Ομιλία Χρήστου Γ. Ζαχαράκι , Πρέσβεως ε.τ. στο Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄
ΟΜΙΛΙΑ
ΧΡΗΣΤΟΥ Γ. ΖΑΧΑΡΑΚΙ, Πρέσβεως ε.τ.
στο Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄
Λευκωσία, 06/04 2013
Θα ήθελα πριν απ’ όλα να ευχαριστήσω θερμά το Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ και τον Πρόεδρο του κ. Φυλακτού, την Οργανωτική Επιτροπή της Ημερίδος για τα εκατό χρόνια από την γέννηση του Εθνάρχου και, τέλος, προσωπικά τον φίλο Μιχάλη Κολοκασίδη ο οποίος είχε την καλωσύνη να μου διαβιβάσει την πρόταση και την πρόσκληση συμμετοχής μου στην σημερινή εκδήλωση που, πέραν του άκρως τιμητικού για μένα χαρακτήρος της, μου έδωσε την ευκαιρία να επισκεφθώ και πάλι την Κύπρο με την οποία με συνδέουν άρρηκτοι δεσμοί μετά την ενδεκάχρονη συνολικά υπηρεσιακή παραμονή μου στην φίλτατη Μεγαλόνησο.
Ομολογώ ότι όταν μου προτάθηκε το θέμα της ομιλίας μου και, ακόμα περισσότερο, όταν στη συνέχεια μου κοινοποιήθηκαν οι διοργανωτικές ρυθμίσεις και λεπτομέρειες της Ημερίδος και, συγκεκριμένα, των κατ’ ανάγκη περιορισμένων χρονικών πλαισίων στην διάθεση μου, με κατέλαβε βαθειά ανησυχία κατά πόσο θα μπορούσα να ανταποκριθώ υπεύθυνα στις απαιτήσεις μιας έστω και στοιχειωδώς εμπεριστατωμένης αναπτύξεως ενός τόσο σημαντικού θέματος. Των σχέσεων δηλαδή Μακαρίου και Ελλαδικών-προτιμώ αυτόν τον όρο αντί Ελληνικών- Κυβερνήσεων οι οποίες σφράγισαν καθοριστικά την ιστορική πορεία και μοίρα του Ελληνισμού γενικώτερα αλλά, κυριώτατα, του πολύπαθου αυτού τμήματος του.
Μη διαθέτοντας ουσιαστικές προσωπικές εμπειρίες, μιας και ως απλός Σύμβουλος της Πρεσβείας Λευκωσίας κατά την διετία 1975-1977 είχα εκ των πραγμάτων περιορισμένη άμεση υπηρεσιακή επαφή και συνεργασία με τον Εθνάρχη, – όταν επέστρεψα ως Πρέσβυς το 1979 ο Αρχιεπίσκοπος είχε δυστυχώς εκδημήσει- άρχισα, να ταξινομώ τις όποιες εν προκειμένω γνώσεις μου και όσες σχετικές πληροφορίες, είχα συγκεντρώσει κατά την μέχρι τότε επαγγελματική διαδρομή μου. Και, κυρίως, προσπάθησα να διερευνήσω το πράγματι πλούσιο σχετικό υλικό εγγράφων, σημειωμάτων και επιστολών, τυπικά απόρρητο σε ογκώδεις φακέλλους αλλά δημοσιευμένο, εν τούτοις, σε εκτενή βιβλιογραφία, προς αναζήτηση και διακρίβωση μιας, ακόμα και κατά προσέγγιση, αντικειμενικής αλήθειας. Γρήγορα, όμως, αναθάρρησα διαπιστώνωντας ότι η όλη προσπάθεια ήταν μάλλον άσκοπη, εφόσον η αλήθεια αυτή δεν απαιτούσε τελικά ούτε μακρόχρονη και ενδελεχή έρευνα ούτε πολύωρη ανάλυση για να διατυπωθεί, πράγμα που φοβούμαι θα απογοητεύσει όσους, ενδεχομένως, προσδοκούσαν αποκάλυψη αγνώστων και μυστικών πτυχών του όλου θέματος. Και αυτό γιατί θα μπορούσε κάλλιστα να συνοψισθεί σε μία απλή, υπεραπλουστευμένη, ίσως, αλλά τραγικά αληθινή, κατά την γνώμη μου, φράση που αποδίδει , ανάγλυφα την ιστορική πραγματικότητα: τίποτα δηλαδή περισσότερο από την απερίφραστη παραδοχή ότι οι σχέσεις Μακαρίου και Ελλαδικών Κυβερνήσεων, κάθε ιδεολογικού, κομματικού ή και πολιτειακού σχήματος, υπήρξαν εγγενώς και αδιαλείπτως προβληματικές, από τουλάχιστον ψυχρές έως έντονα συγκρουσιακές με καταστροφικές, φυσικά, συνέπειες.
Βεβαίως η διάγνωση αυτή δεν θα αρκούσε, από μόνη της, για να στοιχειωθεί η αντικειμενική αλήθεια αφού άμεσα προβάλλει και το αυτονόητο συνακόλουθο ερώτημα περί του ποσοστού ευθύνης των δύο πρωταγωνιστών στην διαχρονική διαμόρφωση και εμπέδωση των αρνητικών αυτών σχέσεων. Εδώ η απάντηση δεν είναι τόσο εύκολη γιατί αναπόφευκτα συνδέεται με τα εκάστοτε επιβαρυντικά ή ελαφρυντικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν κατά περίπτωση και περίσταση την εκατέρωθεν στάση και συμπεριφορά των δύο πλευρών. Κατά συνέπεια μόνο με συνεκτίμηση των στοιχείων αυτών θα μπορούσε κανείς να καταλογίσει της εκατέρωθεν ευθύνες Αθηνών και Λευκωσίας. Σπεύδω, ωστόσο, να υπογραμμίσω ότι η οποιαδήποτε στάθμιση των εκάστοτε δεδομένων και το οιοδήποτε συμπέρασμα εξαχθεί, ακόμα και σε περίπτωση ισόρροπου τυχόν καταμερισμού των ευθυνών, δεν αίρει, καθ’οιονδήποτε τρόπο, την ευρύτερη θεμελιώδη, μητρική θα έλεγα, ευθύνη της μητροπολιτικής Ελλάδος έναντι της χειμαζομένης Κύπρου. Ευθύνη που βαρύνει εξ ορισμού αποκλειστικά την Ελλάδα, πέρα και πάνω από τις διμερείς και, εν πολλοίς, προσωπικές σχέσεις των δύο ηγεσιών . Το ζήτημα, όμως, της ευρύτερης αυτής μητροπολιτικής ευθύνης και του τρόπου με τον οποίον αυτή εκδηλώθηκε κατά τις διάφορες φάσεις του Κυπριακού εκφεύγει, προφανώς, των ορίων της σημερινής ομιλίας μου.
Τα γενεσιουργά αίτια της διαμάχης και της χρόνιας τριβής και, κατά καιρούς, οξύτητος στις επίμαχες αυτές σχέσεις εδράζονται σε δύο λόγους.
Ο πρώτος, που, όπως θα δούμε, δεν είναι εντελώς άσχετος από τον δεύτερο, άπτεται ασφαλώς της πορείας του Κυπριακού ζητήματος και των χειρισμών προς εξασφάλιση της λύσεως του. Ο λόγος αυτός προβλήθηκε στην πράξη, αλλά ως ένα σημείο και στην θεωρία, σαν δικαιολόγηση των εκάστοτε διαφωνιών του Εθνάρχου με τους δύο κοινοβουλευτικούς Έλληνες Πρωθυπουργούς, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Γεώργιο Παπανδρέου με τους οποίους κυρίως «συμβίωσε» ο Μακάριος επί εικοσαετία και πλέον. Περιορίζομαι σ’ αυτούς εφόσον η ρήξη του με το δικτατορικό καθεστώς ήταν νομοτελειακά αναπότρεπτη πέραν από τυχόν διχογνωμίες επί του Κυπριακού, έστω και αν αυτό χρησιμοποιήθηκε και πάλι ως άλλοθι για τις επαίσχυντες ενέργειες της δικτατορίας κατά της Λευκωσίας και τις επακόλουθες δραματικές συνέπειες.
Η πολύχρονη δοκιμασία των σχέσεων Μακαρίου-Ελλαδικών Κυβερνήσεων στιγμάτισε όλες τις φάσεις της πορείας του Κυπριακού που θα μπορούσαν να διακριθούν σε τέσσερις περιόδους: Από το 1950 μέχρι την Ζυρίχη, από την σύσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι την απόφαση αναθεωρήσεως των σχετικών συμφωνιών το 1963, από τότε μέχρι το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή του 1974 και, τέλος, από την επιστροφή του Εθνάρχου στην Κύπρο μέχρι τον θάνατο του το 1977.
Όλα αυτά είναι βεβαίως γνωστά και, συνεπώς, παρέλκει η αναλυτική και περιπτωσιολογική παρουσίαση τους.
Διαβάστε όλη την ομιλία εδώ…