Πανηγυρικός της 28ης Οκτωβρίου 1940 του Νεάρχου Νεάρχου (28 Οκτωβρίου 2014)
ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΤΗΣ 28ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
Του Νέαρχου Νεάρχου, Φιλόλογος, Ιστορικός, Ερευνητής.
(Ο Πανηγυρικός εκφωνήθηκε κατά την Δοξολογία στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννου, στην Αρχιεπισκοπή, την Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014)
Εξοχότατε κ. Πρόεδρε της Κυπριακής Δημοκρατίας,
Μακαριότατε,
Εξοχότατε κ. Πρέσβη της Μητέρας πατρίδας,
Κυρίες και κύριοι,
Συναισθήματα διάφορα πλανώνται στη σημερινή μας επέτειο. Γι’ αυτούς, που πολέμησαν ενάντια στη βία κι ορθώθηκαν γίγαντες μπροστά στην πλήμμυρα του πάθους, ο σημερινός εορτασμός είναι μια υπενθύμιση της θυσίας, είναι μια μετάγγιση του αγώνα τους και μια παράδοση επίσημη της σκυτάλης του αγώνα για τη σωτηρία της μεγάλης πνευματικής και ηθικής κληρονομιάς, που οι αθάνατοι πρόγονοι κατέλιπαν σε μας και σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα. Σ’ εμάς, τη σημερινή γενιά, που είμαστε εδώ παρόντες, για ν’ αναστήσουμε τη μνήμη τους, είμαστε εδώ, για να καμαρώσουμε την ψυχική τους ρώμη και ν’ αναστήσουμε στη συνείδησή μας τον τρόπο, που αποκτούνται οι αξίες, προστατεύονται οι αξιοπρέπειες και κληρονομούνται οι εθνικές παρακαταθήκες. Είμαστε εδώ για να τιμήσουμε αυτούς, που μας έλειψαν, ν’ αναβαπτιστούμε στα νάματα του δικού τους αγώνα, ώστε κι εμείς αθλητές της σημερινής εθνικής μας πορείας να μπορέσουμε, με ομοψυχία και αποφασιστικότητα, να καταλήξουμε σωστά.
Η πορεία προς την αθανασία είναι απλή. Η μίμηση, ή έστω και η αναφορά του τρόπου μόνο, που οι ήρωες του ’40 στάθηκαν επάξια στις Θερμοπύλες τους, είναι αρκετά να δείξουν, πως το όνομα «έλληνας» είναι αντιπροσωπευτικό της θυσίας, ζυμωμένης με το μόχτο, την αγωνία και τον αγώνα του έλληνα να διαφυλάξει τη μεγάλη ηθική και πνευματική κληρονομιά του Έθνους.
Η γενιά του ’40 κανένα δεν ενοχλούσε. Παρά τα πολλαπλά εσωτερικά προβλήματα, που δημιούργησε το καθεστώς Μεταξά, ο ελληνισμός, σχεδόν στο σύνολο του, στοχαζόταν και εργαζόταν με κάθε τι, που μπορούσε να δώσει τον ολοκληρωμένο άνθρωπο. Και ξαφνικά οι αντιπρόσωποι του φασισμού, Χίτλερ και Μουσολίνι, προσπάθησαν να φράξουν το δρόμο στον ελληνισμό. Προσπάθησαν ν’ αλλάξουν τους αληθινούς σκοπούς της ζωής, τις φωνές της συνείδησης. Η άρνηση του δικαιώματος της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας στους λαούς, με παράλληλη δική τους παγκόσμια κυριαρχία, ήταν η ουσιώδης επιδίωξή τους. Και η Ελλάδα ήταν ένα από τα πρώτα θύματά τους.
1939, 7 Απριλίου. Το κακό προμήνυμα. Οι Ιταλοί κατέλαβαν την Αλβανία. Η θέση της Ελλάδας έγινε δραματική. Η κλιμάκωση των προκλήσεων κορυφώθηκε με τη βύθιση του ελληνικού καταδρομικού «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου, στις 15 Αυγούστου 1940. Ο σκοπός ήταν να προκληθεί αγανάκτηση των Ελλήνων, ν’ αρχίσουν τις αντεγκλήσεις, για να δικαιολογηθεί η επίθεση του Μουσολίνι. Ο ελληνικός λαός, που έβλεπε τις προθέσεις των Ιταλών, διατήρησε την ψυχραιμία του κι έκανε πέτρα την καρδιά, αλλά και τη θέληση ατσαλένια, για να υπερασπισθεί με κίνδυνο της ζωής του την προσωπική και εθνική του αξιοπρέπεια, καθώς και τη φυσική του ελευθερία.
28 Οκτωβρίου 1940. Στις 3 το πρωί ο Ιταλός πρέσβης Γκράτσι επέδωσε τελεσίγραφο, που δεν άφηνε άλλη διέξοδο: Ή θα δέχονταν την κατοχή ή θα γινόταν πόλεμος. Ζητούσαν να διαβούν τα σύνορα της Ελλάδας και να καταλάβουν όσα μέρη τους χρειάζονταν για τις ανάγκες του δικού τους πολέμου. Και ήταν σίγουροι για την αποδοχή του τελεσιγράφου από τους Έλληνες. Ήταν σίγουροι, γιατί υπολόγιζαν μόνο στο υλικό στρατιωτικό απόθεμα. Δεν υπολόγισαν τη δύναμη της ψυχής, τη δύναμη της θέλησης, του εγωισμού, της αξιοπρέπειας. Γι’ αυτά τα ιδανικά αγωνίστηκαν πάντα οι Έλληνες, αυτός ήταν, είναι και θα είναι ο εγωισμός τους. Στην ιταμή αξίωση του Μουσολίνι, ο Μεταξάς απάντησε μ’ ένα βροντερό ΟΧΙ.
Η ορμή του έθνους εκδηλώθηκε σύσσωμη. ΟΧΙ στον κατακτητή. Καλύτερος απ’ τη ζωή ο θάνατος για το καλό της πατρίδας. Αν λογαριάσουμε την κινητοποίηση του λαού, ο πόλεμος είχε γίνει παλλαϊκός, με χαρακτήρα θρησκευτικό. Ο ελληνικός λαός είναι ρομαντικός. Ενώ έχει φρονιμάδα, είναι έτοιμος και για κάθε τρέλα. Ενώ γεννήθηκε τετραπέρατος και ξέρει καλά ποιο είναι το συμφέρον του, έχει ψυχή που την καίει η φλόγα για θυσία. Τον βλέπεις στην ειρήνη και θαυμάζεις την ενεργητικότητά του. Τον βλέπεις στη δυσκολία και διαπιστώνεις πως είναι πάντα έτοιμος. Περιφρονεί το θάνατο, γιατί ξέρει πως πολλά μεν πράγματα αφανίζει, αλλά και πολύ φως ρίχνει στη ζωή. Του δίνει το σωστό μέτρο να κρίνει τα περιστατικά. Τα γλέντια και οι ανέσεις δεν μπορούν να γεμίσουν ως απάνω τη ζωή του.
Και να. Οι ώριμοι ανδραγαθούν στις πρώτες επάλξεις. Οι νέοι εκπαιδεύονται σε αρχοντικά και σε χαμόσπιτα. Κάθε τόσο ετοιμάζεται καινούρια μαχητική ομάδα από παιδιά όλων των κοινωνικών τάξεων. Καθηγητές, φοιτητές, δημόσιοι υπάλληλοι, εργάτες, ξυπόλυτα φτωχαδάκια και παχουλά καλόπαιδα. Ένα αλλόκοτο μίγμα γεμάτο ενθουσιασμό και θέληση ν’ αγωνιστεί για τη λευτεριά της πατρίδας του. Η Κορυτσά, η Πρεμετή, η Μοσχόπολις, η Κλεισούρα, το Αργυρόκαστρο, είναι μνημεία αθάνατα της τόλμης και του θάρρους, είναι αιώνια σύμβολα αντίστασης του ελεύθερου ανθρώπου ενάντια στη βία και στην επιδρομή.
Κι ενώ η απειλή και η υποτέλεια, το αίσχος και το όνειδος, ενσαρκωμένα στην ωμή βία των φασιστών ιταλών, κατανικήθηκαν και ποδοπατήθηκαν, ενώ αέρας λευτεριάς θέρμανε τις καρδιές των νικητών και πέταξε πέρα τις ελπίδες τους ν’ αγκαλιάσουν την αγωνία του Έθνους, για να την μετατρέψουν σ’ ελπίδα ζωής, το όνειρο δεν μπόρεσε να γίνει πραγματικότητα. Στις 6 Απριλίου 1941 οι σιδερόφρακτες στρατιές του Χίτλερ αυλάκωναν τα ελληνικά εδάφη. Τα σημάδια του ξεπεσμού μαυροφόρησαν το ελληνικό γένος. Ένας άνισος αγώνας μεταξύ της ύλης και του ανθρώπου άρχισε. Το σώμα όμως δεν άντεξε επί πολύ και λύγισε. Ένα με τ’ άλλο όλα τα κέντρα αντίστασης υποτάχτηκαν στην υλική ανωτερότητα.
Κατοχή λοιπόν. Μαύρες μέρες για το Έθνος. Όλα τα προϊόντα τα δέσμευσαν και τα συγκέντρωσαν για τον εαυτό τους. Δεν άφησαν σταγόνα λάδι, δεν άφησαν αλάτι και η μερίδα του ψωμιού περιορίστηκε στα 50 δράμια. Η κατάσταση αυτή σήμαινε καταδίκη σε θάνατο. Ένιωθες πως κάποια σατανική ιδέα κατεύθυνε τους κατακτητές, για ν’ αφανίσουν τη φυλή, που αντιστεκόταν στα σχέδιά τους. Η διατροφή των αρρώστων στα νοσοκομεία ήταν τόσο ελεεινή, ώστε για άλλη πάθηση γιατρεύονταν κι από πείνα πέθαιναν. Μητέρες νεογέννητες δεν είχαν γάλα. Στα σχολεία οι μαθητές κούναγαν το στόμα για ν’ απαντήσουν στο δάσκαλο, μα δεν ακούγονταν από ατονία. Η ψώρα, η βρώμα, έδερναν τη φτωχολογιά.
Με την υγεία όμως του λαού ροκανίσθηκε σιγά, σιγά και το ηθικό του. Οι Γερμανο – Ιταλοί φασίστες νίκησαν το σώμα. Ξέχασαν όμως την ψυχή, το κυριότερο όπλο, που διαφυλάσσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Οι ανθρώπινες αρετές φρόνηση, υπακοή, μετριοπάθεια, χρήσιμες κατά την ειρηνική ζωή, αναστάληκαν. Τώρα μόνο το θάρρος, η δύναμη και η θέληση μετρούσαν. Όσοι έβγαιναν στον αγώνα ήταν ψυχωμένοι. Ένα κυνηγητό ελπίδας και αγώνα, αγωνίας και υπομονής, ηρωισμού και θαυμασμού, συνέθεσαν ένα ύστερο ελληνικό κράτος απέραντο στη δόξα και υποδειγματικό στην αντίσταση.
Η λευτεριά γοργά θρονιάστηκε στην αρχική της κοιτίδα. Κι άρχισε ο ανασασμός και η ανασυγκρότηση. Με θεμέλιο τους αγώνες άρχισε να κτίζεται υπέροχα η Νέα Ελλάδα και να κλείνει μέσα της όλες τις ελληνικές αξίες. Γαλούχησε τη νεώτερη γενιά και την κατέστησε υπεύθυνη έναντι του παρελθόντος. Γιατί οι αγώνες του κράτους είναι κοινοί, οι δε πόνοι του Έθνους είναι και ατομικοί.
Η αντίσταση, λοιπόν, της 28ης Οκτωβρίου προς τη βία είναι για μας μέρα γιορτής. Είναι η επαλήθευση της ελληνικής κληρονομιάς. Είναι η συνέχιση της παλιάς ελληνικής υπόδειξης ως προς το περιεχόμενο της ζωής.
Στο έπος της Αλβανίας και στον υπόλοιπο αγώνα του Ελληνισμού ενάντια στο φασισμό, η Κύπρος έδωσε, κατά μεγαλειώδη τρόπο, το παρόν της. Τριάντα και πλέον χιλιάδες εθελοντών πύκνωσαν τις τάξεις του συμμαχικού στρατού. Πέρα από την αναγκαιότητα της ενεργού συμπαράταξης προς την Ελλάδα, οι Κύπριοι πίστευαν πως μια νίκη των συμμάχων θα άνοιγε το δρόμο για μια δίκαιη διευθέτηση και του Κυπριακού προβλήματος. Ο συνεχιζόμενος όμως εμφύλιος στην Ελλάδα, και μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν της επέτρεψε να υποστηρίξει σθεναρά το κυπριακό πρόβλημα. Έτσι, ο κύκλος των θυσιών της Κύπρου συνεχίστηκε στον αγώνα του 55 – 59 κι ακόμα να κλείσει.
Για μας τους Κυπρίους το βαθύτερο νόημα του αγώνα του ’40 είναι καθοριστικό: Η ελευθερία των λαών ποτέ δεν ταυτίστηκε με τα γεωγραφικά πλάτη και τα μήκη. Ποτέ δεν αποκτήθηκε ως δώρο από τρίτους. Ποτέ δεν περιορίστηκε στην ευθεία γραμμή της κομματικής συμπεριφοράς και της σκοπιμότητας. Πάντοτε ταυτίστηκε με την ευψυχία των λαών και με τα αναγκαία συνακόλουθά της, τους κινδύνους και τις θυσίες. Σήμερα, μετά το προδοτικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή και κατοχή, σήμερα με την τουρκική εισβολή και στην Αποκλειστική Οικονομική ζώνη της Κύπρου, έχουμε χρέος, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να συλλάβουμε σωστά το πρόβλημά μας και να το δούμε ως έργο ελευθερίας.
Σήμερα, όποιος δε νιώθει ευθύνη και υποχρέωση έναντι του κράτους, αυτός είναι πολίτης σκάρτος. Ο αγώνας για μας βρίσκεται στην εξέλιξή του και είναι κρίσιμες οι μέρες. Η ενεργός συμπαράταξη της Ελλάδας είναι η κυριότερη εγγύηση του αγώνα μας. Δεσμοί αίματος, ιστορίας, θρησκείας και παράδοσης μας θέλουν και μας χρειάζονται πάντα συμπαραταγμένους. Ιδιαίτερα σήμερα, που η Κύπρος και η Ελλάδα διατρέχουν τους ίδιους κινδύνους από τον ίδιο μάλιστα θρασύτατο εχθρό. Η ουσία του προβλήματός μας δεν είναι η καλή θέληση η δική μας ή των Τουρκοκυπρίων, αλλά ο νεοσουλτανισμός της Άγκυρας. Εγγύηση για τη συνέχιση της ύπαρξής μας σ’ αυτόν τον τόπο είναι η διαφύλαξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτή θα επιτευχθεί μόνο με μια σωστή λύση, που θα εδράζεται στις θεμελιώδεις αρχές της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους. Την πραγματικότητα αυτή θα πρέπει να την αντιληφθούν όλοι. Όπως και την αναγκαιότητα, ότι κάθε σκίρτημα για σπάσιμο της αλυσίδας, που ενώνει το λαό, είναι και ένα τραβηγμένο χαλίκι για γκρέμισμα. Κι εδώ διακρίνεται ο πατριωτισμός του καθενός.
Η δικαίωση του αγώνα μας, οσοσδήποτε κι αν είναι ο κύκλος της προσφοράς των άλλων, θα εξαρτηθεί πρώτιστα από τη δική μας συμπεριφορά. Αν θέλουμε να λαμπρύνουμε το ένδοξο γένος των ηρώων του ’40 και ν’ αποδείξουμε, ότι κι εμείς μπορούμε να συνταιριάσουμε το σώμα και την ψυχή σε κοινό αγώνα για την πατρίδα, θα πρέπει ποτέ να μη σκύψουμε το κεφάλι και ποτέ να μη λυγίσουμε το γόνυ. Κι αν κάποτε σκύψουμε, κι αν κάποτε γονατίσουμε, να γονατίσουμε για να αρπάξουμε το σπαθί, αν έχει πέσει κατά γης. Μόνο τότε. Εμείς εκεί να σταθούμε. Τέτοιοι να ’μαστε πάντα. Όσο αντέχουμε ελεύθεροι. Όσο κρατάμε περήφανοι. Όσο μπορούμε αδιαφέντευτοι. Μα πάνω απ’ όλα και πέρα απ’ όλα άκαμπτοι κι ανυπότακτοι αγωνιστές της ελευθερίας μας.
Μόνο έτσι θα δικαιώσουμε το πνεύμα του αγώνα και τις θυσίες των ηρώων του ’40.
Νέαρχος Νεάρχου