Γιά τή λογοτεχνία τῶν Χριστουγέννων
Νίκου Ὀρφανίδη
Φιλολόγου – Λογοτέχνη
Καθώς προσεγγίζουμε τά Χριστούγεννα, μέσα ἀπό ἐκείνη τή λογοτεχνία πού τά συνοδεύει, ἔχουμε ὁλοένα καί περισσότερο τήν αἴσθηση πώς ἐκεῖνο πού προβάλλει εἶναι ἡ ἀνάδειξη τῆς θαλπωρῆς. Ἔχουμε τήν ἀναζήτηση τῆς γαλήνης τῆς ψυχῆς. Τήν εἴσοδο στόν τόπο τῆς εὐσπλαχνίας. Στόν τόπο τῆς καλοσύνης καί τῆς ἀγάπης καί τῆς στοργῆς. Στόν τόπο τοῦ φωτός. Αὐτό ζητοῦμε μέσα στούς αἰῶνες. Ἔτσι καί ἡ ἐκκλησιαστική σύναξη τῶν ἀνθρώπων ἀναδεικνύει τήν Ἐκκλησία ὡς καταφύγιο καί σκέπη καί τόπο ἀνάπαυσης ὅλων τῶν ναυαγισμένων καί σπαρασσομένων ἀπό τά δεινά καί τά πάθη τοῦ κόσμου.
Στέκομαι, ἔτσι, μιλώντας γιά τή λογοτεχνία τῶν Χριστουγέννων, σέ ἐκεῖνο τό μοναδικό παράδειγμα τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, πού ἔζησε τή ζωή του μέσα στήν πενία, τή φτώχια, σ’ ἐκεῖνο τό ἀπάνθρωπο καί σκληρό ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν. Καί τότε, ὅπως καί τώρα. Πῶς προσεγγίζει τρυφερά καί ἁπαλά καί μέ ἀγάπη τίς μέρες τῶν Χριστουγέννων, μέσα σέ ἕναν σπαρασσόμενο κόσμο. Εἶναι δίπλα μας ὅλος ἐκεῖνος ὁ κόσμος τῆς δοκιμασίας καί τῶν παθῶν.
Ὁ κόσμος τῆς ξενιτειᾶς, ἀλλά καί τῆς πενίας καί τῆς πείνας καί τῆς ὀρφάνιας. Εἶναι ὁ κόσμος τῆς καθημερινῆς στέρησης καί τῆς περιπέτειας καί τῆς δυσκολίας. Οἱ χαροκαμένες μητέρες. Τά ὀρφανά. Οἱ γριές πού θητεύουν πενθοφοροῦσες μέσα στόν κόσμο καί μεγαλώνουν καρτερικῶς τά ἐγγόνια τους. Ὁ πληθυσμός τῶν χαροκαμένων γυναικῶν. Οἱ θαλασσοδαρμένοι. Οἱ ξενιτεμένοι ἀδελφοί μας. Οἱ ναυαγισμένοι τοῦ κόσμου τούτου. Οἱ ἀσωτεύοντες καί καταστρέφοντες τόν βίον. Αὐτός εἶναι ὁ κόσμος τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἀλλά καί ὁ δικός μας κόσμος. Γιατί τά βάσανα καί οἱ καημοί τοῦ κόσμου, ὅπως μᾶς εἶπε ἄλλοτε, δέν ἔχουν ποτέ τελειωμό.
Μέσα ἀπό ὅλη αὐτή τήν κοινωνική ἀδικία καί τή στέρηση τῶν ἀνθρώπων, μέσα ἀπό τά πάθη καί τούς καημούς τοῦ κόσμου τούτου, μᾶς ἀποκαλύπτεται ἡ μοναδική δυνατότητα σωτηρίας καί λύτρωσης, πού εἶναι ὁ Χριστός. Γιατί ὁ Χριστός εἶναι τό τελευταῖο μας καταφύγιο. Ἡ σκέπη καί ἡ προστασία μας. Ἡ πρώτη καί ὑστερνή μας ἀγάπη. Ἡ χαρά μας.
Μέ τά Χριστούγεννα ὅλα πλέον γίνονται λαμπερά. Φωτεινά. Εἶναι οἱ ναοί, πού μέ τό φῶς τους, ἄλλοτε ἁπαλό καί διακριτικό, μέ τό ἀκοίμητο καντήλι πού φωτίζει οἰκτιρμόνως τά σκότη, κι ἄλλοτε ἑορταστικό καί χαρμόσυνο καί πανηγυρικό, μέ τούς πολυελαίους, μᾶς ὑποδέχονται καί μᾶς ἀναπαύουν καί μᾶς λυτρώνουν. Παίρνουν ἀπό πάνω μας ὅλη τήν ἀγωνία καί τόν πόνο καί τή θλίψη καί τόν καημό. Καταφύγιο καί σκέπη καί σωτηρία καί θαλπωρή καί χαρά καί εὐσπλαχνία καί ἀγάπη εἶναι εἰς τόν αἰώνα ἡ Ἐκκλησία. Ὁ ἴδιος, τελικά, ὁ Χριστός. Εἶναι ἡ καθ’ ἡμᾶς Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, πού μᾶς σκέπει. Ἔτσι κι οἱ ἀπαστράπτοντες καί λάμποντες ναοί τοῦ Θεοῦ, πού τή μέρα τῶν Χριστουγέννων μᾶς ὑποδέχονται ὅλους ἀδιακρίτως. Γιατί Χριστός εἶναι ὁ τόπος τῆς χαρᾶς καί τῆς ἀνάπαυσης. Ὁ τόπος τῆς εὐσπλαχνίας.
Μιλώντας, τέλος, γιά εὐσπλαχνία, θυμίζω ἐκεῖνο τό νεότερο, λιτό καί σχεδόν ἐπιγραμματικό ποίημα τοῦ Τάσου Λειβαδίτη, μέ τίτλο, «Γέννηση», «Ὁ ἀδελφός Ἰησοῦς», πού ἔρχεται ἀπροσδόκητα στίς μέρες μας νά μᾶς μιλήσει γι’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ: «Ἕν’ ἄλλο βράδυ τόν ἄκουσα νά κλαίει δίπλα. Χτύπησα τήν πόρτα καί μπῆκα. Μοῦ ’δειξε πάνω στό κομοδίνο ἕνα μικρό ξύλινο σταυρό. “Εἶδες; μοῦ λέει – γεννήθηκε ἡ εὐσπλαχνία.” Ἔσκυψα τότε τό κεφάλι κι ἔκλαψα κι ἐγώ, γιατί θά περνοῦσαν αἰῶνες καί αἰῶνες καί δέ θά ’χαμε νά ποῦμε τίποτα ὡραιότερο ἀπ’ αὐτό».
Σκέφτομαι, ἔτσι, πώς μέσα στούς αἰῶνες δέν ἔχουμε τίποτε ὡραιότερο γιά νά ποῦμε ἀπό αὐτή τήν εὐσπλαχνία, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη Του. Κι αὐτό μέχρι Σταυροῦ. Μέσα σέ ἕναν κόσμο σκληρό, πού σπαράσσεται ἀπό τά πάθη καί τήν ἀδικία. Καί σκέφτομαι πώς ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται ἐπωδύνως. Ἔτσι ζοῦμε στίς μέρες μας ξανά τήν πείνα, τή στέρηση, τήν ἐξορία, τόν διωγμό καί κατατρεγμό τῶν ἀνθρώπων. Κι ἀνάμεσά τους, ὅλα ἐκεῖνα τά παιδάκια πού πνίγονται μέσα στήν παγωμένη θάλασσα. Ἐποχές βάναυσες καί σκληρές, ὅπως ἐκεῖνα τά ἄλλα Χριστούγεννα τοῦ 1943, τίς μέρες τῆς κατοχῆς, πού μᾶς τά περιέγραψε ἕνας ἄλλος ποιητής, ὁ Μίλτος Σαχτούρης:
«Οἱ γιορτινές μέρες πυκνοκατοικημένες
Γυναῖκες ἀγκαλιάζουν πράσινα κλαδιά δέν κλαῖνε
Κι ὁ γέρος ἐθνικός κῆπος κουβαλάει στίς πλάτες του
Τρεῖς πεθαμένους κύκνους
Καί τά παιδιά πετᾶνε ψίχουλα στόν οὐρανό
Οἱ γιορτινές μέρες ἔχουν ἕνα λεῖο πρόσωπο
ἕνα μικρό Χριστό στό κάθε δάκρυ τῆς λησμονημένης
ἕνα ἀρνάκι μία σταλιά στίς παγωμένες της παλάμες
ἕνα πουλί ἀστέρινο καρφίτσα στά μαλλιά της».
Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα: 30 Δεκεμβρίου 2015