Aιρέσεις
Μια διαφορετική ερμηνεία του περιεχομένου της χριστιανιακής πίστης
Η δυνατότητα διαφορετικής προσέγγισης της εν Αγίω Πνεύματι διατυπωθείσας αλήθειας, ενώ από τη μια βαίνει παράλληλα με την ελευθερία προσωπικής έκφρασης, από την άλλη υποκρύπτει τον κίνδυνο της λανθασμένης κατανόησης ουσιωδών ζητημάτων της πίστεως και, κατά συνέπεια, της σύμπλευσης με παραχαράξεις της αλήθειας, καταστροφικές για τον άνθρωπο. Στο ζήτημα αυτό η Εκκλησία πάντοτε αγωνιούσε για τα μέλη της. Και τούτο γιατί η πιθανότητα πλάνης υπήρξε ευθέως ανάλογη προς την αριθμητική της ενδυνάμωση, δηλαδή πάντοτε αυξημένη. Περισσότεροι Χριστιανοί, περισσότερες εκφράσεις διαφορετικής ερμηνείας.
Οι πρώτες αποκλίσεις – αιρέσεις εκδηλώθηκαν ήδη από τα πρώτα χρόνια της χριστιανικής ιστορίας. Το φαινόμενο της διάδοσης αιρετικών διδασκαλιών μεταξύ των πιστών ώθησε τον Απόστολο Παύλο να υπενθυμίσει εγγράφως τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης να παραμένουν ακλινείς στον ορθό δρόμο της πίστεως κρατώντας τις προφορικές και γραπτές παραδόσεις, που είχαν παραλάβει από τον ίδιο. Με άλλη ευκαιρία απευθυνόμενος στους Γαλάτες κάνει μια καίρια παρέμβαση, η οποία στοχεύει στην ίδια ανάγκη· να κρατηθούν μέσα στο χώρο της σώζουσας αλήθειας της Εκκλησίας, ανεπηρέαστοι από αλλότριες διδασκαλίες « Καν άγγελος Κυρίου ευαγγελίσηται υμίν παρ’ ο υμίν ευηγγελισάμεθα, ανάθεμα έστω» (Γαλ.1,8).
Όμως στην πορεία των χρόνων εμφανίζονται αιρετικές απόψεις, οι οποίες ανατρέπουν μέρος ή και το σύνολο της διδασκαλίας της Εκκλησίας, όπως αυτή διατυπώθηκε γραπτά και μεταδόθηκε δια του λόγου των μαθητών του Ιησού. Για παράδειγμα, πριν το τέλος του 2ου μ.Χ. αιώνα, στο προσκήνιο των διαφορετικών εκδοχών της θεόθεν αποκαλυφθείσας πίστεως κάνει αισθητή την παρουσία της η αίρεση των «Πατροπασχιτών». Οι οπαδοί της διατείνονταν ότι ο Θεός είναι εις και μόνον. Απλά σε κάθε εποχή αλλάζει πρόσωπο. Έτσι στην Παλαιά Διαθήκη εμφανίζεται ως νομοθέτης, στην Καινή Διαθήκη ως Χριστός και στη μετέπειτα εποχή ως Άγιο Πνεύμα. Στη συνέχεια τα πράγματα αλλάζουν κατεύθυνση. Από τον 4ο κυρίως αιώνα και μετά παρεισφρέουν με ταχύτατους ρυθμούς αιρέσεις, οι οποίες απειλούν να κλονίσουν συθέμελα το Ευαγγέλιο και να ακυρώσουν το σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου εν Χριστώ Ιησού, επηρεάζοντας αριθμητικά υπολογίσιμες ομάδες χριστιανών . Άλλοτε εμπνευστές τους υπήρξαν κληρικοί που κατείχαν ανώτατες θέσεις στην ιεραρχία της Εκκλησίας. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η αναστάτωση που προκαλούνταν ένεκα της ιδιότητας των εισηγητών-ιδρυτών έπαιρνε απρόβλεπτες διαστάσεις. Άλλοτε αιρεσιάρχες υπήρξαν λαϊκά μέλη της με θύραθεν και χριστιανική σοφία, οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν λογικά διάφορες πτυχές της δογματικής της διδασκαλίας, αστοχούσαν, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρουν και αριθμό Χριστιανών έξω από τη λογική μάντρα της Εκκλησίας. Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι αιρέσεις έπαιρναν κατά καιρούς και πολιτικές αποχρώσεις . Στη δίνη τους είχαν αναμειχθεί και αυτοκράτορες, ιδιαίτερα όταν αυτοί διέβλεπαν πως η υποστήριξη που θα παρείχαν στη μια ή στην άλλη παράταξη θα ενίσχυε τη θέση τους στο Βυζαντινό κράτος και θα προσπόριζε πλεονεκτήματα στην πολιτική τους. Αυτό συνέβη στην περίπτωση των αυτοκρατόρων Θεοδόσιου Α΄, Λέοντα Α΄, Βασιλίσκου , Ζήνωνα κ.ά.
Εν πάση περιπτώσει, η Εκκλησία σε Ανατολή και Δύση αντιτάχθηκε στη λαίλαπα των αιρέσεων, πέρα από τις νουθεσίες και τα κηρύγματα, μέσω της σύγκλησης Οικουμενικών Συνόδων, στις οποίες συμμετείχαν εκπρόσωποί της τόσο από την απέραντη Βυζαντινή Αυτοκρατορία όσο και από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Βεβαίως, χάριν της ιστορικής ακρίβειας, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σύγκληση Συνόδων υπήρξε θεσμός που ετηρείτο ανέκαθεν στην Εκκλησία. Κατά τη διάρκειά τους γνωστοποιούνταν πρόσωπα που είχαν αφορισθεί λόγω του ανοίκειου για την Εκκλησία βίου τους. Στις Συνόδους όμως που ακολούθησαν την εμφάνιση των αιρέσεων, περί ων ο λόγος, αφορίζονταν οι πρωταίτιοι, ενώ επιπρόσθετα διασαφηνίζονταν εν Αγίω Πνεύματι και οι αλήθειες οι οποίες υφίσταντο εκάστοτε την παραχάραξη. Όπως όμως και να έχει το ζήτημα, η Εκκλησία διατηρούσε πάντα μια λεπτή ισορροπία στους αγώνες της να υπερασπισθεί την αλήθεια. Αποδοκίμαζε την πλάνη και όχι τον άνθρωπο. « Ου τον αιρετικόν αλλά την αίρεσιν, ου τον άνθρωπον αλλά την πλάνην», κατά τον Χρυσόστομο Ιωάννη. Εννοείται ότι εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό είχαν σημειωθεί στη μακραίωνη ιστορία της Εκκλησίας, ευτυχώς ελάχιστες.
Συνοπτικά, στον πίνακα των αιρέσεων παρελαύνουν ως καταδικαστέες οι ερμηνείες για το ομοούσιο και αχώριστο των προσώπων της Αγίας Τριάδας και τη θεία υπόσταση του καθενός απ’ αυτά. Στη συνάφεια αυτή η Εκκλησία ( Α΄ Οικουμενική Σύνοδος , Νίκαια Βιθυνίας, 325 ) καταδίκασε ως πλανερή τη διδασκαλία του πρεσβύτερου της Αλεξάνδρειας ΄Αρειου ο οποίος υποστήριζε ότι ο Χριστός ήταν κτίσμα του Θεού και ότι ‘ην καιρός ότε ουκ ήν’ . Κατά το σκεπτικό του Αγίου Αθανασίου, όπως αυτό διατυπώνεται στο έργο του « Περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου», αν ο Υιός είναι απλά ένα κτίσμα, τότε ακυρώνεται η σωτηρία των ανθρώπων εν τω προσώπω Του. Στην πρώτη αυτή Σύνοδο πήραν μέρος περίπου 200 θεοφόροι πατέρες και όχι 318 όπως συνήθως πιστεύεται. Με τη σύγκληση της B΄ Οικουμενικής Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη το 381, η Εκκλησία διαγράφει τη διδασκαλία της αναφορικά με το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, δίνοντας μια σαφή απάντηση στους πνευματομάχους αιρετικούς της εποχής, οι οποίοι ακύρωναν την παρουσία Του στη ζωή της Εκκλησίας. Αργότερα, με τη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, που συγκλήθηκε στη βασιλική της Θεοτόκου στην Έφεσο και στην οποία έλαβαν μέρος 200 επίσκοποι, καταδικάστηκαν οι τοποθετήσεις των Νεστοριανών για την ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού. Οι τελευταίοι υπερτόνιζαν την ανθρώπινη πλευρά του προσώπου Του σε σχέση με τη θεία. Στην ίδια Σύνοδο αναγνωρίστηκε και το αυτοκέφαλο της Κυπριακής Εκκλησίας. Στα μισά του 5ου αιώνα, η Εκκλησία διατύπωσε τις θέσεις της αναφορικά με τις δύο φύσεις και τα δύο θελήματα του Χριστού. Συγκεκριμένα η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, που συγκλήθηκε το 451 από τον αυτοκράτορα Μαρκιανό και τη σύζυγό του Πουλχερία στη Χαλκηδόνα, αποδοκίμασε τις θέσεις του αρχιμανδρίτη Ευτυχή, ο οποίος υποστήριζε ότι στο πρόσωπο του Χριστού ενεργούσε μόνο η θεία φύση, ενώ η ανθρώπινη είχε τρόπον τινά απορροφηθεί. Στη διδασκαλία του αυτή ο Ευτυχής επηρεάστηκε από απόψεις που είχαν διατυπωθεί παλαιότερα από τον Απολλινάριο. Ο τελευταίος δεν δεχόταν πλήρη ένωση θείας και ανθρώπινης φύσης στο Χριστό. Στο Χριστό, κατά τον Απολλινάριο, υπήρχε μόνο μια φύση, η θεία. Η ανθρώπινη ήταν ως ανυπόστατη. Παρά τις αποκηρύξεις των θέσεων αυτών στις οποίες προέβη η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος , οι οπαδοί της διδασκαλίας του Ευτυχή συνέχισαν την ιστορική τους πορεία. Θεωρητικοί τους απόγονοι είναι οι Κόπτες, οι Ιακωβίτες , οι Αιθίοπες, οι Αρμένιοι (ο Απόστολος Θαδδαίος θεωρείται ως ο ιδρυτής της Εκκλησίας τους), και άλλοι. Στην Ε΄ Οικουμενική αναθεματίστηκε η αίρεση του Ωριγένη. Ο ως χαλκέντερος χαρακτηρισθείς θεολόγος υιοθέτησε, ενόσω ακόμη ζούσε, πρακτικές ήκιστα τιμητικές για το ανθρώπινο σώμα. Κατά παρανόηση του Ευαγγελίου ευνουχίσθη. Στα συγγράμματά του θεωρούσε την ύλη ως φορέα του κακού, ενώ μεταξύ άλλων δίδασκε τη μετεμψύχωση και την αποκατάσταση όλων των αμαρτωλών, ακόμη και του διαβόλου, ελέω της παναγαθότητας του Δημιουργού. Ακολούθησαν ακόμη δύο Σύνοδοι με τις οποίες η Εκκλησία οριοθέτησε τη δογματική της διδασκαλία. Στην έκτη Οικουμενική καταδικάστηκε ο μονοθελητισμός, διδασκαλία σύμφωνα με την οποία ο Χριστός είχε μεν δύο φύσεις, μία όμως θέληση, τη θεία. Η αίρεση αυτή επιβλήθηκε βίαια από τους αυτοκράτορες Ηράκλειο Α΄ και Κώνστα Β΄. Προκάλεσε διχόνοια μεταξύ του λαού. Η Σύνοδος στηρίχθηκε στα έργα του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, προκειμένου να οριοθετήσει την αλήθεια της Εκκλησίας στο ζήτημα αυτό. Για την έβδομη Οικουμενική σύνοδο αναφορά γίνεται στο περί Εικονομαχίας κεφάλαιο.
Αλέξης Αλεξάνδρου
Δρ. Θεολογίας