ἀπό τόν πνευματικό τους πυλώνα, τόν Χρυσοσώτηρά τους, παλεύουν στήν προσφυγιά, νά κρατήσουν σ’ ἐγρήγορση τή μνήμη καί τά δυνατά, πνευματικά τους κληροδοτήματα καί κοινωνικούς δεσμούς ἀνάμεσά τους. Ἔκτισαν στήν προσφυγιά, ὅπως καί τότε στό χωριό, μέ τήν ἐθελοντική συνδρομή καί τόν ζῆλο πολλῶν, νέο ναΐσκο, μικρότερο, μά πανομοιότυπο μέ αὐτόν, καί ἀγωνίζονται κάτω ἀπό τούς θόλους του νά ἐμφυσήσουν στά παιδιά τους τό ἀκανθιώτικο ἦθος τῆς ἀλληλεγγύης, τῆς ἀγάπης, τῆς προσφορᾶς, τοῦ φόβου Θεοῦ καί τῆς ἀγάπης στόν Χρυσοσώτηρα, ἀλλά καί τῆς ἐπιστροφῆς ὄχι μόνο στή γῆ τῶν πατέρων τους, ἀλλά στή γῆ πού τούς ἀνήκει. Ἀναβιώνουν ὅ,τι παρέλαβαν ἀπό τούς πρόσφυγες γονεῖς τους καί προσπαθοῦν νά τό φυλάξουν στήν κιβωτό τῆς καρδιᾶς τους μέχρι τήν ἅγια μέρα τῆς ἐπιστροφῆς.
Κι αὐτό θά γίνει ἄν τό θέλουμε καί τό πιστεύουμε. «Εἰ ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν, οὐδείς καθ’ ἡμῶν»· θά γυρίσουμε ὅλοι λεύτεροι, εἶναι δικαίωμα καί ὑποχρέωση τοῦ καθενός ἀπό μᾶς. Οἱ καρπασίτες ἅγιοι περιμένουν.
*Παρουσίαση σέ μαθητικό συνέδριο, πού διοργάνωσε ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Κύπρου στίς 27 Φεβρουαρίου 2024, μέ θέμα “50 χρόνια κατοχῆς: Πατρίδα-Παράδοση”.