Τελέστηκε το Μνημόσυνο των Αρχιεπισκόπων Κύπρου που κατάγονται από την κοινότητα Προδρόμου

Τελέστηκε το Μνημόσυνο των Αρχιεπισκόπων Κύπρου που κατάγονται από την κοινότητα Προδρόμου

Σε εποχές δύσκολες και χρόνια πέτρινα για τον Χριστιανισμό και Ελληνισμό της Κύπρου, επί τουρκοκρατίας και αγγλοκρατίας, η κοινότητα Προδρόμου Μαραθάσα ευτύχησε να δώσει στον τόπο μας εξέχουσες εκκλησιαστικές και ηρωικές προσωπικότητες. Τέσσερις φωτεινές Αρχιεπισκοπικές μορφές της Κύπρου τίμησε την Κυριακή, 26 Ιουνίου 2011, η εν λόγω κοινότητα: τους αειμνήστους Αρχιεπισκόπους Μακάριο Α΄, Σωφρόνιο Γ΄, Κύριλλο Β΄ και Μακάριο Β΄.

O Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομος, προέστη Αρχιερατικού Συλλειτούργου, συμπαραστατούμενος από τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο, στον Ιερό Ναό Τιμίου Προδρόμου, της κοινότητος Προδρόμου Μαραθάσας, όπου τέλεσε το Μνημόσυνο των εκ της κοινότητος αυτής καταγομένων αειμνήστων Αρχιεπισκόπων Μακαρίου Α΄, Σωφρονίου Γ΄, Κυρίλλου Β΄ και Μακαρίου Β΄, των Μητροπολιτών Πάφου Λαυρεντίου και Νεοφύτου, του Ηγουμένου Τροοδιτίσσης Ιακώβου, του Εξάρχου της Μητροπόλεως Κυρηνείας Χριστοδούλου,  των ιερέων Νικολάου, Σπυρίδωνος και Ανδρέου και των ηρώων Σωκράτη Ιωάννου και Χριστοδούλου Αναστάση και ανέπεμψε δέηση για τη διακρίβωση της ζωής των αγνοουμένων Μιχαλάκη Παναγίδη, Ανδρέα Αγαθοκλέους και Ανδρέα Χαραλάμπους.

Ο Μακαριώτατος στην ομιλία του υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι “όλοι τους, με τη ζωή και την προσφορά τους, κληροδότησαν σε μας φωτεινά παραδείγματα ήθους, αξιοπρέπειας, αγάπης προς την Εκκλησία και την πατρίδα και προσήλωσης στο υπέρτατο αγαθό της ελευθερίας … ΟΠρόδρομος δικαιούται να είναι υπερήφανος τόσο για τους τέσσερις αείμνηστους Αρχιεπισκόπους του και τους άλλους Μητροπολίτες και Κληρικούς που ανέδειξε, όσο και για τους ήρωες και αγνοούμενούς του, που αγωνίστηκαν και πρόσφεραν ό,τι πιο ιερό και πολύτιμο είχαν για την Εκκλησία και την πατρίδα. Ευχόμαστε όπως δώσει ο Θεός, ώστε οι αγώνες και οι θυσίες όλων σύντομα να βρουν τη δικαίωσή τους”.

Ο Κοινοτάρχης Προδρόμου κ. Ανδρεάς Αυγούστου τόνισε, μεταξύ άλλων, πως “για μας τους νεότερους Προδρομίτες αποτελεί τιμή, χαρά και δόξα” το ότι οι προμνημονευθέντες Αρχιεπισκόποι κατάγονται απο τον Πρόδρομο και πρόσθεσε ότι χρέος μας είναι να κρατήσουμε τη μνήμη τους άσβεστη.

Στη συνέχεια, ο Μακαριώτατος τέλεσε τα αποκαλυπτήρια των προτομών των τεσσάρων Αρχιεπισκόπων  και του μνημείου Πεσόντων και Αγνοουμένων της κοινότητος Προδρόμου.

Ακολουθεί η ομιλία του Μακαριωτάτου:

“Με αισθήματα βαθιάς θρησκευτικής και εθνικής συγκίνησης βρισκόμαστε σήμερα στην ωραία κοινότητα Προδρόμου, για να τελέσουμε από τη μια μεριά το μνημόσυνο των τεσσάρων Αρχιεπισκόπων Κύπρου Μακαρίου Α΄, Σωφρονίου Γ΄, Κυρίλλου Β΄ και Μακαρίου Β΄, των Μητροπολιτών Πάφου Λαυρεντίου και Νεοφύτου, του Ηγουμένου Τροοδίτισσας Ιακώβου, του Εξάρχου της Μητροπόλεως Κυρηνείας Χριστοδούλου, των Ιερέων Νικολάου, Σπυρίδωνα και Ανδρέα και των ηρώων της κοινότητας Σωκράτη Ιωάννου και Χριστόδουλου Αναστάση, αλλά και να αναπέμψουμε δέηση για τη διακρίβωση της ζωής των τριών αγνοουμένων Μιχαλάκη Παναγίδη, Ανδρέα Αγαθοκλέους και Ανδρέα Χαραλάμπους, και από την άλλη τα αποκαλυπτήρια των προτομών των τεσσάρων Αρχιεπισκόπων, ως και του μνημείου πεσόντων και αγνοουμένων. Οι εκδηλώσεις αυτές αποτελούν ζωντανή έκφραση της αγάπης και των ευγνωμόνων ευχαριστιών όλων μας προς τους άξιους και τιμημένους αυτούς βλαστούς του Προδρόμου. Όλοι τους, με τη ζωή και την προσφορά τους, κληροδότησαν σε μας φωτεινά παραδείγματα ήθους, αξιοπρέπειας, αγάπης προς την Εκκλησία και την πατρίδα και προσήλωσης στο υπέρτατο αγαθό της ελευθερίας. Θερμά συγχαίρουμε προς τούτο τον Πρόεδρο και τα μέλη του Συνδέσμου Προδρομιτών και Φίλων του Προδρόμου, ως και τον Πρόεδρο και τα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου της κοινότητας, για την αξιέπαινη αυτήν πρωτοβουλία και συμβολή τους.

Φέρνοντας στις σκέψεις μας τις καταξιωμένες μορφές των τιμωμένων, υποσχόμαστε ότι θα συντηρούμε πάντοτε αναμμένη τη δάδα του χρέους και του καθήκοντος, που μας κληροδοτήσαν. Και ασφαλέστατα, το ζητούμενο είναι μια ελεύθερη και ενωμένη Κύπρος, χωρίς στρατεύματα εισβολής και εποίκους, στην οποία οι κάτοικοί της να ζουν ειρηνικά και αγαπημένα. Θεωρούμε χρήσιμο, στη συνέχεια, όπως, ως διάδοχος των τεσσάρων Αρχιεπισκόπων της κοινότητας Προδρόμου, αναφερθούμε ειδικά, έστω και με συντομία, στη ζωή, στο έργο και στην προσφορά του καθενός ξεχωριστά:

Ο Μακάριος Α΄ γεννήθηκε στον Πρόδρομο στις αρχές του 19ου αιώνα. Σε ηλικία δέκα ετών εισήχθηκε δόκιμος στην Ιερά Μονή Παναγίας Τροοδίτισσας. Για 27 χρόνια, υπηρέτησε ως Ιεροδιάκονος τρεις Αρχιεπισκόπους (Πανάρετο, Ιωαννίκιο και Κύριλλο Α΄). Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Κυπρίους Αρχιεπισκόπους κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1854-1865), τόσο για το έργο και τις υπηρεσίες του προς την Εκκλησία, όσο και για την προσφορά του προς τον υπόδουλο λαό μας. Ιδιαίτερα τονίζουμε τη μέριμνα και τις φροντίδες του για την πνευματική άνοδο του ποιμνίου του. Ένθερμος υποστηρικτής των γραμμάτων, ίδρυσε το Παρθεναγωγείο Φανερωμένης, στη Λευκωσία (1859), που ήταν και το πρώτο στη νήσο μας, και αναδιοργάνωσε την Ελληνική Σχολή Λευκωσίας.

Χάρη στις δικές του προσπάθειες, οι Τούρκοι επέτρεψαν τη χρησιμοποίηση κωδώνων στους ιερούς ναούς, που μέχρι τότε δεν επιτρεπόταν. Μάλιστα, η πρώτη καμπάνα, που ήχησε στην Κύπρο κατά την Τουρκοκρατία, αναρτήθηκε στον Καθεδρικό Ναό Αγίου Ιωάννη Λευκωσίας, το 1859. Χάρη, ακόμη, στις δικές του προσπάθειες, οι Τούρκοι κατάργησαν, το 1860, και τον δυσβάστακτο φόρο για τους χοίρους.

Θα ήταν παράλειψή μας, όμως, αν δεν τονίζαμε και τον θυσιαστικό τρόπο του θανάτου του. Έτσι, και παρά τις συστάσεις που του έγιναν να εγκαταλείψει τη Λευκωσία, που δοκιμαζόταν τότε από τη φοβερή χολέρα, ο ίδιος προτίμησε να παραμείνει συμπάσχων με το ποίμνιό του. Τελικά, προσβλήθηκε από την επιδημία της χολέρας και πέθανε στις 4 Αυγούστου 1865. Γενικά χαρακτηριζόταν ως «ἀνήρ πεπαιδευμένος, σώφρων, συνετός, ιεροπρεπής καί μέ τά εἰς τόν ἀρχιερατικόν Θρόνον ἀπαιτούμενα προσόντα».

Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος Γ΄ διαδέκτηκε τον Μακάριο Α΄. Γεννήθηκε το 1825 στον Πρόδρομο, αλλά σε ηλικία τριών μόλις ετών μετοίκησε με τους γονείς του στο Φοινί, απ’ όπου πήρε και το επίθετο “Φοινιεύς”. Σε ηλικία επτά ετών εισήχθηκε στην Ιερά Μονή Τροοδίτισσας, κοντά στο θείο του Ιερομόναχο Χαράλαμπο. Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1857-1861). Συγχρόνως, παρακολούθησε και μαθήματα Φιλολογίας.Το 1861, αφού επέστρεψε στην Κύπρο, διορίστηκε Ιεροκήρυκας και Σχολάρχης της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας μέχρι το 1865, που εκλέγηκε νέος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το θάνατό του, το 1900.

Υπήρξε ο τελευταίος Αρχιεπίσκοπος της περιόδου της Τουρκοκρατίας στην Κύπρο και ο πρώτος της περιόδου της Αγγλοκρατίας. Υποδέκτηκε, μάλιστα,  προσωπικά τον πρώτο Άγγλο Αρμοστή σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ. Στην προσφώνησή του προς αυτόν, τόνισε για πρώτη φορά τον πόθο του λαού μας για Ένωση με την Ελλάδα. Μάλιστα, όταν μερικές μέρες προηγουμένως έγινε ένα μικρό επεισόδιο στο σεράγιο, στη Λευκωσία, κατά την ανάγνωση του σουλτανικού φιρμανίου για εκχώρηση της Κύπρου στους Άγγλους, ο Σωφρόνιος διαμαρτυρήθηκε έντονα, επειδή ο Άγγλος διερμηνέας απείλησε ότι «οι Ρωμηοί θα τιμωρούνται διπλάσια απ’ ό,τι οι Τούρκοι», και απαίτησε αμερόληπτη δικαιοσύνη για τους Έλληνες της Κύπρου, που μέχρι τότε αδικούνταν από τους Τούρκους. Ο Άγγλος ναύαρχος λόρδος Τζων Χέϋ, εξέφρασε τη λύπη του και είπε ότι ο διερμηνέας δεν εξέφραζε τις επίσημες αγγλικές θέσεις!

Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος Γ΄ ηγήθηκε, επίσης, το 1889, και της πρώτης κυπριακής πρεσβείας, που πήγε στο Λονδίνο, για προώθηση του αιτήματος της Ένωσης. Μάλιστα, στη συνάντηση που είχε με τη Βασίλισσα Βικτώρια, παραβαίνοντας το πρωτόκολλο, απέφυγε να φιλήσει το χέρι της, πράγμα που σχολίασε και η εφημερίδα Times Λονδίνου, γράφοντας ότι ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου αποδείκτηκε «ο λέων της ημέρας»!

Το 1870 ο Σωφρόνιος πήγε, επικεφαλής αντιπροσωπείας, στην Κωνσταντινούπολη και πέτυχε ώστε και με τη βοήθεια του μεγάλου βεζύρη Μεχμέτ πασά Κιμπρισλί –που καταγόταν από την Πάφο- να χορηγηθούν διάφορες ποσότητες σιταριού, κριθαριού και ροβιού στο λαό μας, που είχε πληγεί από ανομβρία. Με πολλή σύνεση, ακόμη, διευθέτησε αποτελεσματικά τις διάφορες ανωμαλίες και τα άλλα προβλήματα, που υπήρχαν στη Μητρόπολη Κιτίου. Ιδιαίτερη, επίσης, υπήρξε η μέριμνα και η φροντίδα του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου για την εκπαίδευση στον τόπο μας και την ίδρυση σχολείων. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Παγκυπρίου Γυμνασίου (1893) και Πρόεδρος των Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Λευκωσίας από το 1893 μέχρι το θάνατό του. Γενικά, και ο Σωφρόνιος Γ΄ ήταν μια σπουδαία χαρισματική προσωπικότητα. Απόδειξη τούτου είναι ότι, όταν το 1871 χήρευσε ο Πατριαρχικός Θρόνος Κωνσταντινουπόλεως, ο Σωφρόνιος προβλήθηκε ως υποψήφιος Οικουμενικός Πατριάρχης. Τελικά, όμως, αποκλείστηκε από τον τότε Σουλτάνο.

Ο Κύριλλος Β΄, γνωστός και ως Κυριλλάτσος, γεννήθηκε στον Πρόδρομο το 1845. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Σταυρού Ιεροσολύμων. Το 1873 χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος. Υπήρξε καθηγητής στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας και Ιεροκήρυκας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου. Διετέλεσε, επίσης, Μητροπολίτης Κυρηνείας (1889-1893) και ακολούθως Μητροπολίτης Κιτίου (1893-1909). Παράλληλα, πολιτεύθηκε, αφού για πέντε συνεχείς περιόδους εκλεγόταν Βουλευτής.

Αξίζει, εδώ, να επαινέσουμε τη σημαντική πρωτοβουλία που ανέλαβε ως Μητροπολίτης Κυρηνείας να επαναφέρει τους λεγόμενους Λινοβάμβακες της περιφέρειάς του στην Ορθοδοξία. Να πούμε, επίσης, ότι το 1902, όταν ήταν Μητροπολίτης Κιτίου έγινε για πρώτη φορά η ανύψωση της ελληνικής σημαίας στην Ιερά Μονή Τροοδίτισσας. Ως Μητροπολίτης επίσης Κιτίου, ο Κύριλλος έθεσε το θέμα της ένωσης και στον τότε Υφυπουργό Αποικιών Ουΐνστον Τσέρτσιλ, που επισκέφθηκε τη νήσο μας το 1907. Απαντώντας, ο Ουΐνστον Τσέρτσιλ είπε ότι «θεωρεί πολύ φυσικό» το αίτημα της ένωσης.

Ο Κιτίου Κύριλλος εξέφραζε τον αδιάλλακτο στόχο της άμεσης ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Αντίθετα, ο ανθυποψήφιός του στις Αρχιεπισκοπικές εκλογές, Μητροπολίτης Κυρηνείας Κύριλλος, εκπροσωπούσε τη μετριοπαθή-διαλλακτική στάση, που τοποθετούσε το ιδανικό της Ένωσης ως μακροπρόθεσμο στόχο, που θα επιτυγχανόταν σταδιακά. Τελικά, ύστερα από μια δεκάχρονη κρίση, στις 8 Απριλίου 1909 Αρχιεπίσκοπος Κύπρου εκλέγηκε ο Κύριλλος Β΄.

Επί της Αρχιεπισκοπείας του, ο λαός κινητοποιήθηκε προς ενίσχυση του ελληνικού στρατού τόσο στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13), όσο και στον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Αξίζει να αναφέρουμε, επίσης, ότι το 1914 η Αγγλία, αντιδρώντας στην προσχώρηση της Τουρκίας με το μέρος της Γερμανίας, αποφάσισε την πλήρη προσάρτηση της Κύπρου, η οποία μέχρι τότε εξακολουθούσε να θεωρείται ως τμήμα της Τουρκίας. Σε εκτενές τότε έγγραφο του προς τον Άγγλο Ύπατο Αρμοστή Χάμιλτον Γκουλντ Άνταμς, ο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Β΄ εξέφραζε την ικανοποίησή του για την εξέλιξη αυτήν, που απάλλασσε τελείως την Κύπρο από την τουρκική κυριαρχία, και τόνιζε ότι θεωρούσε το νέο τούτο πολιτικό καθεστώς ως προσωρινό σταθμό στο στόχο της Ένωσης. Τελικά, ο Κύριλλος Β΄ πέθανε στις 6 Ιουλίου 1916, ενώ παραθέριζε στον Άγιο Δημήτριο Μαραθάσας, και τάφηκε στον Πρόδρομο.

Στον Πρόδρομο, όμως, γεννήθηκε το 1870 και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β΄. Θείος του ήταν ο Κύριλλος Β΄. Χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος το 1895 και σπούδασε κατά σειρά στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη Γενεύη για εκμάθηση της Γαλλικής γλώσσας, και στην Οξφόρδη. Παντού αρίστευσε! Το 1912 κατατάγηκε ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό, κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, πράγμα για το οποίο και τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό του Σωτήρος και με μετάλλιο.

Το 1917 εκλέγηκε Μητροπολίτης Κυρηνείας. Υπήρξε αδιάλλακτος μαχητής υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Από εράνους που διενήργησε στην περιφέρειά του, στα χρόνια 1926-1928, ενισχύθηκε η ελληνική πολεμική αεροπορία. Τιμητικά, μάλιστα, σε ένα αεροπλάνο δόθηκε το όνομα «Κυρήνεια». Διακρινόταν, επίσης, για τους φλογερούς πατριωτικούς του λόγους. Στην περιφέρεια του έστρεψε με πολλή αγάπη την προσοχή του στον ευαίσθητο τομέα της εκπαίδευσης, ιδρύοντας σχολεία και ενισχύοντας τα υφιστάμενα. Ενδιαφέρθηκε, ακόμη, για την ύπαιθρο και τη γεωργία, αλλά και για την εξύψωση πολιτιστικά και πνευματικά του λαού. Ήταν ο πρώτος, επίσης, που εισήγαγε την παροχή 13ου μισθού για τους κληρικούς της περιφέρειάς του. Για την ενεργό ανάμειξη και συμμετοχή του στα Οκτωβριανά του 1931, οι Άγγλοι τον εξόρισαν. Παρέμεινε εξόριστος, στην Ελλάδα, μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου 1946, οπότε επέστρεψε στην Κύπρο, μετά την άρση του διατάγματος της εξορίας του.

Ο Μακάριος Β΄ εκλέγηκε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου στις 24 Δεκεμβρίου 1947, σε διαδοχή του Λεοντίου. Στο βραχύ διάστημα της Αρχιεπισκοπείας του –μόλις δυόμισυ χρόνια- ο Μακάριος Β΄ επέβαλε την αδιάλλακτη γραμμή του υπέρ της ένωσης. Στην ομιλία του, μάλιστα, στο μεγάλο παγκύπριο συλλαλητήριο, που έγινε στις 3 Οκτωβρίου 1948, στη Λευκωσία, άφησε υποθήκη του προς όλους «νά παραμείνουν πιστοί εἰς τόν Θεόν καί τήν Ἑλλάδα, και να συνεχίσουν ἀγωνιζόμενοι ὅλῃ ψυχῇ καί δυνάμει διά τήν ἐλευθερίαν, μέ μοναδικόν καί ἀναλλοίωτον σύνθημα τήν Ἕνωσιν καί μόνον τήν Ἕνωσιν»! Συνέστησε, ακόμη, το Εθνικό Συμβούλιο από αντιπροσώπους της Εκκλησίας και του λαού. Επί των ημερών του έγινε και το ενωτικό δημοψήφισμα, στις 15 Ιανουαρίου 1950, κατά το οποίο το 96% του λαού μας τάχθηκε υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Γενικά, ο Μακάριος Β΄ άφησε μνήμη ελεήμονος Μητροπολίτη και Αρχιεπισκόπου, αναβάθμισε τον εθναρχικό ρόλο της Εκκλησίας και προετοίμασε τον δρόμο για τον διάδοχό του Αρχιεπίσκοπο και Εθνάρχη Μακάριο Γ΄ !

Καταληκτικά, ο Πρόδρομος δικαιούται να είναι υπερήφανος τόσο για τους τέσσερις αείμνηστους Αρχιεπισκόπους του και τους άλλους Μητροπολίτες και Κληρικούς που ανέδειξε, όσο και για τους ήρωες και αγνοούμενούς του, που αγωνίστηκαν και πρόσφεραν ό,τι πιο ιερό και πολύτιμο είχαν για την Εκκλησία και την πατρίδα. Ευχόμαστε όπως δώσει ο Θεός, ώστε οι αγώνες και οι θυσίες όλων σύντομα να βρουν τη δικαίωσή τους”.

Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου,
26 Ιουνίου 2011.

 

Print Friendly, PDF & Email

Share this post