Τo Μενίλ αποχαιρέτησε τις τοιχογραφίες της Λύσης
Έκλεισε την Κυριακή στο Ίδρυμα Μenil, στο Χιούστον του Τέξας, η έκθεση των περίφημων τοιχογραφιών (13ος αιώνας) από το εκκλησάκι του Αγίου Ευφημιανού (Θεμωνιανού) στην κατεχόμενη Λύση, το οποίο πριν από το 1974 κηρύχθηκε από το Τμήμα Αρχαιοτήτων σε μνημείο του Πίνακα Β. Ο επαναπατρισμός των τοιχογραφιών στην Κύπρο, που είχαν αποτοιχιστεί και εξαχθεί στο εξωτερικό από τον διαβόητο Τούρκο αρχαιοκάπηλο Αdin Dikmen, είναι πλέον θέμα ημερών. Το συμβόλαιο για τον δανεισμό τους από την Αρχιεπισκοπή στο Ίδρυμα Μenil έληξε στις 14 Φεβρουαρίου.
Το Ίδρυμα Μenil αποχαιρέτησε τις τοιχογραφίες με Θεία Λειτουργία, την οποία τέλεσε το Σάββατο ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Δημήτριος στο παρεκκλήσιο, στο οποίο οι τοιχογραφίες εκτίθεντο από τα μέσα της δεκαετίας του 1980.
«Προσευχόμαστε αυτή η αλλαγή να αφήσει πίσω της μια ωραία εμπειρία. Ό,τι και να συμβεί, αυτό το παρεκκλήσι θα έχει πάντα μια ατμόσφαιρα ιερότητας», είπε ο Αρχιεπίσκοπος Δημήτριος.
Επίσης, ο κ. Δημήτριος επισήμανε ότι «οι νωπογραφίες θα μπορούσαν να είχαν εκτεθεί σε ένα μουσείο, αλλά το γεγονός ότι κτίστηκε ένας ειδικός χώρος για να τιμήσει το πνεύμα τους φανερώνει την αγάπη του Ιδρύματος Μenilγια έργα τέχνης που είναι ιερά, όμορφα και ιστορικής σημασίας».
Ο διευθυντής της συλλογής Μenil, Τζόσεφ Χέλφενσταϊν, δήλωσε ότι «το αίσθημα είναι πικρόγλυκο», αλλά πρόσθεσε πως «η επιστροφή των τοιχογραφιών είναι ορθή ενέργεια».
«Οι τοιχογραφίες ήταν μέρος του περιβάλλοντός μας εδώ και έτσι η απώλειά τους είναι θλιβερό γεγονός. Αλλά αισθανόμαστε καλά, γιατί κάναμε το σωστό. Δεν τις κλέψαμε, ποτέ δεν ήταν δικές μας, ήμασταν μόνο οι φύλακές τους», είπε ο κ. Χέλφενσταϊν. Εξάλλου, ο πρέσβης της Κύπρου Παύλος Αναστασιάδης δήλωσε ότι το Ίδρυμα Μenil«όχι μόνο αποκατέστησε τις νωπογραφίες, αλλά και τις παρουσίασε με έναν αισθαντικό τρόπο που εκφράζει κατανόηση και σέβεται τη σημασία τους». Για να διευθετήσουν τα πρακτικά θέματα του επαναπατρισμού βρίσκονται στο Τέξας ο διευθυντής του Κέντρου Βυζαντινών Εικόνων και Μνημείων της Αρχιεπισκοπής πρωτοπρεσβύτερος Δημοσθένης Δημοσθένους, ο νομικός σύμβουλος Κώστας Κατσαρός και η συντηρήτρια του Τμήματος Αρχαιοτήτων Στέλλα Πισσαρίδου.
Με τον επαναπατρισμό τους στην Κύπρο οι τοιχογραφίες θα τοποθετηθούν σε παρεκκλήσι στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’.
Α. Βικέτου.
*********************************************************************
Έφτασε ο καιρός να επιστρέψουν στον τόπο τους
Άντριου Σιόφερ: «Η συμφωνία ωφέλησε και τα δύο μέρη»
Ουάσινγκτον – Μετά από δανεισμό στο Μουσείο Μenilτου Χιούστον, που κράτησε περισσότερο από δύο δεκαετίες, οι δύο βυζαντινές τοιχογραφίες του 13ου αιώνα επιστρέφουν επιτέλους στην Κύπρο. Οι τοιχογραφίες, που χαρακτηρίζονται από το διευθυντή του Μenil, JosefΗelfenstein, ως «πέρα από μοναδικές» βρέθηκαν στο Χιούστον το 1998 και τοποθετήθηκαν σε εκκλησάκι που κτίστηκε ειδικά γι’ αυτές στο χώρο του Μenilτο 1997. Οι τοιχογραφίες αναμένεται να επιστραφούν στην Κύπρο στις 8 Μαρτίου και ο επιτετραμμένος των ΗΠΑ στη Λευκωσία, Άντριου Σιόφερ, δεν μπορούσε να ήταν πιο ευτυχής για την εξέλιξη αυτή: «Η αμερικανική κυβέρνηση είναι δεσμευμένη να προστατεύει την πολιτιστική κληρονομιά της Κύπρου, όπως προκύπτει και από το Μνημόνιο Συναντίληψης για την Προστασία της Πολιτιστικής Ιδιοκτησίας μεταξύ των δύο κυβερνήσεών μας», ανέφερε. «Η συμφωνία μεταξύ του Ιδρύματος Μενίλ και της Εκκλησίας της Κύπρου ωφέλησε και τα δύο μέρη, αλλά τώρα έφθασε ο καιρός να επιστρέψουν οι τοιχογραφίες στον τόπο τους», κατέληξε. Προτού πέσουν στην αντίληψη της ιδρυτού του Μουσείου Dominique de Μenilτο 1983, οι τοιχογραφίες είχαν κλαπεί από την εκκλησία του Αγίου Ευφημιανού στη Λύση της Κύπρου και κοπεί σε 38 κομμάτια από τους κλέφτες, με σκοπό να τις πουλήσουν στη μαύρη αγορά. Η de Μenil, που έμαθε από έναν πωλητή έργων τέχνης στο Λονδίνο ότι οι κατατεμαχισμένες τοιχογραφίες ήταν διαθέσιμες για πώληση, έγινε καχύποπτη και άρχισε έρευνα για την προέλευσή τους. Καθώς ήταν οι μεγαλύτερες βυζαντινές τοιχογραφίες στο δυτικό ημισφαίριο, έγιναν πόλος έλξης στο Μουσείο, αλλά το ταξίδι τους από την Κύπρο στο Χιούστον και πάλι πίσω στην Κύπρο είναι μια ιστορία κλοπής, εντοπισμού και διάσωσης, που μπορούσε να ήταν το σενάριο κινηματογραφικής ταινίας.
Ανακαλύπτοντας ότι ο νόμιμος ιδιοκτήτης των τοιχογραφιών είναι η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, το Ίδρυμα Μenil, που διευθύνει το Μουσείο, αγόρασε τα κομμάτια εκ μέρους της Εκκλησίας και με την άδειά της. Το Ίδρυμα ανέλαβε τη σχολαστική αποκατάστασή τους, η οποία έγινε στο Λονδίνο από το 1984 μέχρι το 1988 από τον Βρετανό συντηρητή Laurence Μorocco. Σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια του Ιδρύματος, η Εκκλησία της Κύπρου συμφώνησε στο μακρόχρονο δανεισμό των τοιχογραφιών και ενέκρινε την έκθεσή τους στο Μουσείο Μenil.
Παρά τη μεγάλη ζημιά που είχαν υποστεί, ήταν ξεκάθαρο ότι οι τοιχογραφίες είχαν μεγάλη πολιτιστική και ιστορική σημασία, ανέφερε ο Ηelfestein. «Η Dominique de Μenil αντιλήφθηκε αμέσως την ομορφιά και τη σημασία αυτών των έργων τέχνης του 13ου αιώνα ακόμα στην κατάσταση κατατεμαχισμού και βανδαλισμού που ήταν», είπε. «Και όταν είδε τα αποτελέσματα της αποκατάστασης, σίγουρα εκείνη η στιγμή ήταν πολύ όμορφη και συγκινητική».
Σύμφωνα με τον αρχισυντηρητή του Μenil, Βrad Εpley, η αποκατάσταση των τοιχογραφιών ήταν τόσο μεγάλη πρόκληση όσο το πιο πολύπλοκο παζλ, αν όχι μεγαλύτερη.
Μία από τις τοιχογραφίες παρουσιάζει τον Παντοκράτορα Χριστό. Ο Χριστός φαίνεται να ευλογεί με το ένα χέρι και στο άλλο κρατά ένα κλειστό βιβλίο που αντιπροσωπεύει τα Ευαγγέλια. Αυτή η τοιχογραφία που αρχικά είχε τοποθετηθεί στο θόλο της εκκλησίας στη Λύση θα είχε ημικυκλικό σχήμα για να ταιριάζει στις διαστάσεις του θόλου. Όμως, λόγω του τρόπου που κόπηκε και μετακινήθηκε η τοιχογραφία από τη θέση της «τα κομμάτια ήταν επίπεδα», ανέφερε ο Εpley.
Ο Μorocco «έπρεπε να βρει τη σειρά των κομματιών για να σχηματίσει καλούπι και μετά να διακριβώσει πώς ενώνονται και ποια να σκαλιστούν» για να ταιριάζουν στο θόλο της εκκλησίας που ήταν παλιότερα. Λόγω του ότι το Τμήμα Αρχαιοτήτων στην Κύπρο είχε κάνει έρευνα, υπήρχαν προηγούμενες φωτογραφίες των τοιχογραφιών για ενημέρωση, γεγονός που βοήθησε στη διαδικασία αποκατάστασης. Όταν το Μenilέκτισε το βυζαντινό εκκλησάκι και οι αποκαταστημένες τοιχογραφίες τοποθετήθηκαν στη θέση τους, το μέρος άνοιξε για το κοινό. Μέσα η τοιχογραφία του Χριστού Παντοκράτορα ατένιζε από τη θεϊκή του θέση στο θόλο, ενώ η δεύτερη τοιχογραφία, της Παναγίας με τους Αρχαγγέλους Γαβριήλ και Μιχαήλ δεξιά και αριστερά, ήταν στην αψίδα, απεικονίζοντας την αρχική της θέση στην εκκλησία της Λύσης. Κατά τη διάρκεια της παραμονής των τοιχογραφιών στο Μουσείο Μenil«στέλναμε αναφορές στο Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου και έτσι, δύο φορές τον χρόνο ενοικιάζαμε ανυψωτήρα και προβαίναμε σε λεπτομερή έλεγχο, βγάζαμε φωτογραφίες γύρω-γύρω σε κάθε επιφάνεια, γράφαμε αναφορά και τη στέλναμε, μαζί με φωτογραφίες στην Κύπρο», ανέφερε ο Εpley. Οι τοιχογραφίες έχουν προστατευθεί «σε ένα προσεκτικά ελεγχόμενο περιβάλλον, όσον αφορά στο φωτισμό, τη θερμοκρασία και την υγρασία», πρόσθεσε. «Δεν έγινε καμιά επέμβαση από το Ίδρυμα Μenil, αλλά σε δύο περιπτώσεις, μία συντηρήτρια του Τμήματος Αρχαιοτήτων ήρθε και έκανε κάποιες επιδιορθώσεις» για να εξασφαλίσει τη διατήρηση των τοιχογραφιών. «Η ίδια συντηρήτρια ήρθε από την Κύπρο για να βοηθήσει στον επαναπατρισμό τους», είπε ο Εpley. «Κάναμε μια λεπτομερή και πολύ προσεκτική εξέταση των τοιχογραφιών για να διαπιστώσουμε την κατάστασή τους. Οι τοιχογραφίες αφαιρέθηκαν από το εκκλησάκι με τη βοήθεια γερανού και τοποθετήθηκαν σε ξεχωριστά ειδικά κιβώτια. Κάθε κιβώτιο τοποθετήθηκε σε άλλο κιβώτιο για παροχή περισσότερης ασφάλειας». Η Κύπρια συντηρήτρια ανέλαβε τη φύλαξη και συνοδεία τους στο αεροπλάνο για την Κύπρο. Από το 1997, οι τοιχογραφίες έχουν εμπλουτίσει τις ζωές χιλιάδων επισκεπτών του Μουσείου, είπε ο Ηelfenstein. «Από το όλο του Χιούστον και ολόκληρο τον κόσμο οι πολίτες εγκωμίασαν τις τοιχογραφίες και το εκκλησάκι που τις φιλοξένησε.Η Κυριακή 4 Μαρτίου ήταν η τελευταία μέρα που το κοινό στο Χιούστον μπορούσε να δει τις τοιχογραφίες. Η προσέλευση στο Μουσείο αυξήθηκε σημαντικά από τη στιγμή που ανακοινώθηκε η τελεσίδικη επιστροφή, είπε ο Εpley. Το εκκλησάκι αποχαρακτηρίστηκε με την αφαίρεση των τοιχογραφιών και το μέλλον του δεν έχει αποφασιστεί ακόμα. Καμιά άλλη ζωγραφιά στο δυτικό ημισφαίριο δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτές τις τοιχογραφίες, όσον αφορά στην ηλικία, το μέγεθος και την ποιότητα, ανέφερε ο Εpley.
«Έργα τέχνης 700 χρόνων, από έναν καλλιτέχνη που το όνομά του χάθηκε μέσα στους αιώνες, είναι θησαυροί», δήλωσε ο Ηelfenstein. «Η πολιτιστική και ιστορική σημασία των τοιχογραφιών επεκτείνεται τώρα στον 21ο αιώνα, καθώς επιστρέφουν στην πατρίδα τους ως ακέραια έργα τέχνης, μετά από μια εντυπωσιακή παρουσία στη Βόρειο Αμερική».
Lauren Μonsen
***********************************************************
Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα “Ο Φιλελεύθερος“. 6 Μαρτίου 2012, σελ. 29.