Θεολογικό σχόλιο στον Κανόνα της Αναστάσεως
1. Κατά την ορθόδοξον διδασκαλία η Ανάστασις αποτελεί την κεντρικωτέραν στιγμήν του σωτηρίου έργου του Χριστού. Το έργον τούτο αρχόμενον από της στιγμής της θείας ενανθρωπήσεως και κορυφούμενον εν τω σωτηρίω πάθει σφραγίζεται ανεξιτήλως και κυρούται υπό της ενδόξου εκ νεκρών Εγέρσεως του Σωτήρος. Η Ανάστασις θεωρείται ως η λαμπροτέρα πιστοποήσις και το περιφανές επιστέγασμα της προαιωνίου βουλής του Θεού, της αφορώσης εις την απολύτρωσιν του πεπτωκότος εις την αμαρτία ανθρώπου.
2. Εν τη Αναστάσει του Κυρίου ο άνθρωπος καταξιούται εις τας γνησίας και αληθείς διαστάσεις αυτού, ως λογικού δημιουργήματος της απειροσόφου βουλής και ενεργείας του Θεού. Εξ αυτής (της Αναστάσεως) ελλείπει παντελώς το ξένον και παρασιτικόν στοιχείον της φθοράς. Η φύσις καθοράται ακεραία και αμιγής, ελευθέρα του άχθους της προγονικής παραβάσεως.
Εν τη Αναστάσει ο άνθρωπος ανευρίσκει το υπό της αμαρτίας παρασαλευθέν και μετατοπισθέν μεταφυσικόν κέντρον της υπάρξεώς του, ανευρίσκει τον ρυθμό της πραγματικής του ζωής, της παρά Θεού προορισθείσης και ηθελημένης. Εν τη Αναστάσει ο εν τω Λόγω λόγος του ανθρώπου ταυτίζεται μετά της εμπειρικής του φύσεως, ως αΐδιος προορισμός πραγματοποιηθείς εγχρόνως εν τω σχεδίω της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας. Εν τη Αναστάσει ο άνθρωπος καθοράται απηρτισμένος και τέλειος.
3. Η Ανάστασις αποτελεί θριαμβικόν γεγονός καθολικής σημασίας και δυνάμεως. Ως κατ’ εξοχήν έκφρασις του βασιλικού αξιώματος του Χριστού, σημαίνει νίκην περίδοξον και κραταιάν. Είναι νίκη συντριπτική κατά του θανάτου. Δι’ αυτής ο θάνατος ηττάται εις τέλος. Ως οψώνιον και κέντρον της αμαρτίας αποβάλλει ούτος τον χαρακτήρα αυτού ως δουλείας υπό την φθοράν, ως σημείου της προγονικής αποστασίας, ως χώρου επικυριαρχίας του εχθρού. Εν τη Αναστάσει ανακεφαλαιούται η παλιά ήττα του Αδάμ και συντρίβεται η ισχύς του πλάνου και ανθρωποκτόνου. Ο άδικος του ανθρώπου εκπορθητής τροπούται δικαίως υπό του παμβασιλέως.
4. Την κατά του θανάτου νίκην της ζωής τρανότατα φανερώνει η εις ‘Aδου κάθοδος του Λυτρωτού. Η κάθοδος αύτη είναι το φωτεινόν προμήνυμα της Εγέρσεως, η ετέρα όψις της αναστασίμου νίκης του Χριστού. Ο ‘Aδης ως σκοτεινή του θανάτου περιοχή, ως σφραγίς του κέντρου και της δυνάμεως της αμαρτίας, δέχεται πλήγμα θανάσιμον υπό του παραδόξου Επισκέπτου του. Δεν δύναται να κρατήση εις τα σπλάγχνα του τον της Παρθένου Υιόν. Εν αυτώ δεν ευρίσκει την γνώριμον και καθολικήν σφραγίδα της ανθρωπίνης διαφθοράς. Κατά τα φαινόμενα δέχεται εις το κράτος του φύσιν βροτού, υπ’ αυτήν όμως συναντά την απειροδύναμον ουσία του Θεού. Επί τη παραδόξω ταύτη συναντήσει αναμοχλεύονται τα βάθη του. Μη δυνάμενος να κρατήση εν τη κοιλία του την απάντων Ζωήν, εξεμεί μετ ‘ αυτής και το μακάβριον περιεχόμενον της κακουργίας του. Ο προβολεύς της Ζωής αφανίζει τα ζοφερά σκότη του θανάτου, καταργεί τας σκιερότητας τους ψεύδους και της ανομίας. Ο ‘Aδης αποτελεί την σκοτεινήν επίφασιν της αμαρτίας. Στηριζόμενος επί της ματαιότητος της αδικίας, είναι οικοδόμημα ετοιμόρροπον και σαθρόν. Εν πνεύμα της θείας δικαιοσύνης ήρκει δια να σωρεύση τούτο εις ερείπια.
5. Η κατάργησις του θανάτου σημαίνει και παράλληλον κατάργησιν της φθοράς. Η φθορά αποτελεί την φυσικήν του θανάτου συνέπειαν. Η αποσύνδεσις του ζώου και η διάλυσις του φυσικού μέρους αυτού (του σώματος), μη παρά Θεού ηθελημένα, είναι καταστάσεις αφύσικοι, προϊούσαι εκ των ερειπείων του αρχαίου κήπου της Εδέμ. Φθορά και θάνατος είναι έννοιαι ταυτόσημοι. Ούτω δια της Αναστάσεως, αναιρεθέντος του θανάτου, συναναιρείται και η σύστοιχος προς τούτον φθορά. Η κάθοδος του Κυρίου εις τον ‘Aδην διεκπορθούσα τον θάνατον, αφανίζει συγχρόνως και την οφειλομένην εις τούτον φθοράν.
6. Η ορθόδοξος σωτηριολογία βλέπει εν τη Αναστάσει την πραγμάτωσιν του ειδικού λόγου του σωτηρίου έργου του Χριστού. Είναι δε ο λόγος ούτος η δια της Αναστάσεως συντριβή της δυνάμεως του διαβόλου, η νέκρωσις του θανάτου και ο αφανισμός της δια της αμαρτίας επικαθισάσης επί της φύσεως του πεπτωκότος φθοράς. Δια της Αναστάσεως η πεπτωκυία φύσις του Αδάμ εγείρεται εις αφθαρσίαν και ζωήν. Λυτρούται εκ της αρπάγης του ανθρωποκτόνου και ελευθερούται εκ της σιδηροπαγούς του θανάτου λαβής. Αποτινάσσει τα της νεκρώσεως δεσμά. Το στοιχείον τούτο δια της Αναστάσεως ελευθερώσεως της φύσεως εξαίρει ιδιαζόντως η ορθόδοξος σωτηριολογία. Το στοιχείον της δια του Πάθους του Χριστού ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης (υπό την νομικήν της λέξεως αντίληψιν ) ενυπάρχει μεν εις αυτήν, κατέχει όμως πάντοτε θέσιν δευτερεύουσαν. Το προέχον δεν είναι απλώς η δια του Πάθους του Κυρίου άρσις της ενοχής του αμαρτωλού και η ικανοποίησις της δια της αμαρτίας τρωθείσης δικαιοσύνης και αγιότητος του Θεού, αλλά παραλλήλως προς ταύτα και πέραν τούτων η ελευθερία και αποκατάστασις της φύσεως εις την αρχαίαν ολοκληρίαν αυτής, η ανακαίνισις και καταλάμπρυνσις αυτής δια του φωτός της δόξης του Χριστού. Η σωτηρία του ανθρώπου δεν νοείται δια κατηγοριών δικανικών και νομικών, αλλ’ ως θέωσις της φύσεως, ως ένωσις αδιάστατος και αδιαχώριστος μετά του Θεού, ως κληρονομία της μακαρίας δόξης της Τριάδος, ως ζωή εν τω αιώνι και τη μακαριότητι των ουρανών. Εν πάση όμως περιπτώσει δέον όπως επιμελώς αποφεύγωνται αι εν προκειμένω σωτηριολογικαί εκείναι ακρότητες, αι οποίαι, εξαίρουσαι αποκλειστικώς ταύτην ή εκείνην την σωτηριολογικήν άποψιν, αποκλείουν εκ του περισκοπίου των οιανδήποτε άλλην.
7. Η Ανάστασις του Χριστού είναι δια την Ορθοδοξίαν η κατ’ εξοχήν πνευματική πανήγυρις και εορτή. Είναι εορτή κυρία και βασιλίς. Εν τω ορθοδόξω εορτολογίω αύτη δεσπόζει και κυριαρχεί ασφυκτικώς. Ευρίσκεται δε πάντοτε εν εναρμονίω οργανική συνδέσει μετά του ιλαστηρίου πάθους του Χριστού. Δια την ορθόδοξον Ανατολήν Σταυρός και Ανάστασις αποτελούν συνεδεομένας και αχωρίστους στιγμάς ενός και του αυτού σωτηριολογικού έργου, επιμέρους όψεις μιας και της αυτής σωτηριολογικκής ενότητος, ενός και του αυτού λυτρωτικού Πάσχα. Εν τω Σταυρώ υποφώσκει η Ανάστασις, εν τη Αναστάσει ενυπάρχει ο Σταυρός. Πάσχα σταυρώσιμον και Πάσχα αναστάσιμον, η ενιαία θριαμβική στιγμή της ανακλήσεως και σωτηρίας του πεπτωκότος!
8. Εν τη Αναστάσει του Χριστού η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία μυστικώς καθρεπτίζεται, βλέπει την ιδικήν της φυσιογνωμίαν, ελέγχει την ιδικήν της ταυτότητα. Η Ανάστασις αποτελεί το φωτεινόν όριον της ιδικής της πληρώσεως, τον πόλον έλξεως της δυναμικής της τελειώσεως, τον πνευματικόν χώρον της ουρανοδρόμου εν τη ιστορία πορείας της. Εν τη Αναστάσει αισθάνεται αύτη τον ιδικό της εσωτερικόν παλμόν, βλέπει αναγλύφους τους πνευματικούς εκστασιασμούς και τας ενατενίσεις της. Η φωτεινότης του ενδόξου μηνύματος συνέχει την καρδία της, διεμπυρίζει την χριστόμορφον σάρκα της, εξαντλεί τον πνευματοκίνητον δυναμισμόν της. Αι πνευματικαί διαστάσεις της Ανάστασεως -η ανακαίνισις, η αφθαρσία, η καταλάμπρυνσις και η θέωσις της φύσεως- αποτελούν την πνευματικήν της ιδιαιτερότητα, τον στόχον τον ένθεον προς τον οποίον κατατείνουν ο πνευματικός αγών, η άσκησις και το εσχατολογικόν ιδεώδες και τέλος της. Η Ορθοδοξία είναι στενότατα συνδεδεμένη μετά της Αναστάσεως, η ψυχή της είναι αρρήκτως συνηφασμένη μετά της ζωηφόρου Εγέρσεως. Εκτός της Αναστάσεως δεν δύναται να ζήση η Ορθοδοξία, η χριστόμορφος Νύμφη της Βασιλείας, το άχραντο σώμα του βασιλέως της δόξης. Όστις δεν ενεβαπτίσθη εις το αναστάσιμον κλίμα της Ορθοδοξίας, όστις δεν συνεχρονίσθη εις τον αναστάσιμον ρυθμό της και όστις δεν ηκροάσθη της μυστικής αναστασίμου αρμονίας της, ούτος ουδέν απολύτως εγνώρισε περί του βάθους και της θεοδυνάμου ουσίας της!
9. Η Ανάστασις είναι το φωτεινόν σημείον εν τω οποίω χριστοποιείται και αφθαρτίζεται ο χρόνος. Είναι το νυν και το αεί της Βασιλείας. Είναι ο νέος αιών, η απαρχή της νέας πνευματικής κτίσεως, το χρυσούν κέντρον εν τω οποίω ο μεν χρόνος ανατείνει και πληρούται εις το έσχατον, το δε έσχατον συγκλίνει και ενούται μετά του χρόνου. Η Ανάστασις εγκανιάζει τον νέο αιώνα, είναι η επί των υδάτων της γης ανάκλασις του αφθάρτου αιώνος του Θεού. Είναι η κλητή και αγία ημέρα, η καινή και καινοποιός, η μυστική και άφθιτος Ογδοάς, ο άϋλος χρόνος και η φαεινή σαρξ της απεράντου θείας αιωνιότητος. Είναι η μία των Σαββάτων, η απαρχή της νέας κτίσεως, το φύραμα του νέου πνευματικού και ανακεκαινισμένου κόσμου. Ο ζων την Ανάστασιν ζη την αιωνιότητα, βιοί εν χρόνω το άχρονον. Διότι η Ανάστασις είναι άφθαρτος σύγκρασις του Πλάστου μετά του πλάσματος, η φαεινή περιχώρησις του Κτίστου μετά του κτίσματος. Εν τη Αναστάσει η κτίσις αναθάλλει εις την αρχαίαν ευγένειαν, ενδύεται την θεία αμαρυγήν και ωραιότητα, αποστίλβει την άπειρον του Θεού λαμπηδόνα και φωτεινότητα, ενούται μετά της μαρμαρυγής της απείρου τριαδικής ενέργειας και λαμπρότητος. Η Ανάστασις είναι το τέλος, φωτεινότερον και λαμπρότερον της απαρχής, ο άρρητος θείος προορισμός, ο εξερχόμενος εκ του βάθους της απείρου τριαδικής βουλής. Είναι η σιγή της θεολογίας και η διάτορος κραυγή της οικονομίας. Είναι το κρυπτόν του Θεού, ενδεδυμένον τα φωτεινά ιμάτια της αποκαλύψεως. Εν τη Αναστάσει καθοράται πλήρης η φανέρωσις του Θεού, αναλάμπουν άπασαι αι ιδιότητες της απορρήτου ουσίας του Θεού, αι θείαι ακτίνες αι περικοσμούσαι την άπειρον και απερινόητον θείαν ουσίαν. Εν τη Αναστάσει καθοράται η αλήθεια του όντος εν τη αληθεία του απείρου Θεού. Η Ανάστασις είναι η συμπερίληψις του αυθεντικού και γνησίου είναι, ο εναρμόνιος λόγος πάσης φύσεως και μεταφυσικής υπάρξεως. Εκτός της Αναστάσεως υπάρχει το ψεύδος και η αναλήθεια, η νέκρωσις του θανάτου και η παγερότης της ανυπαρξίας. Υπάρχει η φθορά και ο αιώνιος πνευματικός όλεθρος!
Πάσχα Κυρίου Πάσχα,
Α. Θεοδώρου,
εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1991, σελ. 56-60
Πηγή: apostoliki-diakonia.gr