Τιμήθηκαν οι δεκατρείς Μοναχοί της Καντάρας, Λιτανεία στον Πεδιαίο ποταμό
Με σεμνή Θεία Λειτουργία τιμήθηκε το Σάββατο η μνήμη των 13 οσίων μοναχών και μαρτύρων της Ιεράς Μονής Παναγίας Καντάρας, που από το 1974 βρίσκεται στον κατεχόμενο Πενταδάκτυλο της Κύπρου. Η Λειτουργία έγινε στο μικρό εκκλησάκι προς τιμήν των αγίων στην κοίτη του Πεδιαίου ποταμού της Λευκωσίας, που οικοδομήθηκε με βάση την παραδοσιακή ναοδομία σε κρατική γη πίσω από το προεδρικό μέγαρο.
Οι 13 Οσιομάρτυρες άφησαν την εποχή των Λατίνων το θαυμαστό Καλόν Όρος της Μικράς Ασίας και ήλθαν στην Κύπρο αναζητώντας τόπο ησυχίας. Πέρασαν από τα μοναστήρια της Παναγίας Μαχαιρά και του Ιωάννου Χρυσοστόμου και κατέληξαν στο μοναστήρι της Παναγίας της Κανταριώτισσας , κοντά στο κάστρο της Καντάρας.
Το μοναστήρι της Παναγίας της Καντάρας βρίσκεται κοντά στο ομώνυμο κάστρο που κτίστηκε τον 11ο αι. από τους Βυζαντινούς και καταστράφηκε από τους Ενετούς τον 16ο αι. Για πρώτη φορά αναφέρεται σε πηγές το 1191.
Το ξεχωριστό της φετινής γιορτής ήταν ότι την Παρασκευή το απόγευμα από την εκκλησία των Αγίων Ομολογητών ξεκίνησε ιερά πομπή , στην παρουσία της υπουρ- γού Εσωτερικών Ελένης Μαύρου. Πρόσκοποι μετέφεραν την ιερά εικόνα των Οσίων 13 μαρτύρων και μαζί με το ιερατείο και πιστούς πέρασαν από τα γραφικά δρομάκια της γειτονιάς των Αγίων Ομολογητών και από την κοίτη του Πεδιαίου ποταμού. Η πομπή κατέληξε στο παρεκκλήσιο, όπου τελέστηκε μέγας εσπερινός με αρτοκλασία.
Το 1231 θανατώθηκαν με φρικτό τρόπο οι 13 μοναχοί της μονής στην κοίτη του ποταμού Πεδιαίου από τους Λατίνους επειδή αρνήθηκαν αφενός να δηλώσουν πίστη και υπακοή στον Πάπα και αφετέρου να χρησιμοποιήσουν στη Θεία Ευχαριστία άζυμο άρτο, όπως ήθελαν οι Παπικοί.
Ηγούμενος της μονής ήταν τότε ο Ιωάννης. Αυτός και οι άλλοι αδελφοί της μονής φυλακίστηκαν από τη Λατινική – Παπική εξουσία της Κύπρου στις φυλακές της Λευκωσίας, όπου υπέστησαν απάνθρωπα και απερίγραπτα μαρτύρια. Τελικά τους καταδίκα σαν σε θάνατο, τους έβγαλαν το μοναχικό “σχήμα, τους έδεσαν τα πόδια σε άγρια άλογα, τους λιθοβόλησαν και κατόπιν τους έσυραν πάνω στις κοφτερές πέτρες της κοίτης του ξεροπόταμου Πεδιαίου, χτυπώντας τους ταυτόχρονα χωρίς έλεος με ραβδιά. Τα κατακομματιασμένα και καθημαγμένα σώματα των Αγίων τα έριξαν στις φλόγες μεγάλης φωτιάς που άναψαν, και με αυτόν τον τρόπο τελειώθηκαν. Έτσι κατετάγησαν από την Εκκλησία στη χορεία των Οσίων, των Ομολογητών και των Μαρτύρων.
Η διήγηση για το μαρτύριό τους σώθηκε σε δύο χειρόγραφα. Το ένα του 14ου αιώνα βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού και το δεύτερο του 1426 βρίσκεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας.
Για το μαρτύριο των 13 μοναχών της Καντάρας ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός Β’ διαμαρτυρήθηκε με φρικώδη επιστολή του στον Πάπα Γρηγόριο τον Ένατο. Η παπική απάντηση, σύμφωνα με τον Κύπριο μακαριστό λόγιο αρχιμανδρίτη του Οικουμενικού Θρόνου Βενέδικτο Εγγλεζάκη που παραπέμπει σε σχετικό άρθρο του ιδρυτή του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου Θεόδωρου Παπαδόπουλου, «απετελείτο εκ της γραφικής ερμηνείας της αποκοπής του δουλικού ωτίου υπό του Πέτρου».
Ο μακαριστός π. Βενέδικτος από τους κορυφαίους μελετητές της Ιστορίας της Εκκλησίας Κύπρου σημειώνει το 1976 στον «Φ»: «Από την μια ένας λαός φτωχός και υπόδουλος. Με μια σκιά ονείρου την Βασιλεύουσα. Από την άλλη η νεαρή Δύση άπληστη και επηρμένη…Για τον “ρεαλιστή” δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο μεγάλη ανοησία από αυτή των δεκατριών της Καντάρας να τα βάλουν τελικά με τον Πάπα Γρηγόριο τον Θ΄. Και γιατί; Για τα άζυμα. Και όμως χωρίς αυτό το “πείσμα” και τον “καλογερισμό” και την “άγνοια της διεθνούς πραγματικότητας”, δηλαδή χωρίς την πίστη στο Θεό και την αιώνια δικαιοσύνη Του , αυτός ο τόπος ( σ.σ. η Κύπρος) μήτε χριστιανικός θα έμενε μήτε ελληνικός».
Στο έγκλημα κατά των μοναχών είχε αναμειχθεί και ο βασιλέας τη Κύπρου Ερρίκος Α΄ ο οποίος είχε αναγκαστεί από τη Λατινική Ιεραρχεία να διατάξει τον βασανισμό και τον θάνατο των μοναχών.
Παρά τους κατατρεγμούς η μονή συνέχισε αργότερα τη ζωή της μέχρι τις αρχές του 20ού αι. Σήμερα διασώζεται μόνο ο ναός της, ο οποίος είναι σε προχωρημένο στάδιο φθοράς, λόγω της λεηλασίας μετά την τουρκική εισβολή του 1974.
του Αριστίδη Βικέτου, Δημοσιογράφος
Πηγή: εφημερίδα «Φιλελεύθερος»