Ο Προτεσταντισμός
Μια μορφή αντίδρασης στην Καθολική Εκκλησία
Στην πορεία των χρόνων η Καθολική Εκκλησία, αποκομμένη πια από την Ορθόδοξη, συνέχισε να αξιώνει τη διεκδίκηση προνομίων, τα οποία ξεπερνούσαν τα όρια εντολής που είχε λάβει η αρχέγονη Εκκλησία από τον Ιδρυτή της και που είχαν ήδη καθορισθεί από τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και την παράδοση των Πατέρων της, συνοδικά εκπεφρασμένη. Μια περίπτωση που προβάλλεται προς τούτο είναι η ανάμειξη των Παπών σε ζητήματα άσκησης κοσμικής εξουσίας και η συνακόλουθη επιβολή παποκαισαρισμού.
Θεωρητικά οι αξιώσεις αυτές στηρίζονταν και στη διδασκαλία του Αγίου Αυγουστίνου, που είχε διατυπωθεί στο έργο του « De civitate Dei», με την οποία υποστήριζε την ανάμειξη των Παπών στη διακυβέρνηση των χριστιανικών κρατών. Η περιβολή όμως κοσμικής εξουσίας προκάλεσε αντιδράσεις όχι μόνο ανάμεσα στα λαϊκά μέλη της, αλλά και μεταξύ της ίδιας της ηγεσίας της Καθολικής Εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα, ο οποίος αποτελεί το αποκορύφωμα των διενέξεων μεταξύ Πάπα και Ηγεμόνων, διχάστηκε η ιεραρχία με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί σχίσμα. Δύο πάπες διεκδικούσαν την αυθεντική πατρότητα των πιστών. Ο ένας με έδρα τη Ρώμη και ο άλλος την Αβινιόν της Γαλλίας. Διοικούσαν, ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο, μερίδες Καθολικών, οι οποίες αναγνώριζαν τον ένα εκ των δύο ως Πάπα στην τοπική Εκκλησία τους. Η κατάσταση κράτησε περίπου 40 χρόνια και διήλθε στάδια αλληλοαφορισμών και έντονων διενέξεων στη διεκδίκηση της νομιμότητας της εξουσίας.
Παράλληλα, σε επίπεδο διδασκαλίας, παρατηρούνται καινοτόμες πρακτικές και πεποιθήσεις οι οποίες αφίστανται κατά πολύ της δογματικής διδασκαλίας που ως τότε θεωρούνταν αυθεντική και κατά συνέπεια αναλλοίωτη. ΄Ετσι η εκ μέρους της επίσημης Καθολικής Εκκλησίας οργάνωση Σταυροφοριών που σκοπό είχε την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους, ήγειρε αρκετές αμφισβητήσεις για τη γνησιότητα των κινήτρων της, ιδιαίτερα μεταξύ των θρησκευόμενων μελών της. Με την ενθάρρυνση και ευλογία του εκάστοτε Ποντίφηκα στρατολογούνταν στον αποκαλούμενο «στρατό του Κυρίου» άνθρωποι κάθε ηλικίας έτοιμοι να απωλέσουν ψυχές αλλοδόξων μουσουλμάνων, κατακτητών της αγίας γης. Μάλιστα, σύμφωνα με εντολές της Καθολικής Εκκλησίας, όσοι πέθαιναν στις ιερές αυτές εκστρατείες, συγχωρούνταν από κάθε αμάρτημα και αναγνωρίζονταν επίσημα ως μάρτυρες Χριστού.
Επιπρόσθετα, η σύσταση της Ιεράς Εξέτασης ήδη από το 13ο αιώνα, που σκοπό είχε τον έλεγχο και την υποδειγματική τιμωρία των απίστων και των αιρετικών, προκαλούσε έντονα τη συνείδηση των πιστών. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην ταύτιση της Εκκλησίας με ένα ανελεύθερο και δικτατορικό σώμα, από το οποίο αποβάλλονταν, με παραπομπή στην πυρά, τα θεωρούμενα ως σαπρά μέλη της. Στο ίδιο χρονικό διάστημα άρχισε να διαμορφώνεται και η θεωρία για τα ‘περισσεύοντα έργα των αγίων’, που σήμανε την αρχή για τη χρήση των συγχωροχαρτίων, τα οποία επ’ αμοιβή χορηγούνταν σε ανθρώπους οι οποίοι επιθυμούσαν μια σίγουρη μεταθανάτια εξασφάλιση. Έτσι η σωτηρία και η λύτρωση κατανοήθηκαν ως μεγέθη που εξασφαλίζονταν με μέσα οικονομικά.
Όλα αυτά συνέτειναν στη δημιουργία του Προτεσταντικού (διαμαρτυρόμενου) κόσμου. Μετά την καταδίκη από μέρους της Καθολικής Εκκλησίας των πρώτων ιερών ‘επαναστατών’, οι φωνές της αντίδρασης αυξήθηκαν. Ο Μαρτίνος Λούθηρος τοιχοκόλλησε στη θύρα του ναού των ανακτόρων της Βιτεμβέργης κείμενο με 95 θέσεις του, με τις οποίες εκδήλωνε πλήρη αποστασία από την θρησκευτική εικόνα που παρουσίαζε ο Καθολικισμός. Στα 1521 ο Πάπας αναθεμάτισε το Λούθηρο, που προχώρησε στην συγκρότηση της Προτεσταντικής Εκκλησίας (το επίθετο προέρχεται από το λατινικό ρήμα protesto, που σημαίνει διαμαρτύρομαι). Στην αντίδρασή του έναντι του Πάπα ως μοναδικού και αυθεντικού ερμηνευτή της πίστης, κήρυξε την αυθεντία και μοναδικότητα του κάθε πιστού να ερμηνεύει το περιεχόμενο της διδασκαλίας της Βίβλου. Ταυτόχρονα ακύρωνε την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας, θεωρώντας ως βάση της αλήθειας το περίφημο ‘sola scriptura’. Αυτή η ερμηνευτική αρχή θα αποτελούσε το θεωρητικό έναυσμα για την τροχιοδρόμηση πολλών και διαφορετικών εκδοχών στα θέματα της πίστης. Τον Λούθηρο ακολούθησαν και άλλοι μεταρρυθμιστές, όπως ο Γερμανός Μελάγχθων, ο Ελβετός Ούρλιχ Ζβίγγλιος και ο Γάλλος Ιωάννης Καλβίνος. Ο τελευταίος εισήγαγε τη θεωρία του ‘απόλυτου προορισμού’, η οποία θεωρεί τον άνθρωπο σωσμένο ή προορισμένο για την κόλαση ήδη από της γεννήσεώς του.
Η Καθολική Εκκλησία στην προσπάθεια να χαλιναγωγήσει τις τάσεις αντίδρασης συγκάλεσε το 1545 στο Τρέντο της Ιταλίας σύνοδο επισκόπων. Υπό την προεδρία του Πάπα Παύλου Γ΄ συζητήθηκαν τα τεκταινόμενα χωρίς όμως να παρθούν σημαντικές πρακτικές αποφάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να αναχαιτίσουν το κύμα διαφωνίας . Μετά από 18 χρόνια συζητήσεων και την δια βοής καταδίκη των προτεσταντών με τα λόγια «ανάθεμα σ’ όλους τους αιρετικούς, ανάθεμα, ανάθεμα» έλαβε τέλος η Σύνοδος αυτή. Τα συμπεράσματά της επηρέασαν την εσωτερική ζωή των μελών της, υποδεικνύοντας την οδό της λιτότητας και την ανάγκη επιστροφής στην ευσέβεια. Εν πάση περιπτώσει, η αυτονόμηση μέρους των πιστών της Καθολικής Εκκλησίας και η προσχώρησή τους στην Προτεσταντική ήταν πια γεγονός. Ο φανατισμός και οι ακρότητες μεταξύ των δύο εκκλησιών δεν έλειψαν. Η νύκτα του ‘Αγίου Βαρθολομαίου’, όπως έμεινε γνωστή στην Ιστορία, αποτελεί περίπτωση πολέμου με κίνητρα τη μισαλλοδοξία και το θρησκευτικό φανατισμό. Εν ονόματι της αλήθειας του Χριστού 20.000 Προτεστάντες σφαγιάστηκαν εν μια νυκτί. Και το ημερολόγιο έγραφε 24 Αυγούστου του σωτήριου έτους 1572.
Στην υποενότητα αυτή εντάσσεται και η αυτονόμηση της Αγγλικανικής Εκκλησίας από την Ρωμαιοκαθολική. Γι’ αυτήν σημειώνουμε τα πιο κάτω.
Αλέξης Αλεξάνδρου
Δρ. Θεολογίας