Ἡ ἐν Χριστῷ οἰκογένεια ὡς μυστήριο

Ἡ ἐν Χριστῷ οἰκογένεια ὡς μυστήριο

Μητροπολίτη Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς

κ. Νικολάου

Ὁ τίτλος πού μοῦ εἶχαν δώσει ἦταν νά μιλήσω γιά τήν ἐν Χριστῷ οἰκογένεια μέσα στό πλαίσιο τῶν ἐναλλακτικῶν μορφῶν γιά τίς ὁποῖες γίνεται πολύς λόγος στίς μέρες μας. Καί ζήτησα τελευταία στιγμή λίγο νά τόν ἀλλάξουμε τόν τίτλο, γιά νά μήν μποῦμε σέ πράγματα πού ἐνδεχομένως θά μᾶς κουράσουν ἤ νά πάρουμε λογικές μόνο ἀπαντήσεις. Γι’ αὐτό ζήτησα – καί νομίζω δένει μέ αὐτά πού τόσο ὡραία μᾶς εἶπε μέσα καί ἀπό τήν ἐμπειρία του ὡς οἰκογενειάρχου ὁ π. Ἀθανάσιος, ἀλλά καί ὡς Καθηγητοῦ τῆς Ποιμαντικῆς πού διαχειρίζεται αὐτά τά θέματα μέ κεντρικό θέμα ἀσφαλῶς καί τήν οἰκογένεια, τή ζωή τῶν παιδιῶν καί τήν ἀνατροφή τους, σκέφτηκα νά ἐπικεντρώσω σέ μία λέξη στήν ὁποία ἔγινε ἀναφορά, στή λέξη μυστήριο. Κυρίως νά ποῦμε γιατί εἶναι μυστήριο. Εἶναι κάτι πολύ μεγάλο ἄν εἶναι μυστήριο, ἀλλά γιατί ἡ Ἐκκλησία τό ὀνομάζει μυστήριο;

Στήν Καινή Διαθήκη ἡ λέξη μυστήριο, ἄν δέν κάνω λάθος, ὑπάρχει 24 φορές. Στίς δύο φορές ὀνομάζεται μέγα μυστήριο. Λέγεται μυστήριο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, μυστήριο τοῦ Θεοῦ, μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, μυστήριο τῆς πίστεως. Λέγει στόν Τιμόθεο ὁ Παῦλος: «Μέγα τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ»· ἕξι πράγματα. Ὅλη ἡ Θεία Οἰκονομία ἀποτελεῖ ἕνα μυστήριο, τό ὁποῖο ὀνομάζει μεγάλο, εἶναι τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Καί σέ μία ἀκόμη φορά, πάλι ὁ Παῦλος, διότι αὐτός κάνει κυρίως χρήση τῆς λέξης μυστήριο, μιλάει γιά τό μέγα μυστήριο, ἀφοῦ περιγράφει τή σχέση τῶν συζύγων στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή, κι ἐκεῖ λέει ὅτι «τό μυστήριο τοῦτο μέγα ἐστί, ἐγώ δέ λέγω εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Ἡ σχέση τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό μεγάλο μυστήριο τῆς σχέσης τῶν συζύγων.

Σκέφτομαι ὅμως νά πῶ γιατί ὀνομάζεται ὄντως μυστήριο καί γιατί εἶναι μυστήριο καί πώς ἐμεῖς πρέπει νά τό ζοῦμε ὡς μυστήριο. Γιατί ἡ Ἐκκλησία ἐπιμένει στίς θέσεις της γιά τόν γάμο καί γιά τήν οἰκογένεια ἀνυποχώρητα, κάτι πού τήν δικαιολογεῖ. Θά κάνω μιά προσπάθεια νά πάω πίσω στή δημιουργία τοῦ κόσμου, στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί τό ἐπαναλαμβάνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ὅτι ἡ Τριαδική Θεότητα – ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα – ζώντας μέσα σ’ ἕνα ἐκχύλισμα ἀγάπης, θέλησε νά μοιραστεῖ αὐτή τήν ἀγάπη καί γι’ αὐτό ἦρθε στή βούλησή της ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Καί δέν ἤθελε νά κάνει ἕνα ἄνθρωπο, ἀλλά ἤθελε ὁ Θεός νά πολλαπλασιάσει τή θεότητά του γιά νά μετέχουν οἱ ἄνθρωποι, τά ἄλλα ὄντα πού θά δημιουργοῦσε, σ’ αὐτή τή μεγάλη χάρη τῆς δικῆς τους ἐν κοινωνία ἀγάπης πού ὑπῆρχε μεταξύ τῶν τριῶν προσώπων.

Καί ἔτσι προχωρεῖ στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί κάνει τόν Ἀδάμ. Ὁ πολλαπλασιασμός – Θεός εἶναι – θά μποροῦσε νά γίνει μέ μόνο τόν Ἀδάμ. Ὁ Ἀδάμ ἀπό μόνος του, μέ κάποιο τρόπο, κάποιο μηχανισμό νά γεννᾶ ἀπογόνους, νά πολλαπλασιάζει τά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ ὡς συνδημιουργός Του. Δέν τό κάνει αὐτό ὁ Θεός, ἀλλά τοῦ δίνει δεύτερο ἄνθρωπο, ὥστε κοινωνικώς νά προχωρήσει αὐτός ὁ πολλαπλασιασμός τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἀναπαραγωγή τῶν ἀνθρώπων. Καί ὁ ἄνθρωπος αὐτός λαμβάνεται ἐκ τῆς πλευράς του, εἶναι ἴσος δηλαδή μέ τόν Ἀδάμ. Δέν ἀναπλάθεται ἀπό τήν ἀρχή γιά νά δείξει αὐτή τήν ἰσότητα ἡ ὁποία ὑπάρχει. Καί βγαίνει ἀπό τήν πλευρά του καί εἶναι ὅμοιος – «ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν μοῦ», ἀλλά εἶναι καί διαφορετικός. Ἔχει μία διαφορά, μία μόνο μικρή διαφορά. Αὐτή ἡ διαφορά εἶναι πού δημιουργεῖ τήν δυνατότητα τῆς ἀναπαραγωγῆς.

Ἀρχίζει λοιπόν ὅλο αὐτό, τό ὁποῖο ὄντως εἶναι ἕνα μυστήριο πού μᾶς ὑπερβαίνει, ἕνας καταπληκτικός καί ἐκπληκτικός καί μή εὔκολα κατανοητός ἀλλά πάρα πολύ ζωτικός χῶρος, μέσα στόν ὁποῖο καί ὅλοι ἐμεῖς ζοῦμε καί ἀπό τόν ὁποῖο κι ἐμεῖς ἔχουμε προέλθει. Ἔρχεται, λοιπόν, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα καί προχωροῦν στόν πολλαπλασιασμό καί στήν ἀναπαραγωγή τοῦ ἀνθρώπου. Πώς γίνεται ἡ ἀναπαραγωγή; Λέει ὁ Θεός, ἡ Τριαδική Θεότης: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόναν ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν». Ὅπως δηλαδή ὑπάρχει ἡ δική μας κοινωνία ὡς προσώπων, ἔτσι θά κάνουμε καί τόν ἄνθρωπο νά ἀναπαράγεται μέ ἕνα τρόπο κοινωνικό, καί εἶναι ὁ κοινωνικός τῆς σύζευξης τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας. Ἡ σύζευξη αὐτή ἀπαιτεῖ τήν ἑνότητα. Πρέπει νά ἑνωθοῦν, ὄχι νά εἶναι κοντά, οὔτε μόνο νά εἶναι μαζί, ἀλλά νά εἶναι ἕνα· νά εἶναι καί ἴσοι καί ἕνα. Γι’ αὐτό καί λέει πάλι ὁ Παῦλος ὅτι «οὐκ ἑνί άρσεν καί θῆλυ… πάντες ὑμεῖς εἰς ἐστέ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ἄρα γινόμαστε μιά νέα ὀντότητα, ἡ ὁποία εἴμαστε καί διαφορετικοί στόν γάμο καί μία νέα ὀντότητα.

Μέσα ἀπ’ αὐτή τή σχέση, λοιπόν, ἡ ὁποία ἔχει καί τό βιολογικό της ὑπόβαθρο καί τό ἀνατομικό της ὑπόβαθρο καί τό γενετικό της ὑπόβαθρο, δύο λογάκια θά πῶ παίρνοντας θάρρος ἀπό κάτι πού ἄκουσα, Μακαριώτατε, ὅτι χρησιμοποείται καί λίγο στή Χημεία. Θά πῶ ἕνα παράδειγμα λίγο ἀπό τή Βιολογία καί μετά θά πῶ κι ἕνα παραδειγματάκι ἀπό τά Μαθηματικά πολύ ἁπλό. Τά ἀνθρώπινα σώματα εἶναι ἴδια καί στά δύο φύλα. Ἔχουνε μία πολύ σημαντική ἀναπαραγωγική διαφορά κι αὐτή εἶναι στό ἴδιο τό ἀναπαραγωγικό σύστημα καί στήν ἀναλογία του,  στή φυσιολογία του καί στήν κυτταρική παρακαταθήκη του. Ὅλα τά κύτταρα στά σώματά μας στά διάφορα ὄργανα εἶναι ἴδια, τά ἡπατικά στόν ἄνδρα εἶναι ἴδια μέ τά ἡπατικά στή γυναίκα, τά σκελετικά, τά ἐγκεφαλικά, τά νεφρικά, καί οὔτε καθεξῆς. Ὑπάρχουν μόνο δύο κύτταρα πού δέν εἶναι ἴδια. Αὐτά εἶναι τό γενετικό κύτταρο στόν ἄνδρα, τό σπερματοζωάριο, καί στή γυναίκα τό ὠάριο. Καί ὄχι μόνο ὅτι εἶναι διαφορετικά· εἶναι μισά καί γι’ αὐτό τείνουν νά εἶναι συμπληρωματικά, νά ΄ρθοῦν νά ἑνωθοῦν τά δύο μαζί. Ἔχουν, ὅπως λένε στή βιολογική γλώσσα, διαφορετικό, ἁπλοειδές γονιδίωμα. Εἶναι ἐλεύθερα τά χεράκια τους. Ὅλα τά ἄλλα κύτταρα εἶναι συμπληρωμένα· αὐτά θέλουν συμπλήρωση. Ἀγωνίζονται γιά συμπλήρωση καί τελικώς, νά δημιουργήσουν συνθῆκες ὁλοκλήρωσης. Ἡ ἕνωση, λοιπόν, τῶν ἀνθρώπων καί στό σῶμα καί ἀκριβῶς σ’ αὐτή τή βιολογική πορεία εἶναι κάτι τό ὁποῖο εἶναι μοναδικό καί τούς φέρνει καί τούς κάνει ἕνα γιά νά γεννήσουν στή συνέχεια ἕνα καινούριο ὀργανισμό, ἕνα καινούριο ἄνθρωπο, ἕνα παιδί. Καί ὅπως λέει – ἐγώ θά τήν κάνω αὐτή τήν προέκταση – κάνει ὁ Θεός ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους κατ’ εἰκόνα δική Του καί ὁμοίωση, τῆς Τριαδικῆς Θεότητος, ἔτσι ἀξιώνει καί στούς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ὅπως καταλαβαίνετε πρέπει νά εἶναι ἐτεροφυλικοί. Δέν θά μποροῦσε νά γίνει διαφορετικά – δέν θά μποροῦσε ὁ Ἀδάμ μέ Ἀδάμ νά κάνει παιδί. Ἔρχεται λοιπόν ὁ Θεός καί δίνει τή δυνατότητα στούς δύο ἀνθρώπους σέ ἕνα ζευγάρι νά φτιάξουν, νά δημιουργήσουν κατ’ εἰκόνα δική τους, μεταφέροντας ταυτόχρονα κληρονομικά χαρακτηριστικά οἱ ἴδιοι στά παιδιά τους. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό, καθόλου δευτερεῦον καί ἐνέχει μέσα του ἕνα χαρακτηριστικό ἱερότητος. Γιά νά γίνει αὐτό, πρέπει νά ὑπάρξει σωστή ἕνωση· ἕνωση ὄχι μόνο τῶν σωμάτων, ἀλλά καί τῶν ψυχῶν. Ἀναφέρει πάλι ὁ Παῦλος: «ἐν μιᾷ ψυχῇ συναθλοῦντες», τό πώς δηλαδή οἱ ψυχές πρέπει νά ἑνώνονται καί ἔτσι νά εἶναι τέλεια καί ψυχοσωματική ἡ ἕνωση τοῦ ζευγαριοῦ, ἀπό τήν ὁποία νά προκύψει ἕνας ἄνθρωπος, τά παιδιά μας, πού ἔχουνε ἀρχή καί αἰώνια προοπτική· καί ὄχι μόνο αἰώνια προοπτική, ἀλλά ἔχουνε καί θεϊκή προοπτική, γιά νά προχωρήσουν κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωση Θεού. Τί μεγάλο πράγμα!

Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι πού ἡ Ἐκκλησία ζεῖ ὡς μυστήριο. Μέσα ἀπό τήν ἕνωση γίνεται ἡ συνδημιουργία πού ἀνέφερε ὁ π. Ἀθανάσιος καί ἀναπαράγεται τό ἀνθρώπινο εἶδος καί γεννῶνται ψυχές γιά νά κληρονομήσουν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιά νά ζήσουν τόν ἁγιασμό γιά τόν ὁποῖο ἔγινε λόγος, γιά νά φτάσουμε ἀκριβῶς σ’ αὐτή τήν οὐράνια κατάσταση. Γι’ αὐτό στήν ἀκολουθία τοῦ γάμου ἔχει μερικές παρά πολύ ὡραῖες καί σημαντικές λέξεις. Ἀρχίζει ὁ ἱερέας λέγοντας: «ἄρμοσον αὐτούς, ὅτι παρά Θεοῦ αρμόζεται ἀνδρί γυνή» καί πιάνουν τά χέρια τους. Φέρ’ τους μαζί, «σύζευξον αὐτούς ἐν ὀμοφροσύνη»· ἕνωσε καί τίς καρδιές τους γιά νά προχωρήσουν στά ὑπόλοιπα. «Στεφάνωσον αὐτούς», ὅπως τό λέει στή συνέχεια, νά τούς στεφανώσει σ’ ἕνα σῶμα, σέ μία σάρκα· νά τούς κάνει μία ὀντότητα, ἕνα πράγμα, μιά τέτοια δύναμη. Αὐτή ἡ δύναμη εἶναι καί ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης, πού πρέπει νά ὑπάρχει αὐτή ἡ ὁμόνοια. Καί πρίν ἀπό αὐτό, λέει μάλλον ὅταν διαβάζει τίς τρεῖς εὐχές ἔχει κάποιες λέξεις πού τίς ἐπαναλαμβάνει συνέχεια ἡ Ἐκκλησία καί ἀρκετές φορές. Ἡ πρώτη λέξη εἶναι «καί εὐλόγησον αὐτούς»· ἡ δεύτερη «καί διαφύλαξον αὐτούς»· καί ἡ τρίτη εἶναι «μνημόνευσον αὐτούς». Αὐτή εἶναι ἡ προσευχή τῆς Ἐκκλησίας, νά δώσει ὁ Θεός τήν εὐλογία Του σ’ αὐτό πού πρόκειται νά γίνει. Νά δώσει τήν προστασία Του, νά τούς διαφυλάξει. Καί στό τέλος νά μπορέσουν νά τοποθετηθοῦν μέσα στή μνήμη Του, γιά τήν ὁποία κι ἐμεῖς συνεχῶς προσευχόμαστε. Ὅταν λέμε «Πάντων ὑμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεός», εἶναι μιά προσευχή ὁ καθένας νά ἐγκατασταθεῖ μέσα στή μνήμη τοῦ Θεοῦ, νά μήν τόν ξεχάσει ὁ Θεός. Κι ὅταν ὁ ληστής λέει, «Μνήσθητί μου Κύριε ἐν τῇ Βασιλεία Σου» ζητᾶ νά τοποθετηθεῖ μέσα στήν αἰώνια μνήμη τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία καί ὅταν φεύγει ἕνας δικός μας ἄνθρωπος καί ὅταν κι ἐμεῖς θά φύγουμε ἡ Ἐκκλησία θά προσευχηθεῖ, νά πεῖ «Αἰωνία ἡ μνήμη», πράγματι νά εἴμαστε μέσα στή μνήμη τοῦ Θεοῦ.

Μέσα σέ ὅλο αὐτό τό πλαίσιο τό προσευχητικό, τό δοξολογικό γίνεται μία ἔντονη προσευχή· γι’ αὐτό καί εἶναι μυστήριο, γιά νά στηρίξει αὐτή τήν ἕνωση, γιά νά δώσει καρπούς αὐτή ἡ ἕνωση, γιά νά δημιουργηθεῖ μετά ἡ κατ’ οἶκον Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ οἰκογένεια καί νά συνεχίζεται ἀκριβῶς τό ἀρχικό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἡ προαιώνιος βουλή τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ δική μας σωτηρία καί εἶναι τό μέγα μυστήριο τῆς εὐσεβείας.

Στό τέλος τοῦ γάμου ἔχει ἄλλες τρεῖς λέξεις πολύ ὡραῖες, πού οἱ δύο εἶναι ἴδιες καί γιά τόν ἄντρα καί γιά τή γυναίκα. Λέει στόν ἄντρα: «Μεγαλύνθητι Νυμφίε ὡς ὁ Ἀβραάμ»· νά ἀναδειχθεῖ ἡ μεγάλη σου ἀξία, ὅπως ἀναδείχθηκε τό ὕψος τοῦ Ἀβραάμ. «Εὐλογήθητι ὡς ὁ Ἰσαάκ καί πληθύνθητι ὡς ὁ Ἰακώβ»· βγάλε καρπούς. Πώς θά γίνει αὐτό; Ὅταν ἐργάζεσαι τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Καί στή γυναίκα πάλι κάτι ἀντίστοιχο λέει: «Μεγαλύνθητι ὡς ἡ Σάρρα καί εὐφράνθητι», λέει ἐδῶ πέρα, νά γεμίσεις ἀπό χαρά, τή χαρά αὐτῆς τῆς θείας ἐσωτερικῆς σχέσης, πού μπορεῖς νά ἔχεις μέ τόν σύζυγό σου καί νά πληθυνθεῖς, νά εἶσαι πολύκαρπος «εὐφραινομένη τῷ ἰδίῳ ανδρί»· νά εὐφραίνεσαι μέσα ἀπό τόν σύζυγο καί ἀπό τόν ἄνδρα καί νά μπορέσεις νά πορευθείς καί μ’ αὐτό τό πνεῦμα τελικώς νά φυλάττεις τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Τί ὡραῖο πράγμα πού εἶναι ὅλο αὐτό!

Νά ζεῖ κανείς μ’ αὐτό τό πνεῦμα, μ’ αὐτή τήν ἔμπνευση, μ’ αὐτή τήν ἐσωτερική δύναμη, αὐτό πού τόν ἀξίωσε ὁ Θεός στή ζωή του, νά ἑνωθεῖ μ’ ἕνα ἄνθρωπο μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, νά ἐργαστεῖ μετά μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί πραγματικά νά ἀναδείξει τήν ἀξία του, δηλαδή τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά του. Αὐτό καί εὔχομαι νά δώσει ὁ Θεός σέ ὅλους μᾶς, νά ζήσουμε τήν χαρά, τήν τιμή, τήν εὐλογία, τό μεγαλεῖο τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου καί τήν εὐλογία ἀκριβῶς αὐτῆς τῆς οἰκογένειας.

 

[1] Εἰσήγηση στήν ἑσπερίδα μέ θέμα: “Ἡ ἐν Χριστῷ οἰκογένεια στή σύγχρονη πραγματικότητα”, που διοργάνωσε ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Κύπρου στίς 26 Μαΐου 2024 στήν αἴθουσα τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα στό Πλατῦ Ἀγλαντζιᾶς.

 

*Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό “Παρέμβαση Εκκλησιαστική”, τεύχος 59 (Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2024), σελ. 667-671.

Print Friendly, PDF & Email

Share this post