Το Χαίρε των Μυροφόρων
ΤΟ ΧΑΙΡΕ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ
Δέσποινα Ιωάννου Βασιλείου
Για να δηλωθεί η ανάσταση του Χριστού, κατά καιρούς, χρησιμοποιήθηκαν διάφορες αναπαραστάσεις, που πολλές φορές ήταν δυτικής εμπνεύσεως. Για παράδειγμα, ο Χριστός που εξέρχεται γυμνός από το τάφο και κρατεί κόκκινη σημαία, στερείται παντελώς του μυστικού, θεολογικού νοήματος.
Στην Ορθόδοξη αγιογραφία για να είναι μια εικόνα σωστή, πρέπει να εκφράζει σωστά και ολοκληρωμένα το νόημα του ιερού γεγονότος. Άρα ό,τι παραπλανεί, αλλάζει την έννοια του γεγονότος και γίνεται εμπόδιο στη βαθύτερη κατανόηση, δεν ανήκει στην Εκκλησία.
Για την Ορθοδοξία το γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού αποτελεί τον πυρήνα και το οντολογικό θεμέλιό της . «Εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν,…» (Α΄ Κορ. ιε΄ 17). Κάθε Κυριακή η Εκκλησία γιορτάζει το γεγονός της Αναστάσεως του Ιησού Χριστού. «Η Ορθοδοξία είναι απ’ άκρου εις άκρον κατηγαυσμένη από το φως της Αναστάσεως. Η Ανάστασις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, με το θεολογικόν και λειτουργικόν της περιεχόμενον, σφραγίζει όλην την σκέψιν και όλον τον βίον της Εκκλησίας».
Δύο εικόνες της Αναστάσεως είναι γενικά αποδεχτές. Η κάθε μια μαρτυρεί το γεγονός από άλλη σκοπιά. Η πρώτη εικόνα φέρει την επιγραφή «Χαῖρε τῶν Μυροφόρων» και η άλλη «Ἡ εἰς Ἅδου». Στη Βυζαντινή Παράδοση αυτή είναι η πιο λειτουργική έκφραση που έχουμε για το μυστήριο της Αναστάσεως. Επίσης στις εικόνες αυτές έχουμε μια πολύτιμη ένδειξη για την αυθεντικότητα οποιασδήποτε δεδομένης θεολογικής παράδοσης.
Η εικόνα της Αναστάσεως με την επιγραφή «Χαῖρε τῶν Μυροφόρων» αναπαριστά τις γυναίκες μυροφόρες μπροστά στο μνήμα. Αυτή η εικόνα δίνει στο θεατή να καταλάβει ότι η ανάσταση έγινε σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Οι Ευαγγελιστές το τονίζουν ιδιαίτερα. Έγινε «ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου». Όμως παρά την ιστορικότητά του, το γεγονός παραμένει μυστήριο. Η ανθρώπινη λογική δεν μπορεί να κατανοήσει και να ερμηνεύσει ότι ο Θεάνθρωπος έπαθε και αναστήθηκε. Εξάλλου ακόμη κι οι Ευαγγελιστές δεν αναφέρουν τίποτε για τη συγκεκριμένη στιγμή της Ανάστασης του Χριστού. Η Ανάσταση Του δεν μπορεί να αποτυπωθεί τη συγκεκριμένη στιγμή, όπως συνέβη με την Ανάσταση του Λάζαρου. Οι Ορθόδοξες εικόνες που περιγράφουν την Ανάσταση του Χριστού φανερώνουν τις δωρεές που έφερε η Ανάστασή Του στον κόσμο. «Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α΄ Κορ. ιε΄ 20). Γι’ αυτό το λόγο και οι αγιογράφοι κατάφεραν να αποδώσουν με την εικόνα της καθόδου του Χριστού στον Άδη τις πιο σημαντικές θεολογικές διαστάσεις που υπερβαίνουν τις δικές μας ανθρώπινες ιστορικές δυνατότητες.
Η εικόνα της Αναστάσεως με την επιγραφή «Χαῖρε τῶν Μυροφόρων» παρουσιάζει τις γυναίκες μυροφόρες να παίρνουν το ελπιδοφόρο μήνυμα από το λευκοφορεμένο Άγγελο. Ο αριθμός των μυροφόρων στην εικόνα διαφέρει. Άλλοτε εικονίζονται δύο, άλλοτε τρεις και άλλοτε περισσότερες. Η Θεοτόκος και η Μαρία Μαγδαληνή είναι οι κυριότερες. Αυτές πήραν πρώτες το μήνυμα της Αναστάσεως. Όπως αναφέρουν τα Ευαγγελικά αναγνώσματα, η Παναγία πίστεψε αμέσως το μήνυμα του Αγγέλου. Η Μαρία η Μαγδαληνή πήγε ξανά στο μνημείο όπου συνάντησε το Χριστό. Με την εντολή «Μή μου ἅπτου» (Ιων. κ΄ 17) την εμπόδισε να αγγίξει τα πόδια Του γιατί σκοπός της ήταν η περιέργεια. Σε αντίθεση ο Θωμάς καλείται από το Χριστό να βάλει το χέρι του στην πλευρά Του για να πιστέψει. Εκτός από αυτές αναφέρονται και άλλες μυροφόρες όπως η Σαλώμη, η κόρη του Ιωσήφ του μνήστορος. Η Ιωάννα, η γυναίκα του Χουζά που ήταν επίτροπος στο σπίτι του Ηρώδη του Βασιλέως. Η Μάρθα και η Μαρία, οι αδελφές του Λαζάρου. Η Μαρία , η γυναίκα του Κλωπά και η Σουσάννα. Οι Ευαγγελιστές Μάρκος (Μκ. ιε΄ 41) και Λουκάς (Λκ. η΄ 3), αναφέρουν ότι υπήρχαν «καὶ ἕτεραι πολλαί, αἵτινες διηκόνουν αὐτοῖς…».
Κρατούν στα χέρια τους μύρα και είναι ξαφνιασμένες για όσα άκουσαν από το λευκοφορεμένο Άγγελο. Αν υπάρχει αρκετός χώρος στην εικόνα τοποθετούνται και στρατιώτες που φύλαγαν τον τάφο. Οι Ιουδαίοι γνωρίζοντας την ιστορία με τον Ιωνά, πήραν άδεια από τον Πιλάτο να φυλάγουν τον τάφο γιατί φοβόντουσαν μήπως αναστηθεί. Εκτός από των τεραστίων διαστάσεων λίθο, δόθηκε η άδεια να χρησιμοποιήσουν κουστωδία, δηλαδή φρουρά. Όπως αναφέρει ο Μέγας Συναξαριστής η κουστωδία αποτελείτο από εκατό στρατιώτες. Αρχηγός αυτής της κουστωδίας ήταν ο Εκατόνταρχος και μετέπειτα Άγιος Λογγίνος.
Ο άγγελος ως απεσταλμένος του Θεού κρατά το ραβδί του, και κάθεται πάνω στο λίθο του μνημείου. Σύμφωνα το σχετικό ευαγγελικό ανάγνωσμα του Ιωάννη υπήρξαν δυο Άγγελοι καθώς η Μαρία η Μαγδαληνή «…θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (Ιων. κ΄ 12).
Ο Άγγελος είχε κυλήσει το λίθο για να δείξει ότι «οὐκ ἔστιν ὧδε» (Μκ. ιστ΄ 6, Μτ. κη΄ 6), και να δώσει τη δυνατότητα σε αυτούς που τον ζητούν να ρίξουν ένα βλέμμα και να βεβαιωθούν ότι ο τάφος του Χριστού είναι άδειος. Εξάλλου το έργο των Αγγέλων είναι να δίνουν τα μηνύματα του Θεού στους ανθρώπους, με σκοπό τη σωτηρία τους. Είναι η στιγμή που λέει στις μυροφόρες: «τὶ ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; τὶ θρηνεῖτε τὸν ἄφθαρτον ὡς ἐν φθορᾷ; ἀπελθοῦσαι, κηρύξατε τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς».
Η λάρνακα όπου τοποθετήθηκε ο Χριστός είναι κενή. Μόνο τα εντάφια σπάργανα είναι μέσα χωρίς να καταστραφούν από την Ανάστασή Του. Όπως είναι γνωστό και σύμφωνα με τη σχετική διήγηση του ευαγγελιστή Ιωάννη, η ταφή των νεκρών γινόταν αφού πρώτα τύλιγαν με νεκρικές ταινίες υφάσματος το σώμα και το αρωμάτιζαν κατά την όλη διαδικασία. «ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος, ὁ ἐλθὼν πρὸς αὐτὸν νυκτὸς τὸ πρῶτον, φέρων μίγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν. ἔλαβον οὖν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν αὐτὸ ὀθονίοις μετὰ ἀρωμάτων, καθὼς ἔθος ἐστὶν τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν». (Ιων. ιθ΄ 39-40).
Αν συγκρίνουμε την Ανάσταση του Λαζάρου με την Ανάσταση του Χριστού θα δούμε ότι ο Λάζαρος ως αδύνατος άνθρωπος θα συνέχιζε το αιώνιο ταξίδι του. Με την πρόσκληση όμως του Χριστού, του δωρητή της ζωή , ο Λάζαρος επανέρχεται στη ζωή και χρειάζεται βοήθεια ώστε να του ξετυλίξουν τα εντάφια σπάργανα. Στην περίπτωση όμως της Αναστάσεως του Χριστού, γίνεται χωρίς κανένα εμπόδιο, “εσφραγισμένου του τάφου” αφού ως αναμάρτητος δε χωρούσε στη φθορά και στο θάνατο. Οι νεκρικές ταινίες μένουν άδειες και άθικτες «καὶ παρακύψας βλέπει κείμενα τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν. ἔρχεται οὖν καὶ Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» (Ιων. κ΄ 5-7). Έχουν το σχήμα του σώματος του Χριστού για να δουν και να πιστέψουν ακόμα και αυτοί που ήθελαν να παραπλανήσουν τον εαυτό τους λέγοντας ότι το σώμα του Χριστού το έκλεψαν οι μαθητές Του. Ακόμα και ο Πέτρος παρατηρώντας τα εντάφια σπάργανα «καὶ εἶδεν καὶ ἐπίστευσεν» (Ιων. κ΄ 8). Οι δυτικές εικόνες πολλές φορές τοποθετούν το σουδάριο παράμερα σαν να ήταν σεντόνι ριγμένο ακανόνιστα. Αυτή η παράσταση δεν δηλώνει την ορθότητα, αλλά πολύ περισσότερο παραπλανεί αυτούς που παρατηρούν μόνο τις εικόνες και δεν διαβάζουν τις γραφές. Άρα οι αγιογράφοι οφείλουν να παρουσιάζουν τα γεγονότα με τα στοιχεία εκείνα που δε δίνουν λανθασμένα μηνύματα.
Ο Χριστός όπως έφυγε από τον τάφο έτσι γεννήθηκε από τα σπλάχνα της Παρθένου Μαρίας, χωρίς να λύσει την παρθενία Της. “Φυλάξας τα σήμαντρα σώα, Χριστέ, εξεγερθείς του Τάφου ο τάς κλεις της παρθένου μη λυμηνάμενος εν τω τόκω σου και ανέωξας ημιν παραδείσου τάς πύλας. Έτσι «καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον…» (Ιων. κ΄ 19). Με την ανάσταση του σώματός Του καταξιώνει το ανθρώπινο σώμα και ανοίγει το δρόμο και στη δική μας ανάσταση, όπως πολύ ωραία το αναφέρει και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος πεθαίνουμε «ίνα μη το κακό γίνει αθάνατο». Ο Θεός μας θέλει να ζήσουμε κοντά του αναγεννημένοι όπως μας έχει δημιουργήσει πριν την πτώση. Το σώμα και η ψυχή καταξιώνονται πάλι, άρα και ο δικός μας θάνατος είναι προσωρινός κι όχι αιώνιος. Είναι ύπνος με μεγάλο χρονικό διάστημα. Το αποστολικό ανάγνωσμα της εξόδιας ακολουθίας αναφέρει σε κάποιο σημείο χαρακτηριστικά: «ὅτι αὐτὸς ὁ κύριος ἐν καλεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι θεοῦ, καταβήσεται ἀπ’ οὐρανοῦ καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον» (Α΄ Θεσαλ. δ΄ 16).
Ουσιαστικός σκοπός της ενανθρωπίσεως του Χριστού ήταν να θανατώσει το θάνατο που ήταν για τον άνθρωπο το πιο βασανιστικό πρόβλημα και να οδηγήσει τον κόσμο στη λύτρωση και στη σωτηρία «Θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος».
Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα: 28 Απριλίου 2020