Το Σχίσμα Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας
Ένα γεγονός βαθιάς οδύνης
Ενώ, όπως σημειώθηκε πιο πριν, μεταξύ των Χριστιανών της Ρωμαϊκής και της Ανατολικής εκκλησίας υπήρξε ενότητα πίστεως και ζωής, στην πορεία τα πράγματα έδειξαν ότι διαφορετικές αντιλήψεις μεταξύ τους προκαλούσαν διαφωνίες που έτειναν να διχάσουν το ‘ενιαίο σώμα’ του Χριστού, δηλαδή τη μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, την από περάτων έως περάτων της οικουμένης.
Οι διαφορές, που επικεντρώνονταν σε πρώτο στάδιο στις απαιτήσεις του Πάπα να εξουσιάζει ολόκληρη την Εκκλησία, στηρίχθηκαν κατά καιρούς σε διάφορα νόθα κείμενα, όπως την Ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά (σύμφωνα με την οποία ο Μέγας Κωνσταντίνος δήθεν αναγνώριζε στον Πάπα δικαίωμα πρωτείου πάνω σ’ όλη την Εκκλησία) καθώς επίσης και τις Ψευδοισιδώρειες διατάξεις, πλαστό έργο του 9ου αιώνα. Οι απαιτήσεις αυτές προκάλεσαν την αντίδραση του πατριάρχη Φώτιου, ο οποίος, ακολουθώντας το συνοδικό πνεύμα της Εκκλησίας, αποδοκίμαζε τη στάση του Πάπα, εκτιμώντας ότι αυτός ιεραρχικά θα μπορούσε να θεωρείται ως ο πρώτος μεταξύ ίσων, δηλαδή μεταξύ των υπολοίπων πατριαρχών. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο George Ostrogorsky στο έργο του ‘Ιστορία του Βυζαντινού κράτους’ « Όπως η Ρώμη θεωρούσε ως αποστολή της να επιβάλει τις οικουμενικές αξιώσεις της, έτσι και το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως θεωρούσε δική του αποστολή να διατηρήσει την ανεξαρτησία του » . Το ζήτημα που είχε εγερθεί, όπως γίνεται κατανοητό, δεν ήταν δογματικό, αλλά, από την άποψη της διοικητικής διάρθρωσης, ανέτρεπε τις σχέσεις μεταξύ των προκαθημένων των Εκκλησιών και δη μεταξύ των Πατριαρχών. Η κατάσταση όμως που ακολούθησε στη συνέχεια οδήγησε σε οριστικό ρήγμα μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Συγκεκριμένα, αυθαίρετες ενέργειες, στις οποίες προέβαιναν οι εκάστοτε θρησκευτικοί ηγέτες της Ρώμης, συνέτειναν στην απομάκρυνση της Ορθοδοξίας, τόσο σε επίπεδο κοινωνίας σχέσεων, όσο και σε επίπεδο κοινωνίας πίστεως, από τη Δυτική, οδηγώντας εφεξής στην τέλεια ψυχρότητα μεταξύ τους.
Πιο κάτω σημειώνουμε αδρομερώς, πλην της απαίτησης του παπικού πρωτείου, επίμαχα σημεία διαφωνίας μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Προσθετέα, λοιπόν, η απαίτηση να διασαφηνίζεται και να ορίζεται το περιεχόμενο της πίστης αποκλειστικά και μόνο από το Ρωμαίο Ποντίφηκα, με την αξίωση μάλιστα του εκ καθέδρας αλάθητου. Το ζήτημα αυτό τέθηκε επιπρόσθετα από το Πρωτείο στην κορυφή των διαφωνιών, γιατί από μόνο του προσέκρουε στην μέχρι τότε παγιωθείσα πρακτική της Εκκλησίας να αποφαίνεται σε ζητήματα πίστεως με τις συνόδους και εν Αγίω Πνεύματι. Επιπρόσθετα στο Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινούπολης προσετέθη το γνωστό filioque, (η προσθήκη εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σύνοδο του Τολέδο του 589 και υιοθετήθηκε πολύ αργότερα από τους Πάπες Ρώμης, στις αρχές του 11ου αιώνα), απαγορεύθηκε η μετάδοση του χρίσματος στους κληρικούς και το δικαίωμα αυτό επιφυλάχθηκε μόνο στους επισκόπους. Ακόμη επιβλήθηκε η αγαμία σε όλους τους βαθμούς της ιεροσύνης, ενώ εισήχθη η χρήση άζυμου άρτου στη Θεία Κοινωνία. Παράλληλα θεσμοθετήθηκαν καινοφανείς γιορτές, όπως της «Αγίας Δωρεάς», της Ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου, κ.ά. Για τους ανθρώπους της Ανατολικής Εκκλησίας οι οποίοι υπήρξαν πιστοί τηρητές των παραδόσεων και είχαν, ως επί το πλείστον, ως πνευματικούς καθοδηγητές ζηλωτές μοναχούς που εγκαταβίωναν στις περίφημες μονές της, οι αλλαγές αυτές, κυρίως όσον αφορά τις κυριαρχικές αξιώσεις των Παπών, θεωρούνταν ως τολμηρές καινοτομίες, ίσως και ως υποχωρήσεις των Καθολικών στο πνεύμα της κοσμικής δύναμης και της υπεροψίας .
Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο όταν στα 1054 το ποτήρι των προκλήσεων ξεχείλισε. Πάνω στην Αγία Τράπεζα του ναού της Αγίας Σοφίας, κατά τη διάρκεια τέλεσης της Θείας Λειτουργίας, αντιπρόσωποι του Πάπα Λέοντα Θ΄, με επικεφαλής τον Καρδινάλιο Ουμβέρτο, άφησαν κείμενο αναθεματισμού σε βάρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η ενέργεια αυτή υπήρξε η αρχή του τέλους. Του λοιπού η κάθε Εκκλησία θα προχωρήσει το δικό της δρόμο. Ο άρραφος χιτώνας του Ιησού είχε ήδη σχισθεί στα δύο.
Αλέξης Αλεξάνδρου
Δρ. Θεολογίας