Γεώργιος πρωτοπαπάς του Τζώρτζη από Βατυλή (1547-1608)
Ένθρονη η Θεοτόκος ανάμεσα στους Αγίους Νικόλαο και Γεώργιο. Κάτω αριστερά απεικονίζεται ο πρωτοπαπάς Γεώργιος με τη γυναίκα του και τον μοναχογιό του Αλοϊσιο.
Στις 28 Αυγούστου του έτους 1607, ένας Κύπριος, ο Γεώργιος πρωτοπαπάς του Τζώρτζη, από τη Βατυλή της Μεσαορίας της Κύπρου, κάτοικος Βενετίας, αισθάνθηκε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν και προαισθανόμενος το τέλος του συνέταξε τη διαθήκη του. Ο Γεώργιος πρωτοπαπάς γεννήθηκε περίπου το 1547 στη Βατυλή, όταν ακόμα η πατρίδα του τελούσε υπό βενετική κυριαρχία. Η γενέτειρα του υπήρξε ένα από τα πιο σημαντικά χωριά της Μεσαορίας κατά τη βενετοκρατία. Η Βατυλή τότε υπαγόταν διοικητικά στον τσιβιτάνο της Σίγουρης, και, αυτός με τη σειρά του ήταν υπόλογος στον Βενετό καπιτάνο της Αμμοχώστου. Ο τίτλος του τσιβιτάνου της Σίγουρης διατηρήθηκε από τους Βενετούς εις ανάμνηση του πάλαι ποτέ φρουρίου της Σίγουρης, κοντά στο Πραστειό Αμμοχώστου, το οποίο απαντά και ως Πραστειό της Σίουρης. Είχε οικοδομηθεί από τον Φράγκο βασιλιά Ιάκωβο Α’, για να υπερασπίζεται το υπόλοιπο βασίλειο από τις λεηλασίες και τις επιθέσεις τις οποίες διενεργούσαν, κυρίως, εναντίον της πρωτεύουσας οι Γενουάτες, οι οποίοι τότε κατείχαν την Αμμόχωστο. Κατά την τελευταία βενετική απογραφή, του έτους 1565, η Βατυλή αναφέρεται ότι είχε 129 κατοίκους αρσενικού γένους, απελεύθερους (φραγκομάτους). Συνάγεται επίσης ότι κατά τη βενετική περίοδο η Βατυλή μαζί με το γειτονικό χωριό Στέφανη, το οποίο φαίνεται να απερημώθηκε κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας, αποτελούσαν σύμπλεγμα δύο χωριών. Αυτό εξηγείται από το περιεχόμενο πηγής της τελευταίας δεκαετίας της βενετοκρατίας στην Κύπρο, στην οποία σημειώνεται η φράση: «… τσιβιτάνε της Στεφανοβατυλής χαίρε…».
Από τη Βατυλή στη Βενετία
Θρύλοι και παραδόσεις για τον Γεώργιο πρωτοπαπά έχουν καταγραφεί από διηγήσεις των κατοίκων της Βατυλής στο παρελθόν, και, συγκεκριμένα, κατά την πρώτη δεκαετία μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου. Το γεγονός αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο αφού ο Βατυλιώτης πρωτοπαπάς διέπρεψε στη Βενετία, όταν αργότερα είχε εκεί εγκατασταθεί. Υπήρξε, σύμφωνα με δημοσιευμένες πηγές αλλά και αρχειακές μαρτυρίες, ένας από τους πιο σπουδαίους εμπόρους βαμβακιού, κατά τα τέλη του 16ου και αρχές του 17ου αιώνα.
Η μεγάλη αγάπη του πρωτοπαπά ήταν τέτοια προς τον γενέθλιο χώρο του, ώστε, και όταν ακόμη είχε διαπρέψει «εν ταις κλειναίς Βενετίαις» δεν παρέλειπε να υπογράφει όπως αδιάψευστα μαρτυρούν οι πηγές, ως Γεώργιος πρωτοπαπάς από τη Βατυλή (Giorgio Protopapa da Vatili). Εξίσου ενδιαφέρον αλλά και συγκινητικό ταυτόχρονα είναι το γεγονός ότι διασώθηκε η μορφή του πρωτοπαπά της Βατυλής, της γυναίκας του αλλά και άλλων συγγενών του, μέσω του χρωστήρα ενός Έλληνα ζωγράφου, ο οποίος ζούσε τότε στη Βενετία. Αναφερόμαστε στη φορητή εικόνα, η οποία φιλοτεχνήθηκε στη Βενετία και είχε σταλεί ή μεταφερθεί ίσως από τη σύζυγο του πρωτοπαπά ως δωρεά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Βατυλής. Δηλαδή, στην ίδια εκκλησία όπου ο πρωτοπαπάς ιερουργούσε, προτού εγκατασταθεί στη Βενετία. Η εν λόγω εικόνα παρουσιάζει ένθρονη τη Θεοτόκο ανάμεσα στους Αγίους Νικόλαο και Γεώργιο. Επίσης, κάτω δεξιά, απεικονίζεται ο πρωτοπαπάς Γεώργιος με τη γυναίκα του και το μοναχογιό του Αλοϊσιο. Κάτω αριστερά απεικονίζεται ο αδελφός του πρωτοπαπά Φραγκίσκος με τη σύζυγο του Φλωρεντία και έναν από τους γιους τους, τον Γεώργιο, ο οποίος είχε πεθάνει πριν τη σύνταξη της εν λόγω διαθήκης. Άλλωστε γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν αναφέρεται μεταξύ των κληρονόμων του. Σήμερα η σπάνια και θαυμαστή αυτή εικόνα, ευτυχώς, έχει διασωθεί και βρίσκεται στην Πινακοθήκη του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’.
Ο πρωτοπαπάς και μετά μεγαλέμπορας βίωσε την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους και, σύμφωνα με μια εκδοχή προερχόμενη από προφορική παράδοση, μη υποφέροντας την τυραννία των εχθρών, εγκατέλειψε την πατρίδα του και εγκαταστάθηκε στη Βενετία. Έως σήμερα ιστορικοί και ερευνητές έχουν κατά καιρούς ασχοληθεί με την προσωπικότητα και γενικά τη συγκέντρωση βιογραφικών στοιχείων σχετικών με τον πρωτοπαπά της Βατυλής. Φαίνεται, όμως, ότι πολλά έχουμε ακόμη να μάθουμε για τον διάσημο αυτό Βατυλιώτη.
Η διαθήκη του Giorzio di Zorzi
O πρωτοπαπάς Γεώργιος συνέταξε, όπως προαναφέραμε, τη διαθήκη του στις 28 Αυγούστου 1607 καθώς και ένα κωδίκελλο στις 8 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Στις 8 Ιανουαρίου του 1608 (κατά το βενετικό έτος 1607) ο πρωτοπαπάς Γεώργιος εξεμέτρησε το ζην, και, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής ο νοτάριος δημοσιοποίησε τη διαθήκη του, επί της σορού του. Στην πράξη θανάτου του αναφέρεται επακριβώς ως Γεώργιος του Τζώρτζη, πρωτοπαπάς Έλληνας της Κύπρου και σημειώνεται και η χρονολογία. Επίσης, αναφέρεται ότι ήταν 61 ετών, ήταν άρρωστος από πυρετό και παρέμεινε κλινήρης έως τον θάνατο του, για τέσσερις μήνες. Η διαθήκη του ρίχνει αρκετό φως και μας προσφέρει πολλά στοιχεία για τον ίδιο τον πρωτοπαπά και την οικογένεια του.
Ο διαθέτης επιθυμούσε να ενταφιαστεί στον Άγιο Γεώργιο των Ελλήνων, επιθυμία, άλλωστε, την οποία εξέφραζαν κατά καιρούς στις διαθήκες τους οι Κύπριοι, οι οποίοι ζούσαν την ίδια εποχή στη Βενετία. Το μέρος του τάφου του άφηνε να το επιλέξει ο ίδιος ο μητροπολίτης Φιλαδελφείας, αλλά σε περίπτωση θανάτου του όριζε να φροντίσουν οι εκτελεστές της διαθήκης του, Ιούλιος και Νικόλαος Σοδερίνη. Η σύζυγος του, όπως πληροφορούμαστε από τη διαθήκη, ονομάζεται Ελόϊζα. Στη διαθήκη αναφέρεται ως Chielvis, ενώ στη φορητή εικόνα ως Αχελού. Δεν πρόκειται για όνομα το οποίο να γεννά ερωτηματικά, γιατί το ίδιο όνομα απαντά και στον χρονογράφο μας Λεόντιο Μαχαιρά. Για παράδειγμα, η σύζυγος του Φράγκου βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβου του Α’, Heloise, αποδίδεται από τον χρονογράφο ως Χελουγή. Στη σύζυγό του, λοιπόν κληροδοτούσε ο πρωτοπαπάς δύο χιλιάδες δουκάτα. Άφηνε επίσης διάφορα ποσά στον Άγιο Γεώργιο των Ελλήνων για κερί και λάδι, στους δύο εφημέριους του ναού, στον μητροπολίτη Φιλαδελφείας, στο ελληνικό ορθόδοξο μοναστήρι της Βενετίας καθώς και σε αγαθοεργά ιδρύματα της δεύτερης πατρίδας του.
Επίσης, σεβαστά ποσά άφηνε και στα παιδιά του αδελφού του Φραγκίσκου, ο οποίος φαίνεται ότι είχε ήδη πεθάνει, γιατί αναφέρεται ως αοίδημος (quondam). Ο πρωτοπαπάς είχε μόνο ένα γιο, τον οποίο είχε χάσει, αφού στη διαθήκη του μνημονεύεται ότι τάφηκε στην εκκλησία των Αγίων Ομολογητών, στη Λευκωσία. Αντίθετα, ο αδελφός του Φραγκίσκος υπήρξε πολύτεκνος. Είχε πέντε παιδιά, τρεις γιους και δύο θυγατέρες, τους Ιερώνυμο, Νικόλαο, Αντώνιο και τις Αναστασία και Έλενα.
Η τελευταία είχε ήδη παντρευτεί το 1605 και σ’ αυτήν άφηνε πενήντα δουκάτα. Σε όλους τους άλλους άφηνε από εκατό δουκάτα, αλλά φαίνεται ότι ο Ιερώνυμος ήταν ο πιο ευνοημένος αφού σε αυτόν κληροδοτούσε διακόσια δουκάτα, δηλαδή ποσό διπλάσιο. Επίσης στον ανεψιό του Ιερώνυμο, ο οποίος στη διαθήκη αναφέρεται ως Ιερώνυμος Γεωργίου (Gieronimo de Zorzi), κληροδοτούσε κτήματα, σπίτια και άλλα εισοδήματα (terre, case et entrate), περιουσία η οποία βρισκόταν στην Κύπρο.
Εκτελεστές της διαθήκης του ήταν οι αδελφοί Νικόλαος και Ιούλιος Σοδερίνη. Στον Νικόλαο άφηνε εκατό δουκάτα για να αγοράσει, όπως γράφει, μια χρυσή αλυσίδα ή ό,τι άλλο επιθυμούσε ο ίδιος δώρο για τη θυγατέρα του. Σημειώνουμε ότι οι χρυσές αλυσίδες απαντώνται συχνά ως δωρεές στις διαθήκες κατά τον 16ο και 17ο αιώνα.
Στον Ιούλιο Σοδερίνη, επίσης εκτελεστή της διαθήκης του, κληρονομούσε 50 δουκάτα. Στον νοτάριο Νικόλαο Doglioni ή Docinus, όπως συναντούμε το όνομα του στα έγγραφα, ο οποίος συνέταξε τη διαθήκη του, άφηνε πέντε δουκάτα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Κύπριοι της παροικίας στη Βενετία είχαν φαίνεται ιδαίτερη προτίμηση στον εν λόγω Βενετό νοτάριο. Όπως έχουμε διαπιστώσει, κατά τη διάρκεια των ερευνών μας, φαίνεται ο νοτάριος αυτός να έχει συντάξει τις περισσότερες διαθήκες των Κυπρίων της Βενετίας καθώς και άλλα σχετικά έγγραφα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι στη διαθήκη του ο πρωτοπαπάς της Βατυλής αναφέρεται και σε μια απόγονο της περίφημης κυπριακής οικογένειας των Συγκλητικών. Κληροδοτούσε, όπως διαβάζουμε στη διαθήκη, στην εγγονή της αρχόντισσας Κατερίνας, κόμισσας Rochas, είκοσι δουκάτα. Για να αναφέρεται κόμισσα Rochas, πρέπει να ήταν απόγονος του πρώτου κόμη Rochas, Ευγενίου Συγκλητικού. Μετά ή λίγο πριν την άλωση της Κύπρου, όπως γνωρίζουμε, είχε καταφύγει στη Βενετία με την οικογένεια της η Κατερίνα Συγκλητικού, εγγονή του Ευγενίου, θυγατέρα του γιου του Ιακώβου, δεύτερου κόμη Rochas. Δεν αποκλείεται η εγγονή της κόμισσας Κατερίνας, θυγατέρα του γιου της, όπως διευκρινίζεται στη διαθήκη, να είχε σχέση με την οικογένεια Δενόρες. Ο γνωστός Ιάσων Δενόρες, καθηγητής στην Πάδοβα, μαρτυρείται ότι είχε σύζυγο την Κατερίνα Ιακώβου Συγκλητικού.
Η μονή Κύκκου
Στη διαθήκη του πρωτοπαπά της Βατυλής απεικονίζεται η αγάπη στην πατρώα γη και η ευσέβεια προς τα θρησκευτικά ιδρύματα της και ιδιαίτερα τη μονή της Παναγίας του Κύκκου. Κληροδοτούσε, μεταξύ άλλων, δεκαπέντε δουκάτα στο μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, στη μονή της Παναγίας του Κύκκου, η οποία βρίσκεται όπως γράφει στην περιφέρεια της Λεύκας, και στον Άγιο Ιωάννη Πίπη, στη Λευκωσία. Επίσης, το ίδιο ποσό κληροδοτούσε και στην εκκλησία των Αγίων Ομολογητών, έξω από τη Λευκωσία (fuori di Nicosia) όπου, όπως δηλώνει στη διαθήκη του, είχε ταφεί ο μοναχογιός του. Βέβαια, δεν θα μπορούσε να λησμονήσει την εκκλησία του χωριού του, τον Άγιο Γεώργιο Βατυλής, στον οποίο κληροδοτούσε 20 δουκάτα. Άφηνε δηλαδή στον ναό ποσό μεγαλύτερο από τα ποσά που άφηνε στα άλλα θρησκευτικά ιδρύματα.
Φαίνεται ο Βατυλιώτης πρωτοπαπάς να είχε πλούσια βιβλιοθήκη τόσο σε ελληνικά όσο και σε λατινικά βιβλία. Φρόντισε έτσι να τα κληροδοτήσει κάπου ώστε να είναι χρήσιμα αλλά και προστατευμένα. Όπως διαπιστώνεται από απόσπασμα της διαθήκης του, ζήτησε όπως τα βιβλία του, μετά τον θάνατο του, τοποθετηθούν σε κιβώτιο και σταλούν στη μονή της Παναγίας του Κύκκου. Σύμφωνα με την επιθυμία του, τα βιβλία αυτά θα τα χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά και μόνον οι μοναχοί της μονής. Έθετε μάλιστα ως απαράβατο όρο τα βιβλία αυτά να μην πωληθούν ποτέ, αλλά ούτε και να δανείζονται έξω από το μοναστήρι.
Θα ήταν ενδιαφέρον να γνωρίζαμε τι περιείχε η βιβλιοθήκη του πρωτοπαπά και ποια ήταν τελικά η μοίρα αυτών των βιβλίων. Κανείς δεν γνωρίζει σήμερα εάν διασώθηκε έστω και ένα βιβλίο από τη μεγάλη αυτή δωρεά του πρωτοπαπά Γεώργιου. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι η μονή της Παναγίας του Κύκκου, στη μακραίωνη ιστορία της, είχε καταστραφεί αρκετές φορές από πυρκαγιές και λεηλασίες. Φαίνεται ότι και τα βιβλία του πρωτοπαπά είχαν την ίδια μοίρα όπως ακριβώς και άλλοι θησαυροί και κειμήλια της μονής.
Η πρωτοπαπαδιά Βατυλής…
Η σύζυγος του πρωτοπαπά μετά τον θάνατο του, χήρα πλέον, επέστρεψε στην Κύπρο. Το γεγονός αυτό μαρτυρείται σε διασωθείσα πράξη βαπτίσεως με χρονολογία 29 Ιανουαρίου 1633, η οποία συντάχθηκε στην Αμμόχωστο. Η πηγή αυτή μας πληροφορεί ότι η χήρα του πρωτοπαπά της Βατυλής υπήρξε νονά του περίφημου Κύπριου λόγιου και πρώτου διευθυντή του Κωττουνιανού Κολλεγίου στην Πάδοβα, Ιερωνύμου – Ιλαρίωνος Κιγάλα. Η χήρα του πρωτοπαπά, σύμφωνα με κάποιες πηγές, είχε αντιμετωπίσει στην Κύπρο διάφορα προβλήματα, τόσο από την τουρκική διοίκηση όσο και από τους ανεψιούς και επίδοξους κληρονόμους του συζύγου της.
Δεν τεκμηριώνεται από καμιά πηγή και ούτε από το περιεχόμενο της διαθήκης του πρωτοπαπά της Βατυλής εάν είχε οποιαδήποτε εξ αίματος συγγένεια με την οικογένεια Σοδερίνη. Όπως αναφέραμε προηγουμένως, δυο μέλη της οικογένειας αυτής, ο Νικόλαος και ο Ιούλιος, υπήρξαν απλώς εκτελεστές της διαθήκης του πρωτοπαπά. Αξίζει να αναφέρουμε, επίσης, ότι ο ανεψιός του πρωτοπαπά, Ιερώνυμος, είχε υπογράψει μαζί με άλλους προύχοντες και ιερωμένους της Κύπρου επιστολή προς τον δούκα της Σαβοϊας. Στην εν λόγω επιστολή, του έτους 1609, οι Κύπριοι προσκαλούσαν τον δούκα να ελευθερώσει τη μεγαλόνησο από τους Τούρκους. Ο ανεψιός του πρωτοπαπά υπογράφει ως «Γερόλεμος Φραγκίσκου Βατυλή». Σύμφωνα πάντα με το αρχειακό υλικό, ο γνωστός Κερκυραίος ζωγράφος Εμμαουήλ Τζανφουρνάρης είχε νυμφευθεί την Έλενα Σοδερίνη, θυγατέρα του Θωμά και ανεψιά των συνεταίρων και εκτελεστών της διαθήκης του πρωτοπαπά της Βατυλής. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, η εικόνα της Παναγίας με τους Αγίους Νικόλαο και Γεώργιο στην οποία απεικονίζεται ο πρωτοπαπάς με την οικογένεια του, να αποτελεί έργο του Κερκυραίου Εμμανουήλ Τζανφουρνάρη.
Θρυλείται, τέλος ότι ο πρωτοπαπάς της Βατυλής αναχωρώντας για τη Βενετία θέλησε από τον Χαλκόβουνο, ύψωμα μεταξύ Άρσους και Λύσης, να αντικρύσει για τελευταία φορά, ως άλλος Οδυσσέας, την πατρώα γη, τον προσφιλή γενέθλιο χώρο του, τη Βατυλή Μεσαορίας…
• Κείμενο Νάσιας Παταπίου, ιστορικού – ερευνήτριας του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου.
• Δημοσιεύθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 2010 στην εφημερίδα «Πολίτης».
Πηγή: vatyli.com.cy