Ομιλία Μητροπολίτου Πάφου κ. Γεωργίου: Παρουσίαση των εκκλησιαστικών απάντων του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΑΝΤΩΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ Γ΄
Λευκωσία 20.1.2020
Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου
Υπάρχουν άνθρωποι που πέρασαν από τη γη αυτή, μένοντας άγνωστοι και απαρατήρητοι στην εποχή τους και που αναγνωρίστηκαν και εκτιμήθηκαν σε επόμενες εποχές. Υπάρχουν άλλοι, που επιδοκιμάστηκαν στην εποχή τους, πέρασαν όμως, μαζί της και ξεχάστηκαν. Υπάρχουν, όμως, και άνθρωποι που σελάγισαν και κυριάρχησαν στην εποχή τους και οι οποίοι διατήρησαν και επαύξησαν την αίγλη τους και στις επόμενες εποχές και έγιναν πρότυπα, μόνιμοι φάροι τηλαυγείς για τον λαό τους.
Ευλογημένοι οι λαοί οι οποίοι στην Ιστορική τους πορεία έχουν τέτοια πρότυπα, πρότυπα ηρωισμού, ήθους και αρετής, για να τους δείχνουν τον δρόμο. Ευλογημένοι κι όλοι εμείς, ο κυπριακός ελληνισμός, που αξιωθήκαμε, από τον Θεό, μιας τέτοιας μεγάλης δωρεάς, στο πρόσωπο του Εθνάρχη Μακαρίου.
Η κολοσσιαίων διαστάσεων μορφή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου κυριάρχησε για 30 και πλέον χρόνια , στην Κύπρο και την Εκκλησία της, από το 1948, που έγινε Μητροπολίτης Κιτίου, μέχρι την ημέρα του θανάτου του. Η δόξα του μένει όμως και σήμερα άφθιτος και η μνήμη του άληκτος και άληστος. Το παράδειγμά του κι οι υποθήκες του, αιώνιοι καθοδηγητές του λαού του.
Δεν παρασύρθηκε ποτέ από τους ανέμους. Και φυσούσαν πάντοτε απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Έμεινε στις επάλξεις του καθήκοντος. Στητός, φλόγα ολόρθη, πάνω από την ακίνητη και ακοίμητη φωτοπηγή της πατρίδας και της Εκκλησίας. Δεν δούλωσε πουθενά το πνεύμα του δεν έγινε κανενός συμφέροντος υπήκοος ή υπηρέτης.
Πολυσχιδές και πολυδαίδαλο το έργο του. Η Εκκλησία όμως παρέμεινε πάντα ο φυσικός του βιότοπος. Ένιωθε πάντα κληρικός, ήταν εκκλησιαστικός ηγέτης.
Πίσω του μας άφησε, σ’αυτόν τον τομέα, ως κληρονομιά, ένα τεράστιο συγγραφικό έργο. Ένα έργο ζωής που δεν θα παύσει να μεταδίδει, στις επερχόμενες γενιές, τους παλμούς της ψυχής του, να μιλά για τον Θεό και την πατρίδα, να προβάλλει την αρετή και να υποκινεί σε αγιότητα βίου.
Έλαβε, πράγματι, από τον Θεό, εκτός των άλλων, και χάρισμα λόγου, σπάνιας δύναμης και κάλλους. Εγνώριζεν, όμως και «λόγου μέτρα». Πίστευε πως, κατά τον Δημοσθένη, « επομβρία λόγων» υπάρχει εκεί που παρατηρείται «αυχμός νου!» .Οι μεστοί νοημάτων λόγοι του, στις ενθρονίσεις επισκόπων και ηγουμένων, δεν ξεπερνούσαν τη μιάμιση σελίδα. Το ίδιο και οι εγκύκλιοί του με τις οποίες απευθυνόταν, για διάφορα θέματα, στους πιστούς.
Αυτό το έργο ανέλαβα να παρουσιάσω απόψε σε σας, στο σύντομο χρονικό διάστημα των είκοσι λεπτών που μου δόθηκε, μέσα από τους δύο τόμους των Απάντων του στον εκκλησιαστικό και κοινωνικό τομέα.
Οι δύο τόμοι, μεγάλων διαστάσεων, περιλαμβάνουν συνολικά κείμενα και φωτογραφίες πέραν των 1500 σελίδων, που συνελέγησαν, ταξινομήθηκαν και σχολιάστηκαν από τον μακαριστό Ανδρέα Μιτσίδη.
Τα κείμενα αυτά κατατάσσονται σε 33 ομάδες, στην κάθε μια από τις οποίες περιλαμβάνονται ομοειδή κείμενα, που παρατίθενται κατά τη χρονολογική σειρά της συγγραφής τους. Έτσι υπάρχουν οι ομιλίες κατά τις δικές του χειροτονίες, στους διάφορους βαθμούς της ιερωσύνης, οι προσφωνήσεις σε χειροτονίες αρχιερέων και ηγουμένων που ο ίδιος τέλεσε, οι εγκύκλιοί του προς τον λαό τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και σε άλλες περιπτώσεις, θρησκευτικά του κηρύγματα, προσφωνήσεις κατά τις συνεδρίες της Ιεράς Συνόδου, εόρτιοι , επικήδειοι και επιμνημόσυνοι λόγοι του, λόγοι του στις τελετές λήξης των μαθημάτων της Ιερατικής Σχολής, ή των κατηχητικών, σε ιερατικά συνέδρια, σε συνέδρια Θεολόγων, στα αποκαλυπτήρια ανδριάντων, προτομών, ή μνημείων ηρώων, μια αγιολογική του μελέτη και άλλα . Το όλο έργο κατακλείεται με την παράθεση όσων αφορούν στη Μείζονα και Υπερτελή Σύνοδο που εκείνος συγκάλεσε και με την παράθεση όλων των σχετικών με την ασθένεια, τον θάνατο και την κηδεία του.
Καταλαβαίνετε ότι στα περιορισμένα πλαίσια που οφείλουμε να κινηθούμε, δεν είναι δυνατό ούτε τους τίτλους των 33 ομάδων, αυτών των κειμένων, να αναφέρουμε. Γι’αυτό επέλεξα μερικούς από τους κυριότερους τομείς στους οποίους εξεδηλώθη το έργο του Μακαρίου και με συγκεκριμένες αναφορές του, θα προσπαθήσω να εκθέσω τις ευαισθησίες και τη μέριμνα που επέδειξε σ΄αυτούς .
Πρώτο του μέλημα ήταν το ιερατικό υπούργημά του. Η αγωνία τόσο για τον εαυτό του, εφαρμόζοντας την προτροπή του Απ. Παύλου «ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση», όσο και για όλους τους κληρικούς της Κύπρου.
Τον συγκλόνιζε βαθύτατα η ιερότητα της αποστολής του. Ακόμα και στα πιο απλά, τα εξωτερικά, ο λαός τον θυμάται ως λειτουργόν ευλαβέστατο. Σιωπηλόν και συγκεντρωμένον πλήρως μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο, γεμάτο σεμνότητα και δέος. Πάντα όρθιον και ακίνητον. Με την ηθική και πνευματική παρουσία του, τη θαυμαστή συνέπεια έργων και λόγων, προβλημάτιζε τις συνειδήσεις των πιστών και οδηγούσε σε ένα γόνιμο αυτοέλεγχο, σε μια διαρκή αυτογνωσία.
Μιλώντας κατά την ενθρόνιση του Μητροπολίτη Πάφου Φωτίου και προβάλλοντας εκείνα που ο ίδιος τηρούσε για τον εαυτό του, είπε: «Πρόσεχε πρώτον εαυτώ. Οίος την διάθεσιν, τοιούτος και το φαινόμενον. Οίος τον λόγον, τοιούτος και τον τρόπον. Δίδαξον εν λόγοις, παραδειγμάτισον εν έργοις… Τύπος γίνου των πιστών… εν αναστροφή, εν αγάπη, εν πίστει εν αγνεία, έχων λύχνον εις τους πόδας σου και φως εις τας τρίβους σου του Θεού τον νόμον…»
Έχοντας επίγνωση του ύψους του ιερατικού αξιώματος, έθεσε ως πρώτη και μόνιμη φροντίδα του, αφότου ανήλθε στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο, την εξεύρεση κατάλληλων κληρικών.
Τονίζοντας την ανάγκη απόκτησης μορφωμένων κληρικών έλεγε σε ιερατικό συνέδριο της Αρχιεπισκοπής: «Εις παλαιάς εποχάς, ο ιερεύς ήτο ο μόνος, σχεδόν, εις το χωρίον του εγγράμματος, εγνώριζε δηλ. ανάγνωσιν και γραφήν … Αλλ’ αι συνθήκαι ήλλαξαν σήμερον και το μορφωτικόν επίπεδον του λαού ανήλθε σημαντικώς… Η μόρφωσις και η πνευματική ανύψωσις του κλήρου αποτελεί απαραίτητον προϋπόθεσιν διά να ανταποκριθή ούτος εις την μεγάλην αποστολήν του».
Έδειξε, γι’ αυτόν τον λόγο, ιδιαίτερη φροντίδα για την Ιερατική Σχολή, που την ονόμαζε «παλλάδιον των ελπίδων και των προσδοκιών της Εκκλησίας». Επέβλεπε, διακριτικά, το πρόγραμμα σπουδών, βοηθώντας με κάθε τρόπο, πνευματικά και υλικά, τόσο τη Σχολή, όσο και τους σπουδαστές.
Δεν είχε, βέβαια, ψευδαισθήσεις ότι μόνη η μόρφωση, θα έφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Μορφωμένος διά πολλών γνώσεων άνθρωπος, αλλά στερούμενος ήθους και χαρακτήρος, είναι μάλλον αίτιος βλάβης, ή ωφελείας. Ο αναλαμβάνων το υψηλόν υπούργημα της ιερωσύνης δεν θα ωφελήση μόνον διά της διδασκαλίας αλλά προπαντός διά του παραδείγματος».
Προειδοποιούσε, ακόμα, γνωρίζοντας εξ ιδίας πείρας, για τις θλίψεις που θα συναντούσαν οι ευσεβείς κληρικοί. Κατά τη χειροτονία του Χωρεπισκόπου Σαλαμίνος Βαρνάβα έλεγε: «.. Γνώριζε, όμως, ότι «ουκ ένι άνδρα την της αρετής οδόν οδεύοντα λύπης είναι χωρίς, θλίψεως, οδύνης, πειρασμών».
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ψυχοσύνθεσης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ήταν και ο βαθύς σεβασμός που έτρεφε προς τους αγίους, ιδιαίτερα τους τοπικούς, που θεωρούσε ότι ήταν «σάρξ εκ της σαρκός και οστούν εκ των οστέων» του Κυπριακού λαού. Έτσι , παρά τις τόσες ασχολίες του, το 1968 συμμετέχοντας σε τιμητικό τόμο για αγαπητό του καθηγητή, συνέγραψε τη μελέτη: «Κύπρος η αγία νήσος» στην οποία προβάλλει όλους τους γνωστούς Κυπρίους αγίους. Η μελέτη αυτή εκτίθεται στον Α΄τόμο των Εκκλησιαστικών του Απάντων.
Έκφραση της αγάπης του προς τους αγίους ήταν και η μεταφορά, το 1967, στην Κύπρο, των λειψάνων του Κυπρίου Νεομάρτυρος Αγίου Γεωργίου, που μαρτύρησε στην Πτολεμαΐδα της Παλαιστίνης το 1752.
Για να τονώσει το φρόνημα του πιστού λαού μετέφερε στην Κύπρο, με την ευκαιρία της εκατονταετηρίδος της Μονής Απ. Ανδρέου στην Καρπασία, προς προσκύνηση, και την κάρα του Αποστόλου Ανδρέου, καθώς και, ένα χρόνο αργότερα, την κάρα του αγίου νεομάρτυρος Πολυδώρου, που ήτο Κύπριος. Στις ομιλίες του που έγιναν κατά την υποδοχή και τα συλλείτουργα που ακολούθησαν φαίνεται η στάση του Μακαρίου, η αγάπη και ο ιδιαίτερος σεβασμός του προς τους Κυπρίους αγίους.
Ουδέποτε, όμως, εκμεταλλεύτηκε το συναίσθημα του λαού για να τον αποπροσανατολίσει με τη συχνή, την καθημερινή περιήγηση λειψάνων και εικόνων. Ήταν άνθρωπος του μέτρου και της ευθύνης, που ήθελε να διαμορφώνει τη συνείδηση του ποιμνίου του σύμφωνα με τα προστάγματα της αληθινής, πνευματικής, λατρείας μας, κι όχι να το παρασύρει προς επιφανειακή ευσέβεια και εξωτερικούς τύπους.
Αμέσως μετά την Ανεξαρτησία ενεθάρρυνε και βοήθησε στην ανοικοδόμηση πλείστων ενοριακών ναών. Δεν ήταν μόνο οι πρακτικές ανάγκες που επέβαλαν τούτο. Ήταν και μια επιβεβαίωση της ψυχοσύνθεσης του λαού, και μια έκφραση ευχαριστίας προς τον Θεό, που βοήθησε για την απαλλαγή από τον αποικιακό ζυγό.
Μιλώντας κατά την κατάθεση του θεμέλιου λίθου του Ι.Ν.Αγίου Δημητρίου Ακροπόλεως έλεγε: «…Η θεμελίωσις και οικοδομή Ναού συντελεί εις την θεμελίωσιν και στερέωσιν της Χριστιανικής ημών πίστεως. Ο Ελληνικός Κυπριακός λαός εξακολουθεί και σήμερον, παρά την εκ διαφόρων ιδεολογικών ρευμάτων και εξ άλλων συνθηκών δημιουργουμένην σύγχυσιν, να διατηρεί αίσθημα βαθείας θρησκευτικότητος και να διαπνέεται από τα ιδεώδη της Χριστιανικής του παραδόσεως και πίστεως. Προκαλεί ικανοποίησιν το γεγονός ότι και εις την πλέον μικράν ή πτωχήν κοινότητα της Νήσου μας η πρώτη φροντίς των κατοίκων της είναι η διά τας θρησκευτικάς ανάγκας των ανέγερσις Ναού, εις την οικοδόμησιν του οποίου εισφέρουν προθύμως και κατά ποικίλους τρόπους…»
Σε άλλη περίπτωση, στη θεμελίωση του Ι.Ν.Αγίου Νικολάου Λυκαβητού, παρατηρούσε ότι «…η βαθεία αυτή θρησκευτικότης των Ελλήνων Κυπρίων απετέλεσε και την δύναμιν εκείνην, ήτις διετήρησεν αλώβητον την Ελληνικήν συνείδησιν καθ’ όλην την μακράν και περιπετειώδη ιστορίαν της Νήσου μας…»
Το σπουδαιότερο, ασφαλώς, έργο του στον εκκλησιαστικό οικοδομικό τομέα ήταν το μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, αντάξιο του μακροβιότερου και σπουδαιότερου θεσμού της Κύπρου. Αν το προηγούμενο αρχιεπισκοπικό μέγαρο γινόταν το καταφύγιο του λαού σε ώρες θλίψης και διωγμών, το νέο, κατά τους οραματισμούς του Μακαρίου, θα γινόταν το σημείο αναφοράς τού λαού στους ειρηνικούς αγώνες για πρόοδο και κατοχύρωση της ελευθερίας του.
Έναν εκκλησιαστικό ηγέτη, σε αλύτρωτο ελληνικό μέρος, τον απασχολούν κυρίως άλλα δύο θέματα, αλληλένδετα μεταξύ τους: Το θέμα της Παιδείας και το θέμα της εθνικής διαπαιδαγώγησης και εθνικής αποκατάστασης του λαού. Κι ο Μακάριος αντελήφθη από της πρώτης στιγμής το χρέος του ως προς τα θέματα αυτά.
Προσπάθησε με κάθε τρόπο να εμποδίσει τον αφελληνισμό του τόπου, που επεδίωκαν οι Άγγλοι με την υπαγωγή της Παιδείας στην αποικιακή κυβέρνηση. Κατόρθωσε να διατηρήσει στα χέρια της Εκκλησίας τη Μέση Εκπαίδευση μέχρι την ανεξαρτησία, ενώ με εγκυκλίους, ομιλίες και κηρύγματά του, απευθύνθηκε στους δασκάλους της Δημοτικής εκπαίδευσης, στους γονείς και σ’ ολόκληρη την κοινωνία, προσπαθώντας να μειώσει τις δυσμενείς επιπτώσεις της υπαγωγής της Δημοτικής Εκπαίδευσης στο αποικιακό Γραφείο Παιδείας. Και πέτυχε το ακατόρθωτο. Οι προσπάθειες των Άγγλων έπεσαν στο κενό.
Μιλώντας το 1949 στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, του οποίου ήταν απόφοιτος, εξέθεσε τα πιστεύω του για τον γενικότερο ρόλο της Παιδείας: «Το Σχολείον», έλεγε, «δεν μεταδίδει απλώς γνώσεις εις τους μαθητάς του, αλλά κυρίως δημιουργεί χαρακτήρα, εμπνέει ιδεώδη, και δίδει κατευθύνσεις… Και παιδείαν λέγοντες δεν εννοούμεν την εκμάθησιν συντακτικών και γραμματικών τύπων ή την απλήν αποταμίευσιν άλλων γνώσεων, καλλιεργούντες μόνον τον νουν και προάγοντες την ανάπτυξιν μόνον της γνωστικής δυνάμεως. Αυτό είναι μέρος της παιδείας και μάλιστα όχι το σπουδαιότερον. Αληθής και ορθή παιδεία είναι η ανάπτυξις όχι μόνον της γνωστικής αλλά όλων των ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου. Και ως τοιαύτη περιλαμβάνει τον φωτισμόν του νου, αλλά και την ηθικήν διάπλασιν της καρδίας…»
Αμέσως μετά την Ανεξαρτησία παρατηρήθηκε οργασμός ανοικοδόμησης σχολείων, πολλών από την Εκκλησία και σχεδόν όλων σε εκκλησιαστική γη. Ήταν υλοποίηση, τώρα που δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες, των οραματισμών του Μακαρίου, ο οποίος δεν σταμάτησε μέχρι το τέλος της ζωής του να αγωνίζεται για την Ελληνική μας Παιδεία και να προβάλλει την ανάγκη περιφρούρησης της γλώσσας μας. Θεωρούσε την ελληνική μας γλώσσα, που στάθηκε ικανή σε δύο περιόδους της Ιστορίας, την εποχή Μ. Αλεξάνδρου και την εποχή του Αποστόλου Παύλου, να επωμιστεί την αποστολή της παγκόσμιας, ως εθνική παρακαταθήκη και ως ανάχωμα εναντίον της διάβρωσης της ελληνικής συνειδήσεως.
Μιλώντας το 1969 κατά τον εορτασμό της πεντηκονταετηρίδος του Γυμνασίου Μόρφου είπε ανάμεσα σ’άλλα: «Εις χρόνους χαλεπούς διά την Κύπρον, εις περιόδους ξενικής κατοχής και επιβουλής, τα ελληνικά γράμματα συνετήρησαν τα εθνικά αισθήματα και η ελληνική παιδεία εστήριξε το εθνικό φρόνημα. Τα σχολεία υπήρξαν κέντρα πνευματικά διαπλάσεως χρηστών χαρακτήρων, αλλά και επάλξεις εθνικής αντιστάσεως, χώροι σφυρηλατήσεως εθνικών συνειδήσεων. Μετελαμπαδεύοντο από τα Σχολεία αι ηθικαί αξίαι της ζωής, συνυφασμέναι με τα εθνικά ιδανικά και εκαλλιεργούντο εις αυτά η φιλοπατρία και η αγάπη προς την ελευθερίαν».
Το πόσο δίκαιο είχε ο Μακάριος φαίνεται κι από το γεγονός ότι και σήμερα, όσοι θέλουν να μας αποπροσανατολίσουν εθνικά, επιχειρούν να μας αποκόψουν από το ελληνικό πρότυπο Παιδείας και θέτουν ως στόχο ζωής την υποτίμηση της γλώσσας μας.
Πρώτιστο καθήκον του, ασφαλώς, και κορυφαίαν αποστολή του θεωρούσε ο Μακάριος την εθνική καθοδήγηση του λαού, τη δημιουργία προϋποθέσεων αποτίναξης του αποικιακού ζυγού και ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, στην αρχή, και κατοχύρωσης και ολοκλήρωσης, ύστερα, της ελευθερίας που αποκτήθηκε.
Στον ενθρονιστήριό του λόγο, έλεγε ότι δεν θα έδινε ύπνο στους οφθαλμούς και ανάπαυση στους κροτάφους του, «μέχρις ότου εις τον εθνικόν ορίζοντα ροδίση χρυσόπτερος ίρις αγγέλουσα το φέγγος της ποθεινής ημέρας της εθνικής απολυτρώσεως».
Κατανοούσε πολύ καλά πού θα στήριζε αυτήν την επιδίωξή του ο Μακάριος. Έλεγε κατά την ανακήρυξή του σε επίτιμο διδάκτορα της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών τα εξής αξιοπρόσεκτα:
«… Η επιβίωση, φυσική και εθνική, του Κυπριακού Ελληνισμού, εδώ και τριανταπέντε σχεδόν εκατονταετίες, οφείλεται στην απαρασάλευτη προσήλωσή του προς τις Ελληνικές πνευματικές αξίες, οφείλεται στον αρχέγονο ακατάλυτο δεσμό του με τις πηγές και τις ρίζες της φυλετικής του προελεύσεως και της εθνικής του υποστάσεως…»
Όταν επέστρεψε από την εξορία, μετά τη λήξη του απελευθερωτικού μας αγώνα, τόνιζε: «Ας μη λησμονούμε, ότι η ελευθερία δεν αποτελεί μόνον προνόμιον και δικαίωμα· αποτελεί συγχρόνως βαρυτάτην ευθύνην και υπέρτατον καθήκον». Και προηγουμένως, όταν προετοίμαζε τον αγώνα, έλεγε: «Κανένας λαός δεν είναι τόσον αχρείος ώστε να προτιμά, αντί των ομοφύλων, να κυβερνάται υπό αλλοφύλων, αλλοθρήσκων και αλλογλώσσων· κι αν υπάρχουν στον 2Οό αιώνα τέτοιοι λαοί αχρείοι, αχρείος δεν είναι ο Κυπριακός λαός…»
Όταν διαπίστωσε πως οι διαμαρτυρίες και τα υπομνήματα προς την αποικιακή κυβέρνηση δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, αποφάσισε να πάρει ο ίδιος στα χέρια του την εξέλιξη της Ιστορίας. Να περάσει από την αντίδραση στη δράση.
Κι αναμετρήθηκε με μιαν πανίσχυρη αυτοκρατορία. Έσκυψε πάνω στην Κύπρο, νεφεληγερέτης, κατά τον Όμηρον, μ’ αστραπές και βροντές, αφυπνιστής από τη νάρκωση αιώνων. Η φωνή του, στους περίφημους λόγους της Φανερωμένης, σάλπιγγα Δευτέρας Παρουσίας , έδωσε το σύνθημα του ηρωικού ξεσηκωμού. Κι οδήγησε τον λαό του στην αποτίναξη του αποικιακού ζυγού.
Ουδέποτε εθεώρησε ο Μακάριος, ούτε βέβαια και ο θρησκευόμενος λαός της Κύπρου, ότι η ενασχόληση με το εθνικό θέμα, πριν και μετά την ανεξαρτησία, μπορούσε να θεωρηθεί ως έχουσα πολιτική χροιά. Ήταν, τούτο, κατοπινόν εφεύρημα της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β΄. Κι όταν κλήθηκε, ύστερα από την απαίτηση της συντριπτικής πλειοψηφίας του Κυπριακού Ελληνισμού, να αναλάβει τα ηνία του κράτους, είχε τη συναίσθηση ότι ως επικεφαλής της εθναρχούσης Εκκλησίας, προσέφερε τις υπηρεσίες του στον εμπερίστατο λαό, όπως έπρατταν όλοι οι προκάτοχοί του, μέχρι και τον Μακάριο τον Β΄. Είχε μάλιστα την πεποίθηση ότι θα’πρεπε πάντα η Εκκλησία να ενδιαφέρεται για το εθνικό μας θέμα. Μιλώντας στην τελευταία, υπό την προεδρία του, συνεδρία της Ιεράς Συνόδου, στις 7 Ιουλίου 1977, έλεγε: «…Η Εκκλησία ουδέποτε θα παύση να έχη βαρύνοντα λόγον και να διαδραματίζη σπουδαίον ρόλον επί του εθνικού ημών ζητήματος. Υπό οποιασδήποτε συνθήκας ο ευσεβής και φιλόπατρις Ελληνικός Κυπριακός λαός προς την Εκκλησίαν θα προσβλέπη πάντοτε, εξ αυτής θα αναμένη καθοδήγησιν και εις αυτήν θα στηρίζη τας ελπίδας και προσδοκίας του εις ημέρας χειμασμού και δοκιμασίας».
Στην τελευταία τριετία της ζωής του, που τη σημάδεψαν το πραξικόπημα των ελληνοφώνων και η εισβολή των βαρβάρων, προσπαθούσε περισσότερο να εμπνεύσει θάρρος και αυτοπεποίθηση στον λαό, να διοχετεύσει αγωνιστικότητα, να υπενθυμίσει την παρακαταθήκη τρεισήμισι χιλιάδων ελληνικών χρόνων, που καθιστούσαν επιτακτική την ανάγκη για εθνική επιβίωση στην πατρογονική γη.
Σε επιμνημόσυνό του λόγο στους πεσόντας κατά την Τουρκική εισβολή, έλεγε τον Ιανουάριο του 1975: «Κλαίομεν νεκρούς, θρηνούμεν ερείπια, αγωνιώμεν διά τους αγνοουμένους, ανησυχούμεν διά τους εγκλωβισμένους, λυπούμεθα διά το δράμα των προσφύγων, θλιβόμεθα διά τα πολλά δεινά. Παρά ταύτα δεν πρέπει να κυριευθώμεν υπό πνεύματος ηττοπαθείας ή μοιρολατρίας. Άνω σχώμεν τας καρδίας και υψηλά ας κρατήσωμεν τας σημαίας».
Και στις 14 Σεπτεμβρίου 1975, στο Όμοδος, έλεγε: «… Δεν αποκρούομεν τας συνομιλίας ως διαδικασίαν διά την εξεύρεσιν λύσεως του Κυπριακού προβλήματος. Αλλ’αποκρούομεν τας συνομιλίας, εφ’όσον αύται θα σημαίνουν, διά την Τουρκίαν, διαπραγμάτευσιν των όρων παραδόσεώς μας. Δεν διαπραγματευόμεθα όρους παραδόσεώς μας… Πιθανώς να λεχθή ότι υπάρχουν σήμερον εν Κύπρω τετελεσμένα γεγονότα, τα οποία δεν απογίνονται και δεν ανατρέπονται. Και δεν πρέπει τούτα να παραγνωρίζωνται. Δεν παραγνωρίζομεν, αλλά δεν αναγνωρίζομεν και δεν αποδεχόμεθα και δεν νομιμοποιούμεν διά της υπογραφής μας τετελεσμένα γεγονότα…»
Αποδεχόταν ο Μακάριος την πολιτική του εφικτού. Εκείνος, εξάλλου, χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο στο Κυπριακό. Και δεν νομίζω να’ ζησε άλλος τραγικότερες στιγμές από τον Μακάριο, όταν κάτω από την πίεση της αδήριτης ανάγκης αναγκαζόταν να εγκαταλείψει τον στόχο της Ένωσης, που ήταν η σημαία του αγώνα του, ο πόθος αμέτρητων γενεών Ελλήνων της Κύπρου και η παρακαταθήκη σειράς ολόκληρης προκατόχων του. Κατανοούσε, όμως, ότι η πολιτική του εφικτού έχει τα δικά της όρια, που τα προσδιορίζουν οι εθνικές αξίες και η δικαιοσύνη. Αν η πολιτική του εφικτού ξεπεράσει αυτά τα όρια, τότε καταντά προδοσία, που φέρει πάντα καταστροφή και όλεθρο.
Κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας,
Μακαριώτατε,
Τελειώνω, αναφερόμενος στον Ηρόδοτο, τον πατέρα της Ιστορίας, που λέγει ότι σκοπός της Ιστορίας είναι να καταγράφει τις ιστορικές πράξεις «ίνα μη τα γενόμενα εξ ανθρώπων εξίτηλα γένωνται και ίνα μη τα μεγάλα και θαυμαστά ακλεά γένωνται». Να μη ξεχασθούν δηλ. αυτά που έγιναν από τους ανθρώπους και να μείνουν άδοξα, χωρίς την κατάλληλη μνεία, τα μεγάλα και θαυμαστά.
Κι ακόμα μνημονεύω τη ρήση του Ισοκράτη: «Εάν τα παρεληλυθότα μνημονεύης, άμεινον περί των μελλόντων βουλεύση», που μας υπενθυμίζει ότι το παρελθόν πρέπει πάντα να μας είναι οδηγός στο παρόν και στο μέλλον. Κι ισχύουν αυτά, ασφαλώς, και για τον Μακάριο κι όσα έγιναν από αυτόν και όσα συνέβησαν γύρω από αυτόν.
Εσάς, τους διαδόχους του στην Προεδρία της Δημοκρατίας και στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο, βαρύνει η συνέχιση του έργου και η υλοποίηση των υποθηκών του για απελευθέρωση του τόπου μας και αποκατάσταση των δικαιωμάτων του λαού μας.