Ἡ νηστεία πρὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως

Ἡ νηστεία πρὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως

Σταύρου Τσουλούπα

Θεολόγου

Ἡ ἑορτὴ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως εἶναι μεγάλη σὲ σημασία Δεσποτικὴ ἑορτὴ διότι «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί»[1], γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὴν ὀνομάζει «μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν»[2]. Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία μέχρι τὸν δ’ αἰώνα, τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, συνεόρταζε μαζὶ τὶς δύο ἑορτές, τὴ Γέννηση δηλαδὴ καὶ τὴ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ὡς τὴν ἡμέρα Ἐπιφάνειας-Θεοφάνειας, τῆς φανέρωσης τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, κατὰ τὴν 6η Ἰανουαρίου. Αὐτὸ συνεχίζουν μέχρι καὶ σήμερα οἱ Ἀρμένιοι. Ἀρχικῶς αὐτὴ ἡ ἑορτὴ ἦταν ἀφιερωμένη σὲ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἡ Γέννηση, ἡ προσκύνηση τῶν μάγων, ἡ Βάπτιση στὸν Ἰορδάνη ποταμό, τὸ ἐν Κανᾷ θαῦμα, ὁ χορτασμὸς τῶν πεντακισχιλίων, μέσῳ τῶν ὁποίων γινόταν φανερὴ ἡ θεότητά του. Ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ἡ ἑορτὴ αὐτὴ πέρασε στὴν Δύση.

Ἡ ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως ἄρχισε νὰ χωρίζεται ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Βαπτίσεως στὰ μέσα τοῦ δ΄ αἰώνα. Τὸ 330 γιὰ πρώτη φορὰ ἑορτάστηκε ξεχωριστὰ τὴν 25η Δεκεμβρίου ἀπὸ τὸν Πάπα Λιβέριο στὴν Ρώμη ἡ ἑορτὴ τῆς «γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ στὴν Βηθλεέμ»[3].

Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Λειτουργικῆς Ἰωάννης Φουντούλης σημειώνει ὅτι «ἡ τοποθέτησις τῆς ἑορτῆς τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου τὴν 25ην Δεκεμβρίου ἢ τῶν Θεοφανείων τὴν 6ην Ἰανουαρίου δὲν σημαίνει ἐκχριστιανισμὸν τῆς παγανιστικῆς λατρείας τοῦ ἀηττήτου ἡλίου ἢ τοῦ ἡλιοστασίου, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἐνέργεια καταπολεμήσεως αὐτῶν διὰ τῆς ἐκριζώσεως καὶ ἀντικαταστάσεως αὐτῶν δι’ ἀναλόγων χριστιανικῶν ἑορτῶν»[4].

Ὡς γνωστό, οἱ ἐθνικοὶ (εἰδωλολάτρες) ἑόρταζαν τὴ γέννηση τοῦ θεοῦ ἡλίου, ἐξ ἀφορμῆς τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου τὴν 25ην Δεκεμβρίου. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ἐξ ἀφορμῆς αὐτῆς τῆς παγανιστικῆς ἑορτῆς θεσπίζει μία ἰδιαίτερη ἑορτή, γιὰ νὰ καταπολεμήσει καὶ νὰ ἐκριζώσει τήν λατρεία τοῦ θεοῦ ἡλίου, ὥστε νὰ προβάλει καὶ νὰ τιμᾶται ἡ γέννηση τοῦ ἀληθινοῦ Ἡλίου, τοῦ νοητοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, τοῦ Χριστοῦ[5]. Ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων μεταφέρθηκε πολὺ νωρίς, τὸν δ΄ αἰώνα, ἀπὸ τὴν Δύση καὶ στὴν Ἀνατολή.

Ἡ υἱοθέτηση τῆς «νέας» ἑορτῆς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα καὶ τὸν διαχωρισμὸ τοῦ ἀρχικοῦ θέματος τῆς παλαιᾶς, καὶ τὸν καταμερισμό τους στὶς δύο «νέες». Ἔτσι, θεσπίστηκε μία ἑορτὴ γιὰ τὰ Χριστούγεννα, τὰ ὁποῖα ἑορτάζονταν εἰς τὸ ἑξῆς στὶς 25 Δεκεμβρίου, καὶ μία γιὰ τὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἑορταζόταν στὴν ἡμερομηνία τῆς πρώτης ἐν τῇ Ἀνατολῇ θεσπισθείσης ἑορτῆς τῶν Ἐπιφανειῶν ἢ Θεοφανείων, τὴν 6η Ἰανουαρίου, γιὰ τὴν ὁποία διατηρήθηκε ἡ ἀρχαία ὀνομασία Θεοφάνεια[6].

Ἡ συνήθεια καὶ ἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν καὶ κυρίως τῶν μοναχῶν, στὴν προσπάθειά τους νὰ ἑορτάσουν καὶ νὰ ὑποδεχθοῦν τὶς μεγάλες ἑορτὲς τοῦ Κυρίου, ποὺ ἀποτελοῦν ὑπομνήσεις καὶ ἀναμνήσεις τοῦ Χριστοῦ, θέσπισαν νηστεῖες γιὰ λόγους προετοιμασίας καὶ ἁγιασμοῦ. Παρόλο ποὺ καμία Τοπικὴ ἢ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν θέσπισε αὐτὴ τὴ νηστεία, στὴν πορεία τοῦ χρόνου καὶ μέσα ἀπὸ τὶς πηγὲς βλέπουμε πὼς ἐξελίχθηκε καὶ διαμορφώθηκε ἡ ἀρχικὴ μορφὴ τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων ἕως σήμερα. Οἱ πρῶτες πληροφορίες ποὺ ὑπάρχουν γιὰ τὴν νηστεία τῶν Χριστουγέννων, εἶναι τοῦ ε΄ αἰώνα γιὰ τὴ Δύση καὶ τοῦ στ΄ αἰώνα γιὰ τὴν Ἀνατολή. Ἀρχικὰ ἡ νηστεία αὐτὴ ἦταν ὀκταήμερος, δηλαδὴ ἄρχιζε τὴ 17η Δεκεμβρίου καὶ περατωνόταν τὴν 24η Δεκεμβρίου.

Τὸν θ΄ αἰώνα ἐμφανίζονται οἱ πρῶτες μαρτυρίες ποὺ μετατρέπουν αὐτὴ τὴ νηστεία ἀπὸ ὀκταήμερη σὲ τεσσαρακονθήμερη[7]. Περίπου τὸν ια΄ – ιβ΄ αἰώνα καθορίζεται πλέον τεσσαρακονθήμερη νηστεία κατὰ τὸν τύπο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ τῶν ἡμερῶν, ὄχι ὅμως ὡς πρὸς τὸ διαιτολόγιό της. Δηλαδή, δὲν εἶχε τὸν αὐστηρὸ χαρακτήρα τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

Ἔτσι μετὰ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ σὲ ἀρχαιότητα καὶ ἐπισημότητα, δεύτερη μακρὰ περίοδος νηστείας εἶναι ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων. Ὀνομάζεται σαρανταήμερο, διότι περιλαμβάνει σαράντα ἡμέρες νηστείας· ἄρχεται τὴ 15η Νοεμβρίου, τὴν ἑπομένη τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου Φιλίππου, γι’ αὐτὸ κάποιοι τὴν ὀνομάζουν καὶ νηστεία τοῦ ἁγίου Φιλίππου, καὶ περατώνεται τὴν 24η Δεκεμβρίου, παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων.

Εἶναι γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἡ τεσσαρακονθήμερος περίοδος δὲν κοσμεῖται μὲ τροπάρια ποὺ νὰ ἀναφέρονται στὴ νηστεία, ὅπως βλέπουμε στὴν ὑμνογραφία τοῦ Τριωδίου. Ἀντίθετα, τονίζεται πανηγυρικὰ τὸ χαρμόσυνο γεγονὸς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, ἰδιαίτερα στὶς ἀκολουθίες ἀπὸ τὶς 20 Δεκεμβρίου καὶ ἐντεῦθεν. Ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων εἶναι ἄγνωστη κατὰ τὴν περίοδο τούτη, ἐνῶ ἡ τακτικὴ τοῦ σαρανταλείτουργου εἶναι πράξη νεότερης ἐποχῆς. Ἡ τέλεση δὲ τῶν ἀκολουθιῶν τὴν περίοδο τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων δὲν ἔχει νὰ παρουσιάσει κάτι τὸ ἰδιαίτερο καὶ διαφορετικὸ ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες τοῦ ὑπολοίπου ἔτους. Μόνο στὴν τάξη τῶν μονῶν μποροῦμε νὰ ἐξιχνιάσουμε κάποιες ἰδιαιτερότητες[8].

Ἡ νηστεία ἀρχίζει στὶς 15 Νοεμβρίου μὲ ξηροφαγία ἐκτὸς ἐὰν πέσει Σάββατο ἢ Κυριακή, μέρες κατὰ τὶς ὁποῖες ὑπάρχει κατάλυση οἴνου καὶ ἐλαίου. Σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς νηστείας δὲν ἐπιτρέπεται ἡ κατάλυση κρέατος, γαλακτοκομικῶν καὶ αὐγῶν. Προβλέπονται δύο τράπεζες γιὰ τοὺς λαϊκοὺς καὶ μιὰ γιὰ τοὺς μοναχούς[9]. Νηστεία ἄνευ οἴνου καί ἐλαίου γίνεται τὶς Δευτέρες, τὶς Τετάρτες καὶ Παρασκευές, μόνο γιὰ τοὺς μοναχούς, ὅπως ὁλόχρονα. Ὡστόσο, ἐπιτρέπεται ἡ κατάλυση οἴνου καὶ ἐλαίου ἂν συμπέσουν ἡμέρα Δευτέρα, Τετάρτη ἢ Παρασκευὴ οἱ ἑορτές: τοῦ Ἀποστόλου Ματθαίου τὴν 16η Νοεμβρίου, τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης τὴν 25η Νοεμβρίου, τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου τὴν 30η Νοεμβρίου, τῆς Ἁγίας Βαρβάρας τὴν 4η Δεκεμβρίου, τοῦ Ἁγίου Σάββα τὴν 5η Δεκεμβρίου, τοῦ Ἁγίου Νικολάου τὴν 6η Δεκεμβρίου, τῆς Ἁγίας Ἄννης τὴν 9η Δεκεμβρίου, τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος τὴν 12η Δεκεμβρίου, τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου τὴν 15η Δεκεμβρίου, τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τὴν 17η Δεκεμβρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τὴν 20η Δεκεμβρίου. Κατάλυση οἴνου καὶ ἐλαίου γίνεται γιὰ τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ τὶς Δευτέρες, Τρίτες, Πέμπτες, Σάββατα καὶ Κυριακές. Κατάλυση ἰχθύος γίνεται στὴν ἑορτὴ τῶν Εισοδίων τῆς Θεοτόκου, τὴν 21η Νοεμβρίου, ὁποιαδήποτε ἡμέρα καί ἄν συμπέσει.  Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἡμέρα ἄρχεται καὶ ἡ κατάλυση ἰχθύος μέχρι καὶ τὴν 17η Δεκεμβρίου, μόνον τὰ Σάββατα καὶ τὶς Κυριακές. Τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων τηρεῖται ξηροφαγία, ἐκτὸς ἂν συμπέσει Σάββατο ἢ Κυριακή, ὁπότε γίνεται κατάλυση οἴνου καὶ ἐλαίου.

Μέσα σὲ αὐτὴ τὴ νηστεία ἔχουν εἰσχωρήσει ἀντιλήψεις λαϊκότροπες, οἱ ὁποῖες ὅμως τονίζουν τὸ πιὸ χαλαρὸ τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων. Γιὰ παράδειγμα ὑπάρχει ἡ ἀντίληψη ὅτι ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου) μέχρι καὶ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος (12 Δεκεμβρίου) γίνεται κατάλυση ἰχθύος ἐκτὸς Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς. Ὑπάρχει ἐπίσης ἡ ἀντίληψη ὅτι, ἐὰν ἀπὸ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος μέχρι τὰ Χριστούγεννα συμπέσουν δὺο Κυριακές, γίνεται κατάλυση ἰχθύος τὴν πρώτη Κυριακή, ἐνῶ τὴ δεύτερη Κυριακή, τὴν πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, γίνεται κατάλυση οἴνου καί ἐλαίου.

Τὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τὴν 25η Δεκεμβρίου μέχρι τὴν 6η Ἰανουαρίου ὀνομάζεται Δωδεκαήμερο. Κατ’ αὐτὸ τὸ διάστημα σὲ μετέπειτα χρόνια ἡ Ἐκκλησία ἐπέτρεψε τὴν κατάλυση εἰς πάντα πλὴν τῆς 5ης Ἰανουαρίου, παραμονὴ δηλαδὴ τῶν Θεοφανίων. Κατ’ αὐτὴ τηρεῖται νηστεία, ἐκτὸς ἐὰν τύχει Σάββατο ἢ Κυριακή, ὁπότε γίνεται κατάλυση οἴνου καὶ ἐλαίου.

Ἡ νηστεία, εἴτε ὡς μέρος τῆς καθημερινότητάς μας, εἴτε ὡς προετοιμασία γιὰ τὸν ἑορτασμὸ ἑνὸς δεσποτικοῦ ἢ ἄλλου γεγονότος, θὰ πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ἀνάταση. Μὲ αὐτὲς ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στὴν τελειότητα, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸν ἁγιασμό του. Ἐὰν παραληφθεῖ κάτι ἐξ αὐτῶν, τότε ἡ νηστεία μας καθίσταται ἀτελής. Ἡ Ἐκκλησία ἔταξε συγκεκριμένες περιόδους, καιρούς, τρόπους καὶ τύπους νηστείας, ὅπως αὐτὴ τῶν Χριστουγέννων. Ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ ὑπακοῦμε σὲ αὐτὰ ποὺ παραλάβαμε, καὶ νὰ ἀθλούμαστε στὸν πνευματικὸ ἀγώνα πρὸς φωτισμό. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ζεῖ καθημερινὰ σὲ μία πνευματικὴ ἐγρήγορση. Ἡ νηστεία, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, ἀφυπνοῦν τὸν ἄνθρωπο, καὶ τὸν βοηθοῦν νὰ προσέχει τὸν ἑαυτό του, «ἵνα μὴ εἰσέλθῃ εἰς πειρασμόν»[10].

Ἡ νηστεία δὲν πρέπει νὰ καταντᾶ πεζὴ ἢ νομικίστικη κατάσταση. Ἡ τήρηση τῆς νηστείας δὲν σημαίνει ὅτι εἴμαστε κατὰ πάντα ἐντάξει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Μολονότι ἡ νηστεία, ὡς ἐξωτερικὴ κίνηση τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὠφέλιμη καὶ ἀπαραίτητη, γιὰ νὰ φέρει ὅμως τὸ ζητούμενο ἀποτέλεσμα, θὰ πρέπει νὰ συνυπάρχει καὶ μὲ τὴν ἐσωτερικὴ προσπάθεια καὶ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ νὰ πλησιάσει καὶ νὰ γνωρίσει τὸν Θεό.

Ἐν κατακλεῖδι, ἡ νηστεία δὲν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλὰ μέσο πρὸς ἐξαγνισμὸ καὶ ἁγιασμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ὑποκριτικὴ διάθεση γιὰ νηστεία δὲν φέρνει ἀποτέλεσμα. Χρειάζεται διάκριση, ὥστε νὰ μὴν καταντήσουμε ὅπως τοὺς Φαρισαίους, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος εἶπε ὅτι καθαρίζουν «τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ἐξ ἁρπαγῆς καὶ ἀδικίας»[11].

 

[1] Α΄ Τιμ. γ΄, 16.

[2] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τὸν μακάριον Φιλογόνιον, PG 48, 752.

[3] Χρονικὸ τοῦ Furius Dionysius Filocalus

[4] Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Λειτουργικὴ (Πανεπιστημιακαὶ παραδόσεις), ἄνευ τόπου καὶ χρόνου, σ.55.

[5] Ἰωάν. α΄, 9 «Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν».

[6] Πρωτ. Παρακευᾶ Ἀγάθωνος, Περὶ τῆς ἑορτῆς καὶ ἐκ τῆς ὑμνολογίας τῶν Χριστουγέννων – ἱστορικὴ καὶ θεολογικὴ προσέγγιση, Περιοδικό «ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ» τριμηνιαία ἔκδοσις Ι.Μ. Λεμεσοῦ, ἔτος 23ο, τεῦχος 116ο, Ὀκτώβριο – Δεκέμβριος 2023, σσ. 12-13.

[7] Χρήστου Μ. Ἐνισλείδου, Ὁ Θεσμὸς τῆς νηστείας, ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου 1972, σσ. 111-117.

[8] Ἡ ἀκριβὴς μοναχικὴ τάξις τῶν ἀκολουθιῶν τὴν περίοδο τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων βλ. Κωνσταντίνου Παπαγιάννη (Πρωτοπρεσβυτέρου), Σύστημα Τυπικοῦ τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν τοῦ ὅλου ἐνιαυτοῦ, ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2012, §439 σσ. 213-215.

[9] Σκαλτσῆς Π., Ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων, ἄνευ τόπου καὶ χρόνου, σ. 5· Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, Ἐκ τῆς Τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, τόμος Δ΄, κανόνας κθ΄, σ. 431 β΄.

[10] Ματθ. κστ΄, 41.

[11] Ματθ. κγ΄, 25.

 

*Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό “Παρέμβαση Εκκλησιαστική”, τεύχος 59 (Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2024), σελ. 707-711.

Print Friendly, PDF & Email

Share this post