Ἔφυγε ὁ ἀκάματος Λευΐτης τοῦ Λυθροδόντα π. Κωνσταντῖνος Μαυροκορδάτος
Ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα τῆς Τετάρτης 1ης Αὐγούστου ἀνεχώρησε γιὰ τὶς αὐλὲς τοῦ Κυρίου μας ὁ γηραιὸς πρωτοπρεσβύτερος τοῦ Λυθροδόντα π. Κωνστνατῖνος Μαυροκορδάτος σὲ ἡλικία λίγο περισσότερο ἀπὸ 93 ἐτῶν.
Πράγματι, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ μιλήσεις γιὰ μία ἐκκλησιαστική προσωπικότητα, καθότι ἡ ἱερωσύνη δέν εἶναι μία ὁποιαδήποτε ὑπηρεσία, ἀλλά τό μέγιστο ἀξίωμα πού δόθηκε ποτέ στόν ἄνθρωπο, ἡ ὕψιστη τιμή καί ἀξία πού δόθηκε ποτέ σέ κτιστά ὄντα.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι ἡ ἱερωσύνη εἶναι «ἐπιστήμη ἐπιστημῶν καί τέχνη τεχνῶν». Θεωρεῖ τήν ἱερωσύνη ὡς «τήν καθ᾿ ἡμᾶς ἰατρικήν» καί πολύ πιό κοπιαστική ἀπό αὐτήν «τήν περί τῶν σωμάτων» γι’ αὐτό καί την ἀποκαλεῖ «τιμιωτέρα». Ἐπίσης, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἤθελε τους ἱερεῖς πνευματικοὺς πρωταθλητές, ὥστε τοὺς σύστηνε «καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, καὶ εἶτα καθᾶραι· σοφισθῆναι, καί οὕτω σοφίσαι· γενέσθαι φῶς, καί φωτίσαι· ἐγγίσαι Θεῷ, καὶ προσαγαγεῖν ἄλλους· ἁγιασθῆναι καί ἁγιάσαι».
Τέτοιον ἄξιο καὶ γνήσιο ἱερέα εἴχαμε τὴν εὐλογία νὰ ἔχουμε καὶ ἐμεῖς ὅλοι ὡς πρότυπα κατὰ τὴν ἐφηβικὴ καὶ μετέπειτα ἡλικία μας, τὸν μακαριστό π. Κωνσταντῖνο Μαυροκορδάτο.
Ὅσες πληροφορίες κι ἂν συλλέξεις ἀπὸ τοὺς οἰκείους, ἀπὸ τοὺς φίλους, ὰπὸ τοὺς μαθητές, ἀπό τοὺς συγχωριανοὺς ποὺ τόν ἔζησαν, θὰ εἶναι ἕνα μικρό, προσωπικὸ βίωμα τοῦ καθενὸς ἀπὸ τὴν μορφὴ αὐτὴ καὶ θ’ ἀντιστοιχεῖ σὲ μία πτυχή, σ’ ἕνα συμβεβηκὸς τῆς ζωῆς καὶ τῆς προσωπικότητάς του.
Ὁ π. Κωνσταντῖνος Μαυροκορδάτος γεννήθηκε στὶς 8 Ἰανουάριου 1925. Οἱ γονεῖς του ἦταν ὁ Κυριάκος Σάββα Μηνᾶ καὶ ἡ Παρασκευοῦ Κωνσταντίνου Χειλᾶ. Φοίτησε στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο Λυθροδόντα. Στὶς 13 Νοεμβρίου 1948 παντρεύτηκε τὴν Ἀποστόλα Λαζάρου. Ἀπέκτησε ἑπτὰ παιδιὰ καὶ 35 ἐγγόνια καὶ δισέγγονα. Τὸν Ὀκτώβρη τοῦ 1955, ὕστερα ἀπὸ εἰσήγηση τῶν τότε ἱερέων τῆς κοινότητάς μας καὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐπιτροπῆς, φοίτησε στὴν Ἱερατικὴ Σχολὴ καὶ ὁλοκλήρωσε τὸν τριετῆ κύκλο σπουδῶν. Στὶς 15 Αὐγούστου 1956 χειροτονήθηκε διάκονος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μαχαιρᾶ καὶ στὶς 24 Φεβρουαρίου 1960 ἔλαβε τὸν δεύτερο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης στο χωριὸ Φρέναρος, ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Μακάριο τὸν Γ΄. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τὸν χειροθέτησε πολὺ σύντομα σὲ πνευματικὸ καὶ ἔτσι ἐξομολογοῦσε ἀπὸ τὸν πρῶτο μήνα τῆς χειροτονίας του. Ὅταν ἐφαρμόστηκε ὁ δεύτερος κύκλος σπουδῶν στὴν Ἱερατικὴ Σχολή, ἔσπευσε νὰ τὸν παρακολουθήσει καὶ ἀποφοίτησε τὸν Ἰούνιο τοῦ 1971.
Ἀπὸ τὸ ἔτος 1960 μέχρι τὸ 1976 ὁ π. Κωνσταντῖνος ἦταν ὁ μόνος ἱερέας τῆς κοινότητας. Χάρη στοὺς κοπιώδεις ἀγῶνες του καὶ τὶς μὴ φειδόμενες κόπου καὶ χρόνου προσπάθειές του ἀνεγέρθησαν ὁ Χριστιανικὸς Σύνδεσμος Γυναικῶν τοῦ Λυθροδόντα καθὼς καὶ ὁ νέος μεγαλοπρεπὴς ναὸς τοῦ χωριοῦ μας. Ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου κυρὸς Χρυσόστομος Α΄, ἀναγνωρίζοντας τὴν προσφορὰ τοῦ π. Κωνσταντίνου στὴν κοινότητα τοῦ Λυθροδόντα, στὸν πνευματικό, πολιτιστικὸ καὶ κοινωνικὸ τομέα, τὸν προχείρισε σὲ Οἰκονόμο, ἐνῶ μετὰ τὴν ἐπανασύσταση τῆς ἀρχαιοτάτης Μητροπόλεως Ταμασοῦ καὶ Ὀρεινῆς, ὁ οἰκεῖος Μητροπολίτης κ.κ. Ἠσαΐας, θεωρώντας ὀφειλόμενη τιμὴ καὶ χρέος ἀπέναντι στὴν μακρόχρονη ὑπηρεσία τοῦ π. Κωνσταντίνου, κατὰ τὴν πανήγυρη τοῦ Ὁσίου Θεράποντος, στὶς 30 Ὀκτωβρίου τοῦ 2011, προχώρησε στὴν προαγωγὴ τοῦ π. Κωνσταντίνου εἰς Πρωτοπρεσβύτερον.
Ο μακαριστὸς π. Κωνσταντῖνος μετέδιδε τὸν πλοῦτο τῆς καρδιᾶς του σε ὅσους τὸν πλησίαζαν. Ἄδειαζε ἀνιδιοτελῶς τὸ ὑπερπλῆρες δοχεῖο τῆς ψυχῆς του πρὸς ὅλους, ὅσοι πήγαιναν μὲ πληγωμένη, ἀνήσυχη ἢ τραυματισμένη ψυχὴ καὶ ζητοῦσαν παρηγοριά. Ὁλόκληρες γενιὲς ἄκουσαν ἔστω καὶ γιὰ μιὰ φορὰ τὶς πύρινες διδασκαλίες τοῦ «δασκάλου» π. Κωνσταντίνου στὰ κατηχητικὰ σχολεῖα, ἀμέτρητοι ἐπίσης ἐκεῖνοι ποὺ ἔγιναν δέκτες ἑνὸς παρηγορητικοῦ λόγου. Ἄριστος λειτουργός, μὲ ἄσβεστο πόθο γιὰ τὴν Ἐκκλησία, συνεπὴς στὰ καθήκοντά τους, ἰδιαίτερα φιλακόλουθος, κατανυκτικὸς καὶ νουνεχὴς κατὰ τὴν τέλεση τῶν μυστηρίων. Δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἀκούσαμε ἀπὸ κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς ἐκτὸς τῆς Κοινότητας Λυθροδόντα νὰ ἐπαινοῦν τοὺς ἱερεῖς μας «εἶστε τυχεροὶ στὸν Λυθροδόντα, διότι ἔχετε πραγματικὰ καλοὺς ἱερεῖς».
Τὸ ζωντανὸ παράδειγμά του, οἱ πατρικὲς συμβουλές του, ἡ φιλόστοργος πρόνοια καὶ κηδεμονία του, ἡ ὅλη ἀναστροφή του μαζί μας, μᾶς ἐνθαρρύνει νὰ καυχόμαστε ὅτι, ἂν καὶ ἀνάξιοι καὶ εὐτελεῖς, μένουμε κληρονόμοι τῆς διαθήκης, τὴν ὁποία ἡ δική του στοργὴ παραχωρεῖ. Πόσες φορὲς τὰ πολλαπλᾶ παραδείγματά του μᾶς ἐμψύχωσαν στις πολλαπλὲς ἀγνωσίες καὶ ἀδυναμίες μας;
Καὶ τὸ μεγαλύτερο κατ’ ἐμὲ προτέρημα τοῦ π. Κωνσταντίνου, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι μὲ πολλὴ τέχνη κατάφερνε νὰ κρύβει τὴν ἀρετή του, ποὺ αὐτὸ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀρετή. Εἴμαστε ἰδιαίτερα εὐγνώμονες γιὰ τὴν προσωπικὴ προσφορά του, καθότι ὠφεληθήκαμε πολλαπλῶς ἀπ’ αὐτὸν καὶ κατὰ τὴν παιδεία, ἀλλὰ περισσότερο κατὰ τὸ ἦθος.
Σεβαστὲ πάτερ Κωνσταντῖνε, παρακαλοῦμε νὰ μὴ μᾶς λησμονεῖς, ὥστε καὶ ἐμεῖς νὰ διέλθουμε τὴν κατὰ Θεὸν ζωή μας εὐαρεστώντας τὸν Κύριο ποὺ μᾶς κάλεσε.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη.
Ιεροδ. Τριφυλλίου Ονησιφόρου
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου