Ενθυμήματα
Του Στέλιου Παπαντωνίου
Ενθυμήματα συμπληρωμένα με τον κώδικα της εκκλησίας.
Πριν από τον παρόντα ναό υπήρξε άλλη εκκλησία χτισμένη το 1781, όπως αναγράφεται στο ιερό επίχρυσο ευαγγέλιο, δώρο του Παπαχριστόδουλου που με τη συμβία του Μαρία πρόσφεραν πολλά στον ναό, αργυροκόσμητη την εικόνα του αγίου, το κράνος και άλλες εικόνες αγιογραφημένες στη μονή αγίου Ηρακλειδίου.
Γύρω από την παλαιά εκκλησία φαίνεται πως υπήρχαν περβόλια, αλακάτι και δεξαμενή.
Το 1854 ο ιερέας Ιωάννης Σκευοφύλαξ δώρισε στην εκκλησία την κατοικία του και δάνεισε αρκετά χρήματα για να κτιστεί ο παρών ναός 1854 εκ θεμέθλων, εκ βάθρων, ηγέρθη ο παρών ιερός ναός.
Η κτητορική πλάκα στο υπέρθυρο αναφέρει επί Κυρίλλου, στον κώδικα της εκκλησίας μας αναφέρεται επί Μακαρίου.
Το 1854 θανόντα τον Κύριλλο Α΄ διεδέχθη ο Μακάριος Α΄
Από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του φαίνεται πως είχε το προνόμιο να λειτουργεί σ΄αυτόν ο αρχιεπίσκοπος την 1 Ιανουαρίου, κάτι που ζήσαμε για λίγο και με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄.
1878 με την αγγλοκρατία κτίζεται κωδωνοστάσιο 997 γρόσια.
1952 αρχίζει η υπηρεσία μου στο ναό.
Τα προηγούμενα τα μαθαίνουμε από τους δικούς μας, και ιδιαίτερα από την Αναστασία Ζαμπακίδου Σαββίδου, σύζυγο του ιατρού Σάββα Σαββίδη, προέδρου της εκκλησιαστικής επιτροπής 1922-55.
Ο παππούς της Αναστασίας, Ευγένιος Ζαμπακίδης εκ Κυθρέας, άκουσε από φίλο του μωαμεθανό και από τη Χατζημαρουθκιά, ξακουστή σε μωαμεθανούς και χριστιανούς για τα γλυκά της του κουταλιού, που υπηρετούσε τότε το ναό, πως πολλές χριστιανικές εικόνες στον τουρκομαχαλλά χρησιμοποιούνταν ως γεφύρια στο δρόμο ή στις οικοδομικές τους εργασίες.
Με πολλές προφυλάξεις δυο κάρα με βόδια, έφεραν αρκετές εικόνες το ένα στη Χρυσαλινιώτισσα και το άλλο στον άγιο Κασσιανό.
Επί τοποτηρητή του αρχιεπισκοπικού θρόνου Λεοντίου, η Αρχιεπισκοπή αποφάσισε να τις συγκεντρώσει, ήρθε ο μετέπειτα Κυρηνείας Κυπριανός ως εκπρόσωπος για να τις πάρει, χτυπά η καμπάνα, τρέχουν οι γυναίκες της περιοχής, με πρώτη την Αναστασία, τον εμπόδισαν.
Ύστερα από αργία που επιβλήθηκε στον ιερέα και κλείσιμο της εκκλησίας ζητήθηκε συγγνώμη από την επιτροπή και οι εικόνες παραλήφθηκαν από την Αρχιεπισκοπή.
Το 1875 ζωγραφίστηκαν οι δύο κολώνες- ο ζωγράφος, ιερομόναχος Άνθιμος, νόμισε πως ο πληρώσας επίτροπος Ν. Τουφεξής, κατέβαλε εξ ιδίων το ποσόν, γι’ αυτό και του έκαμε σε στίχο ονομαστική ευχαριστήρια αναφορά.
Όταν την είδαν οι άλλοι επίτροποι ζήτησαν άρση της αδικίας, γι’ αυτό και φαίνεται ως σήμερα κραυγαλέα η προσπάθεια να σβηστούν τα γραφέντα.
Άμα τη εισόδω, δεξιά, πάνω από τους επιτρόπους στο παγκάρι θυμάμαι υπήρχε τοιχογραφία με τον Ιησού και κάτω επιγραφή,
“Μη ποιείτε τον οίκον του πατρός μου οίκον εμπορίου”.
1914 πληρώνουν για την κατασκευή Ιούδα και το κάψιμό του και γυρίζουν δίσκο. Το κάψιμο του Ιούδα συγκέντρωνε πλήθος νέων της εποχής με τα χαρακτηριστικά ψαθάκια τους. το 1922 κατασκευάστηκαν χοροστάσια ψαλτών με σιδερένια κάγκελα. Τα είχαμε ως τελευταία
Το 1953 θυμάμαι η επιτροπή αποφάσισε να τοποθετήσει στο ιερό μαρμαράκια, ήταν ως τότε μάρμαρα Αθηαίνου, ένα μάλιστα κάτω από την αγία τράπεζα είχε μια τρύπα. Όταν αφαίρεσαν το μάρμαρο αυτό, είδα ένα σταμνί σπασμένο με κόκκαλα, που αφέθηκαν εκεί.
Γύρω από την εκκλησία υπήρχαν νοτάδες, μικρές κάμαρες, το σπίτι του παπάΚωστα, οδός αγίου Κασσιανού, κάμαρες για τον καντηλανάφτη Χαράλαμπο και τη Μαρία τη μικρασιάτισσα γυναίκα του με δυο κόρες, την Ισμήνη και Έλλη.
Η εγγονή της Μαρίας, κόρη της Ισμήνης, Αντρούλα Σωτήρη Σκάη, μας αφηγείται ένα περιστατικό της εποχής, όταν ήταν κλειστή η εκκλησία.
Ένα απόγευμα η Μαρία είδε να βγαίνει από το Ιερό ένα Φανάρι στενόμακρο με «υπέρλαμπρο φως» και να περιφέρεται εσωτερικά του Ναού.
Το ανέφερε στις γειτόνισσες αλλά δεν πρόλαβαν να το δούν.
Τούτο επανελήφθη αρκετές φορές χωρίς να καταφέρει να το δει κάποιος άλλος εκτός απο την Μαρία.
Η μόνη που κατάφερε κάποια μέρα να το δει ήταν η θυγατέρα της Ισμήνη, μονάχα το φως, μια εντυπωσιακή λάμψη, εντός του Ναού.
Η Ισμήνη αξιώθηκε επίσης κάποιο βράδυ να δει μια πρωτόγνωρη λάμψη από το εικονοστάσι του Αποστόλου Αντρέα να κατευθύνεται στο πάτωμα.
Το ανέφερε στον πατέρα της νεωκόρο, ο οποίος όμως δεν είχε τα κλειδιά και αποτάθηκαν στον πρόεδρο Σαββίδη.
Όταν άνοιξαν την Εκκλησία είδαν κάτω απο το εικόνισμα του Αποστόλου Αντρέα το καντήλι του στο πάτωμα…”
Στους νοτάδες έμεναν φτωχοί άνθρωποι. Ένα μικρό καμαράκι δύο επί τρία, φιλοξένησε κάποτε και τον αντάρτη φίλο Στέλιο Παπαχριστοδούλου από τον Αγρό, αγγελιαφόρο του Αυξεντίου.
ΙΕΡΕΙΣ
Ο ιερέας μας Παπακωνσταντίνος Παπαβασιλείου, εκ Φασούλας Λεμεσού, αδελφός του Παπανέαρχου της Φανερωμένης, λειτουργούσε καθημερινά.
Στα εσπερινά τον βοηθούσα, ήταν όλες κι όλες δυο γριές η Κατινού κι η Ιουλία, που ενοικίαζε κάμαρες σε μαθητές.
Κάποτε ερχόταν κι ο Περδίος στο ψαλτήρι, γέροντας με το πανωφόρι χειμώνα καλοκαίρι.
Όταν τελειώναμε, ανέβαινα στο γυναικωνίτη, έσβηνα το καντήλι της Παναγίας, μιας μεγάλης εικόνας στημένης στο δυτικό παραθυράκι, έπαιρνα το κλειδί στο σπίτι του παπά, γιατί την άλλη μέρα θα άρχιζε μόνος του τον όρθρο.
Ήταν ο ιερέας των παιδικών μας χρόνων κι όσοι κι αν πέρασαν μετά τον θάνατό του αυτός έμεινε αξέχαστος γιατί ήταν μερακλής.
Σε εκείνο το “οι δε πορευθέντες ησφαλίσαντο τον τάφον σφραγίσαντες τον λίθον μετά της κουστωδίας”, ανέβαινε μια οκτάβα, ύστερα από δώδεκα ευαγγέλια, φτεροκοπούσε η καρδιά μας.
Τα σαρανταλείτουργα, είχαμε στο ιερό, μαγκάλι με κάρβουνα, για ζεστασιά.
Κάθε μέρα μνημόνευε στην αγία πρόθεση, φέρναμε ψωμιά από το φούρνο του Πιτζιολή, έκοβε μερίδες, τις κεντούσε, γεμίζαμε δυο τρία παιδιά από μια λευκή μαξιλαροθήκη μερίδες και τις μοιράζαμε στη γειτονιά, πρωινό ξύπνημα πριν πάμε σχολείο, τα σπιτάκια να μυρίζουν χνώτα, τσάι γλυκάνισσο και καπήρα στον αμίαντο στο πύραυνο.
Όταν τέλειωνε το σαρανταλείτουργο, στις 5 Ιανουαρίου μετά τον αγιασμό, γέμιζα το χάλκινο δοχείο με αγιασμό, σικλί αναγράφεται στον κώδικα,
ή καλαντιστήρι, και μαζί επισκεπτόμασταν τα σπίτια που είχαν κάμει σαρανταλείτουργο, ως τον Χάντακα του Καϊμακλιού.
Καλάντιζε ο ιερέας, γέμιζαν οι τσέπες του κεραστικά, και πληρωνόταν για τις γιορτές, έριχναν και καμιά εικοσάρα ή γρόσι στο χάλκινο. Φτωχός άνθρωπος ο παπάς μας με μεγάλη φαμίλια.
Μαζί στους γάμους, στο ευαγγέλιο, ήμουν κοντά στο ποτήρι που βρισκόταν στο δίσκο στο τραπέζι, «γεμίσατε τας υδρίας ύδατος και εγέμισαν αυτάς έως άνω», έβαζα νερό στο ποτήρι.
Κι ύστερα γίνεται το θάμα: γέρνω κρασί στο νερό, «το ύδωρ οίνον γεγενημένον». Όλα αυτά να οπτικοποιούνται και το θάμα να ξαναγίνεται σε κάθε γάμο, τώρα χάθηκαν.
Την Καθαρά Δευτέρα έρχονταν πολλοί για να τους διαβάσει την σκούφια του αγίου Κασσιανού, θαυματουργή για τους πονοκεφάλους.
Ο Παπακωνσταντίνος μας έφυγε 19 Απριλίου 1974.
Ήρθε η εισβολή, διάδοχός του για λίγο καιρό ο Παπαπολύκαρπος Βρυώνης, ιερέας στη Αγία Άννα Κυθρέας, ο Παπαευτύχιος αδελφός του ψάλτη μας Αλέξανδρου, ύστερα ο Παπακωνστατίνος Θεοφάνους, από τις τέσσερις και μισή την Κυριακή το πρωί στην εκκλησία. Μαζί του για λίγο στο τέλος ο Θεοφάνης Κωνσταντίνου, το 2005, ο οποίος και τον διαδέχτηκε.
Είχαν έρθει με τον ιερέα πατέρα του από την Αγγλία στην Κύπρο για εγκατάσταση, προσπάθησα να τον εισαγάγω στα της ημετέρας παραδόσεως, αλλιώς μαθημένοι εκείνοι, δεν τα βρήκαμε, μια μέρα έδωσαν και οι δυο την παύση τους, πατέρας και γιος, στον τότε υπεύθυνο νυν μητροπολίτη Κωνσταντίας Βασίλειο, ο οποίος όντως βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία.
Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στο γραφείο ο τότε διάκονος του μακαριστού Χρυσοστόμου Α΄, Γεώργιος Μελέτης, τον άρπαξε ως θεόσταλτο ο Βασίλειος, να σε χειροτονήσουμε ιερέα στον άγιο Κασσιανό, μου τηλεφωνεί, “ποιος Μελέτης, συγγενής του διακόνου;” “Ο ίδιος ο διάκονος.” Μεγάλη τιμή!
Έγινε συγκινητικότατη η χειροτονία, του παπα Δημήτρη ψάλλοντος το ωραίο εκείνο Κύριε ελέησον …
Με τον Παπαγεώργη και τον Περατόπουλο πολλές φορές συμψάλλαμε, λειτουργήσαμε, κάμαμε εσπερινά και προηγιασμένες, τα χρόνια περνούν, ήλθε για λίγο ο πατήρ Γαβριήλ, και σήμερα ο πατήρ Ιωάννης Σπανός να είναι καλά, να συνεχίσει το θεάρεστο έργο.
ΨΑΛΤΕΣ ΔΕΞΙΟΙ
1952 οκτώ χρόνων, στο ψαλτήρι με έβαλε ο παππούς Στυλλής, μόλις είχε έλθει ο νέος μας ψάλτης Αλέξανδρος Παπαχριστοδούλου από το Έξω Μετόχι, έψαλλε για εξήντα χρόνια στον άγιο μας, προηγουμένως θυμάμαι αμυδρά τον δάσκαλό του Νικολάτζιη Νικολαΐδη από τη Βώνη.
Ο Αλέξανδρος ως δεξιός ψάλτης ήταν μοναδικός για μας, δεκαπέντε ετών ανέβηκε στο ψαλτήρι, στη Βώνη ή Κυθρέα, δάσκαλός του ο Νικολάτζιης, αλλά πήγε και στον Χουρμούζιο, αν χρειαζόταν να συνεχίσει, ο Χουρμούζιος του έδωσε την ευχή του.
Προσπαθούσε να αποδώσει νοηματικά τους ψαλμούς, πειραματιζόταν, μόλις τέλειωνε από τον άγιο Κασσιανό πήγαινε στη Φανερωμένη και σε άλλες εκκλησιές να ακούσει άλλους ψάλτες, απομνημόνευε μουσικές θέσεις τους.
Κάποτε στα πρώτα χρόνια, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος έφερε μαζί του τον Θεόδουλο Καλλίνικο, παραχώρησε τη θέση του ο Αλέξανδρος αλλά πήγε αμέσως στο ιερό, “ακούστε Μακαριότατε, εδώ εγώ είμαι ο ψάλτης και δεν δέχομαι κανέναν άλλο να με αντικαθιστά”.
Την Κυριακή του Πάσχα ήθελε να βρίσκεται στο χωριό του, Έξω Μετόχι, πατέρας του ο ιερέας Παπαχριστόδουλος, αδελφός του ο ιερέας Παπαευτύχιος, πήγαινε με το ποδήλατο στο χωριό κι εμείς μικροί αρχίζαμε τον κανόνα μέχρι να έρθει και ήταν στην ώρα του.
Δεξιός ένας, ο Αλέξανδρος, και αργότερα ο Γιάννης Περατόπουλος, ακούραστος υπηρέτης στο στασίδιτώρα ο φίλτατος Ανδρέας Ησαΐας ο οποίος μας εισήγαγε στους Πρίγγο, Ταλιαδώρο, Καραμάνη, μαθαίνουμε γηράσκοντες και ευχαριστούμε.
ΨΑΛΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΙ
Αριστερά πρώτον θυμάμαι τον Παναγή Τσαλδάρη για λίγο, τον Παντελή από τον άγιο Βασίλειο κοντά στη Σκυλλούρα, τον δάσκαλο Σωκράτη, ύστερα ήταν τρία αδέλφια, το σπίτι τους δίπλα από την εκκλησία, θείοι του Θάσου Κατσουρίδη που για χρόνια διηύθυνε τη χορωδία στα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής, Κόκος Μιχαηλίδης, μας έψαλλε για χρόνια, Σωτήρης, Μίκης, ο Μίκης ψάλτης για χρόνια στην Αγγλία, όταν επαναπατρίσθηκε ήρθε κοντά μας, ο Σωτήρης, επιθεωρητής δημοτικής εκπαιδεύσεως , έψαλλε μόνο το Μεγάλο Σάββατο, όλη η οικογένειά του μαζί του, “τον Κύριον υμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας” αλλά σε ήχο δεύτερο και ρυθμικά χορωδιακά. Ο απόστολος του Μεγάλου Σαββάτου ήταν δικός μου, σήμα μόλις τέλειωνε πως θα χτυπούσαν τους σκάμνους.
Ύστερα ήταν ο Λουκής ο Ψαράς, κληροδότησε τα βιβλία του στην εκκλησία, βοήθησε τον καιρό της εισβολής να μεταφερθούν οι εικόνες μας στην αρχιεπισκοπή και ύστερα όπου αλλού, διά τον φόβον των εισβολέων, όπως και συνέβαλε με το βαν του στην επαναφορά τους, το ίδιο και η Μαρούλα Οικονομίδου με το δικό της αυτοκίνητο.
Άλλοι αριστεροί ψάλτες, ο Ανδρέας Γαβριηλίδης, ο Νίκος Σακκάς, ο Κωνσταντίνος Παπαθωμάς, νυν Κυρηνείας Χρυσόστομος, του οποίου η μητέρα ως μαθήτρια διέμενε σε σπίτι στη γειτονιά, οικείο περιβάλλον.
Ο Χρήστος Διάκος, ένας μοναδικός άνθρωπος.
Μια Κυριακή πρωί, 6.10, κατεβαίνω από το αυτοκίνητο, τον βλέπω από το βορεινό παράθυρο στη θέση του να ψάχνει τα βιβλία, μπαίνω από την πόρτα του ιερού, δεν τον βλέπω, δεν είχε έρθει. Σε πέντε λεπτά μπαίνει από την κύρια είσοδο,
“καλά δεν ήσουν εδώ πριν πέντε λεπτά;”
“Είχα μεγάλη αγωνία, μου λέει, να δω τι θα ψάλλουμε σήμερα!”
Είχε έρθει ο εαυτός του πριν από τον ίδιο;;;
Ύστερα ο Περατόπουλος αριστερός, και μετά Αλέξανδρον δεξιός,
Τελευταία ο Γιάννης Μάρκου,
και τώρα ο φέρελπις Μάριος Κασσιανίδης.
ΝΕΩΚΟΡΟΙ
Στο ιερό υπηρέτησα για χρόνια, από τα δέκα μου περίπου, αφού καντηλανάφτης ήταν ο θείος Κόκος, αδελφός της μάνας μου, είχε όμως νυμφευτεί στη Λακατάμια, δεν ερχόταν κάθε μέρα, τον αντικαθιστούσα.
Μεγάλο Σάββατο η εκκλησιά να μυρίζει μερσίνη στο πάτωμα, κι ο δίσκος σε τραπεζάκι για τον νεωκόρο στην είσοδο του νάρθηκα, τα τυχερά λεγόμενα, βασικό έσοδο της εποχής.
Άλλους κανδυλάπτες- όπως αναγράφει ο κώδικας τη λέξη- θυμάμαι
ύστερα από τον θείο, τον Στέλιο Κακουρή,
τον Γιαννακό Βουνιώτη, τον Τάκη, τον Χαμπή, τον Ευτύχιο, τον Ξενή,
τον Σύμη,
την Ευδοκία για πολλά χρόνια, όταν μάλιστα αναπαλαιωνόταν η εκκλησία, είχαν κλείσει το δεξιό κλείτος και λειτουργούσαμε στο αριστερό
με την μικρή αγία τράπεζα, αυτό γύρω στο 2000,
τον Φοίβο, από μικρό στο ιερό,
τον Χριστάκη για κανένα χρόνο, να βοηθά μια στο ιερό μια στο παγκάρι και να εξυπηρετεί τους πάντες,
τον Θεόδωρο, τώρα τον Χρίστο,
και βοηθούς, τον αγγειοπλάστη Ανδρέα, πρώτο στο ιερό, πριν χτυπήσει η καμπάνα,
τον Κωνσταντίνο και Μιχαλάκη της Μελανής, τον Πανίκο, τον Λοΐζο,
τον Σωτήρη.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Ο άγιος Κασσιανός είναι βέβαιος για τα παιδιά του. Ξέρει ο καθένας το καθήκον του, ιδιαίτερα τη μεγάλη βδομάδα.
Πριν εμφανιστούν τα ανθοπωλεία, τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ είχαμε εξόρμηση στους κήπους της περιοχής, να κλέψουμε -αν θέλετε- λουλούδια για τον επιτάφιο.
Το Μεγάλο Σάββατο βράδυ ετοιμάζαμε τη λαμπρατζιά και αλίμονο στον εργολάβο που έκτιζε στην περιοχή, ή καλύτερα, αλίμονο στους δικούς μας, γιατί μας άρπαζε η αστυνομία και τους ανάγκαζε να πληρώσουν τα δοκάρια.
Κατά τα άλλα, ξέρουμε πώς μερσίνια και μυροφόρες θα φέρει ο Δώρος, ο Αντρέας, ο Μιχαλάκης, η διαδοχή ετοιμάζεται, ξέραμε πως ο Φοίβος με το γιο του τον Αντρέα θα βάλουν τα μαύρα, τώρα με τον Νίκο Κουτσοπέταλο, πρόεδρο και επιμελητή ευταξίας και ευμορφίας του ναού, πρωτοστάτη και στο στολισμό του επιταφίου με την Κυπρούλα και τη Γεωργία, ύστερα από παρασκήνια το μεγάλο Σάββατο ποιος θα κρατά σημαία, ποιος εξαπτέρυγα.
Τη χορωδία μεγάλη Παρασκευή για χρόνια διηύθυνε ο Θάσος Κατσουρίδης, για λίγα χρόνια εγώ, και τώρα η μουσικός πρεσβυτέρα κυρία Ελένη Σπανού.
Βοηθοί στα ψαλτήρια για χρόνια πολλά ο Αντώνης και τώρα ο Σέργιος. Έκαστος εφ΄ ω ετάχθη.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΟΚΑ
Πριν αρχίσει ο αγώνας της ΕΟΚΑ στη γειτονιά μας, στο σπίτι των Ελευθερίου γίνονταν συσκέψεις με τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα Διγενή. Από το σπίτι τους ξεκίνησε η βομβιστική ομάδα εναντίον του ΡΙΚ την 1 Απριλίου, ενώ λίγο παρακάτω, τουρκοκρατούμενα τώρα, στο σπίτι της Λευκής Χατζηαδάμου αποθηκεύνταν όπλα, ενώ δίπλα στην εκκλησία ο Νίκος Σέρβος κατασκεύαζε βόμβες.
Τον καιρό της ΕΟΚΑ ήταν για καλά οργανωμένος ο Ολυμπιακός, εξ ου και τον έκαψαν οι Τούρκοι 1958, ως προπύργιο της εθνικοφροσύνης.
Εκεί συγκεντρωνόμασταν μαθητές, είχαμε τη χορωδία μας, με τον Ανδρέα Κουκκίδη, που διέμενε ως μαθητής σε διπλανό σπίτι.
Στην εκκλησιά μας έγινε η κηδεία του ήρωα Σταύρου Στυλιανίδη, η οικογένειά του κατοικούσε εδώ κοντά. Τον Ιούνιο του 58 με τις τουρκικές επιθέσεις η καμπάνα της εκκλησίας μας και της Χρυσαλινιώτισσας συγκέντρωναν αμέσως τους κατοίκους έτοιμους για άμυνα.
Τις Κυριακές, όταν υπήρχε μνημόσυνο ηρώων, οι μαθήτριες ανέβαιναν στα κατηχούμενα και εκτελούσαν πρόγραμμα με πατριωτικά τραγούδια και απαγγελίες, παντού ελληνικές σημαίες και δάφνες και μυρσίνια.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ 1963
Το 1963 με την τουρκανταρσία η περιοχή ήταν γεμάτη μέρα νύχτα από παιδιά από όλη τη Λευκωσία που τοποθετούνταν σκοποί στα διάφορα αυτοσχέδια φυλάκια της περιοχής, με κέντρο τροφοδοσίας την οικία Γιώργου και Κατίνας Ρούσου.
Μνημόσυνο πεσόντων τελείται κάθε χρόνο στην εκκλησία μας και κατατίθενται στεφάνια στο μνημείο ηρώων στον περίβολο του ναού.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ 1974
Το 1974 πολλοί φαντάροι θυμούνται την καταστροφή του παρεκκλησίου του αγίου Γεωργίου. Χάρη στον θεοφιλέστατο Μεσαορίας Γρηγόριο έχουμε αντίγραφο της εικόνας του που βρίσκεται στο Μαχαιρά και τον γιορτάζουμε κάθε χρόνο με λιτάνευση κοντά στο εκκλησάκι του.
Το 1974 υπέστη η ενορία το μεγαλύτερο πλήγμα, με αποτέλεσμα να μείνει με ελάχιστους κατοίκους.
Ο άγιος Κασσιανός σωζόταν γιατί ήξερε πότε να κλείσει και να μην κινδυνεύσει από τις τουρκικές επιθέσεις, όλοι όμως οι ενδιαφερόμενοι ήταν έτοιμοι αμέσως να επαναφέρουν τις εικόνες και να αρχίσουν τις θείες λειτουργίες.
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ
Και αργότερα, μετά την εισβολή, από εδώ ξεκίνησε η πορεία προς τον άγιο Γεώργιο στις 19 Ιουλίου 1989 με τις γυναίκες να περνούν τα συρματοπλέγματα της κατοχής με σκοπό να μπουν στο κατεχόμενο σχολείο του αγίου Κασσιανού. Τότε συνελήφθη από τους εισβολείς και ο νυν αρχιεπίσκοπος Γεώργιος και φυλακίστηκε.
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΙ
Τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Β΄ θυμάμαι νεκρό, καθισμένο σε θρονί στον καθεδρικό του αγίου Ιωάννη, 1950, με πήρε η γιαγιά να φιλήσουμε το χέρι του.
Όταν ερχόταν ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ τον καιρό του αγώνα σε εσπερινό του αγίου μας, κόσμος πολύς, χειροκροτήματα και συνθήματα για την ένωση.
Για λίγο κράτησε το έθιμο της πρώτης του χρόνου να λειτουργεί εδώ. Μόλις ανερχόταν στον δεσποτικό θρόνο, ερχόταν ο πατέρας, επίτροπος τότε, με δίσκο και μέσα ένα λαμπάδι, έβαζε μια λίρα στο δίσκο ο δεσπότης, ο επίτροπος άναβε το κερί στο μανουάλι, παλιά συνήθεια, ξεχασμένη.
Τον Μακάριο έντυναν στο κέντρο του ναού, ουδεμία περιττή κίνηση, ακίνητος και αυστηρός, τα πάντα στην εντέλεια. Θυμάμαι διάκονό του τον Αδάμο, μια στρογγυλή φωνή.
Ύστερα ο Χρυσόστομος Α΄ όταν αναπαλαιώναμε την εκκλησία. Ο Χρυσόστομος Β΄ πολλά συνεισέφερε για να αναστηλωθεί το γκρεμισμένο αρχονταρίκι και να στρωθεί ο περίβολος με πλάκες.
Την ευλογία και στήριξη του αρχιεπισκόπου Γεωργίου την έχουμε βέβαιη.
ΔΩΡΗΤΕΣ ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ
Πολλές οι δωρεές, το κάθε τι στον ναό συνδέεται με ανθρώπους
που πρόσφεραν ή κατασκεύασαν.
Τρία σπίτια σε κατεχόμενες οδούς της ενορίας μας έχουν δωρίσει η Αθηνά Σπύρου, η Αναστασία και Αγαμέμνων Κιμωνίδου, και η Παναγιώτα Μάκη.
Μεγάλος ευεργέτης ο Όθων Κυριακίδης Μαύρος, με την πρώτη μεγαφωνική εγκατάσταση το 1984
Ο Ντίνος Σαμουήλ, την περιουσία της 800 λίρες η Κατινού Χαμπή, ο Νικολής τυφλός το ρολόι, η Αναστασία Χατζημιχαήλ, η Αριάδνη Ιεροδιακόνου, οι Φιλόπτωχοι αδελφότητες της περιοχής μας και άλλοι.
Έχουμε πολλούς τίτλους ιδιοκτησίας με ρίζες ελιές σε διάφορα χωράφια στο Κάρμι, άγιο Επίκτητο, Βουνό, Συγχαρί.
Κάποτε οι πιστοί κοτσάνιαζαν στον άγιο μια ελιά.
ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ
Επιτρόπους θυμάμαι τον γιατρό Σάββα Σαββίδη, τον γιατρό Δημήτρη Πρωτοπαπά, τη Μαρία Παπαδοπούλου με φιλανθρωπική δράση, το δεσμείν και το λύειν για χρόνια στην εκκλησιά, με βοηθό της σε πολλά τον θεολόγο Γεώργιο Χριστοδούλου, νυν αρχιμανδρίτη Γραμματέα της Ιεράς Συνόδου, τον πατέρα, τον αδελφό, τον Ρούσο, τον Σπύρο Αντωνίου, τον υαλοπώλη Πουαγκαρέ.
Ήταν εποχή που υπήρχαν αντίπαλοι συνδυασμοί με πολύν ανταγωνισμό στις εκλογές, σε αντίθεση με το σήμερα.
Τα εικοσιπεντάχρονά μου στην προεδρία της επιτροπής πέρασαν με αναπαλαίωση του ναού που κινδύνευε λόγω μεγάλης ρωγμής, ακολούθησε η αναστήλωση των γκρεμισμένων δωματίων δυτικά του ναού, καθαρισμός τέμπλου, θρόνου και εικόνων, όλα με τη βοήθεια των αρχαιολογικών υπηρεσιών, του ιδρύματος Λεβέντη, της Αρχιεπισκοπής και με πολλές ευχαριστίες στον άγιό μας.
Να ναι καλά οι νέοι επίτροποι, ο Νίκος από μικρός μπασμένος στο ιερό, όπως ο Χριστάκης και ο Δώρος, και οι γυναίκες επίτροποι η Μαρούλα, η Κυπρούλα, η Γιώτα, τέλος ο Μιχαλάκης, με τις ευχές του αγίου μας να κρατήσουν την εκκλησιά, μεγάλος αγώνας.
Ήδη έχουν να επιδείξουν αξιόλογο έργο, για το οποίο κάποτε αυτοί θα μιλήσουν.
Ευχαριστώ