Για το βάθος του χρόνου και της ιστορίας
Σκέφτομαι, πως εκείνο που μας διασώζει από τη δοκιμασία και τα πάθη του χρόνου είναι η προοπτική του ιστορικού βάθους. Έτσι, σε καιρούς διωγμού και κατατρεγμού, όταν όλα γύρω μας συντρίβονται και συνθλίβονται και διαλύονται, μοναδική και ασφαλής σχεδία βίου παραμένει η ιστορική μνήμη. Οι διαστρωματώσεις εκείνες της μνήμης, που μας οδηγούν στην υπέρβαση της φθοράς, προκειμένου να διασώσουμε το αρχαίο κάλλος. Γι’ αυτό και η διαφυγή στον τόπο της ιστορίας και στην αρχέτυπη μνήμη συνιστά παραμυθία για όλους τους δεδιωγμένους και κατατρεγμένους του αιώνος.
Στέκομαι σήμερα σε δύο κείμενα που μας παραπέμπουν σ’ αυτή τη λυτρωτική δυναμική της μνήμης, του βάθους, δηλαδή, του χρόνου και της ιστορίας, ως στοιχείων αντοχής και συνέχειας. Το ένα είναι του Ντίνου Χριστιανόπουλου, με τίτλο «Η απάντηση του Πατριάρχη» από την ποιητική ενότητα Η πιο βαθιά Πληγή. Το άλλο, ένα πεζό κείμενο, με μια εξόχως ποιητική αφαίρεση, του Σάββα Παύλου, με τίτλο «Η Εικών», δημοσιευμένο στη Νέα Ευθύνη των Αθηνών. Και τα δυό έχουν μια εσωτερική ενότητα, συναντώνται υπογείως με ένα τρόπο παράξενο, κείμενα ανάλογου ποιητικού αφαιρετικού τρόπου.
Στο πρώτο, αυτό του Χριστιανόπουλου, είναι η απόκριση του πατριάρχου Αθηναγόρου, ως εκφραστού της συλλογικής μνήμης και ιστορίας και παράδοσης, αυτής της καθ’ ημάς Ανατολής, σε ένα ανυποψίαστο δημοσιογράφο για τη συνέχεια και αντοχή του Ελληνισμού και της Εκκλησίας στον τόπο της ιστορίας:
«Το 1955, μετά τα σεπτεμβριανά, ένας δημοσιογράφος ρώτησε τον Πατριάρχη Αθηναγόρα μήπως ήταν καιρός να φύγει το Πατριαρχείο από την Κωνσταντινούπολη. “Γιατί;” είπε ο Πατριάρχης. “Μα έχετε μείνει ελάχιστοι εδώ», απάντησε ο δημοσιογράφος. “Πράγματι, μείναμε λίγοι”, είπε ο Πατριάρχης.
“Όμως ξεχνάτε πόσα εκατομμύρια είναι οι πεθαμένοι κάτω από τα πόδια μας; Αυτούς δέν τους υπολογίζετε; Μαζί μ’ αυτούς είμαστε πάρα πολλοί”.
Χρόνια με απασχολεί αυτή η απάντηση του Πατριάρχη. Τί συγκινητικό, η ορθοδοξία κι ο ελληνισμός επιβιώνουν με τα εκατομμύρια των πεθαμένων τους (…)».
Το δεύτερο κείμενο, αυτό του Σάββα Παύλου, μας πάει σε μιαν άλλη, αντίστοιχη διάσταση της δυναμικής του βάθους του χρόνου και της ιστορίας:
«Πολλά τα θαυμαστά της Μονής, σιγίλλια, λάβαρα, ευαγγέλια σε περγαμηνές, όμως για όλους, πάνω απ’ όλα, είναι η θαυματουργός εικὼν της Παναγίας, έργο του ευαγγελιστή Λουκά, δόθηκε εδώ το 890 μ.Χ., ο θεοσεβής Λέων ο Έκτος ήτανε τότε αυτοκράτορας στην Πόλη.
Μας ξεναγούσε ο μοναχός, όμως ο φίλος μου, αποτελεσματικός όπως πάντοτε, έσκυψε στ’ αυτί μου.
―Με τη μέθοδο «άνθρακας 14» αυτά όλα λύνονται, μού ψιθύρισε. Λοιπόν, θά ’ναι της ίδιας εποχής που βρέθηκε, άντε εκατό χρόνια πιο παλιά.
Σκέφτηκα αυτά τα χρόνια, 400 χιλιάδες μέρες, τον όρθρο και τον εσπερινό, πρωί κι απόγευμα μπροστά της, τις λειτουργίες, τις παρακλήσεις, τα μνημόσυνα, πάνω από δυο εκατομμύρια τελετές με ψαλμωδίες και θυμιάματα, τ’ αμέτρητα κεριά των πιστών που άναψαν προσκυνώντας την εικόνα με μια ευχή, το κλάμα του ενόχου κι αυτού που παρακαλούσε για κάποιον που αγαπούσε, κι ο χώρος φωτίστηκε με ένα άλλο φως.
―Είναι πιο παλιά, του είπα, η εικόνα.
―Τί λες; Την πας ως την εποχή του ευαγγελιστή Λουκά; Μα τώρα όλα χρονολογούνται σωστά, η μέθοδος με τον «άνθρακα 14» θα σε διαψεύσει.
―Πολύ πιο παλιά, απάντησα, από τότε που ο άνθρωπος δοκίμασε από το Δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, και στο ζύγι βαραίνει πάντα η πλευρά με τον πόνο και την πίκρα, κι ο θάνατος τραβά τη ζυγαριά όλη ως κάτω στη γη. Πρέπει ν’ αντέξουμε, λοιπόν, σ’ ένα κομμάτι ξύλο απ’ αυτό το Δέντρο τη ζωγράφισαν, στηρίξου.»
Έτσι, αυτά τα ελάχιστα περί ιστορικού βάθους και λυτρώσεως των ψυχών ημών. Και αντοχής στον τόπο του χρόνου και της ιστορίας.
Νίκος Ορφανίδης.