Η Μονή του Αγίου Γεωργίου του Οριάτου και οι σχέσεις της με την Κατωκοπιά
Η Μονή του Αγίου Γεωργίου του Οριάτου και οι σχέσεις της με την Κατωκοπιά[1]
του Ανδρέα Χ. Χριστοδούλου (+ 6/7/2023), φυσιογνώστη
Η συντήρηση του θεσμού της Εκκλησίας και το φιλανθρωπικό και το ιεραποστολικό έργο της χρειάζονται σημαντικές δαπάνες, οι οποίες καλύπτονται από εισφορές των πιστών και την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ο πρώτος γνωστός που εισφέρει για τις ανάγκες της πρώτης Εκκλησίας, της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, ήταν ένας Ιουδαίος από την Κύπρο, ο Ιωσής, που ονομάστηκε από τους αποστόλους Βαρνάβας (Υιός παρηγοριάς), ο εκ των ιδρυτών της Εκκλησίας της Κύπρου και προστάτης της. Συγκεκριμένα, πωλεί ένα χωράφι του και φέρνει τα χρήματα στους Αποστόλους, για τις ανάγκες της Εκκλησίας[2]. Στο πέρασμα των αιώνων, τα περισσότερα προβλήματα αντιμετώπισε η Εκκλησία (Πατριαρχείο) Ιεροσολύμων[3], που από τα πρώτα βήματά του γνωρίζει τον κατατρεγμό των Εβραίων (μαρτύριο Αποστόλου Ιακώβου, διακόνου Στεφάνου, φυλακίσεις[4], οικονομικός αποκλεισμός κ.ά.), τον κατατρεγμό των εθνικών, την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. κατά την επανάσταση των Ιουδαίων εναντίον των Ρωμαίων, τους διωγμούς των Ρωμαίων, τις πολλές αιρέσεις, τις εισβολές Περσών, Αράβων, Σταυροφόρων, Μαμελούκων της Αιγύπτου και Τούρκων.
Γι’ αυτό οι πιστοί πάντοτε δίδουν! Από τις σημειώσεις στα περιθώρια εκκλησιαστικών χειρογράφων, αλλά και από άλλες πηγές (κώδικες, επιστολές, έγγραφα μεταβιβάσεων) μαθαίνουμε ότι δίνουν χωράφια, κήπους, χρήματα, δέντρα, ζώα (αγελάδες, γαϊδούρια, μουλάρια), εκκλησιαστικά και άλλα είδη. Σημαντικό μέρος των δωρεών από την Κύπρο δίνονταν στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Ακόμη ο Φίλιππος Φλάτρου δωρίζει τα εισοδήματα του χωριού Τάλα (1523)[5] και άλλοι ολόκληρες μονές. Η περιουσία αυτή πρέπει να αξιοποιηθεί προς όφελος του Πατριαρχείου, αλλά συχνά γίνεται αρπαγή της από Τούρκους, χριστιανούς άλλων δογμάτων ακόμη και ορθοδόξους. Έτσι, κατά το ταξίδι του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Αγίου Λεοντίου Β’ (1176-1185) προς τα Ιεροσόλυμα, αυτός στάθμευσε στην Κύπρο (χειμώνας 1176), σε μια προσπάθεια αναδιοργάνωσης και καλύτερης αξιοποίησης της περιουσίας του Πατριαρχείου. Σύντομα κατάφερε να επαναφέρει στην ιδιοκτησία του Πατριαρχείου τα ζώα που είχε αρπάξει ο Επίσκοπος Αμαθούντος, καθώς και άλλη περιουσία του Πατριαρχείου που είχε δημευθεί από ένα φοροεισπράκτορα[6].
Επιτυχής, μετά από πολύχρονο αγώνα, ήταν η προσπάθεια του Πατριαρχείου κατά την Τουρκοκρατία να επαναφέρει στην ιδιοκτησία του σημαντική έκταση γης στην περιοχή της Κερύνειας, καθώς και άλλες εκτάσεις. Όμως, κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας, δεν κατάφερε να επανακτήσει τη Μονή του Αγίου Σάββα του Καρόνος στην κοιλάδα του χειμάρρου Διαρίζου.
Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων διέθετε κατά το 19ο αιώνα Μονές [Χρυσοστόμου (στον Κουτσοβέντη), Παναγίας Αψινθιώτισσας (στο Συγχαρί), Αγίου Σίλα (στον Ύψωνα), Αγίου Γεωργίου Οριάτου (στην Κυρά), Αγίας Βαρβάρας (στην Αργάκα Πάφου)], μετόχια (Μιας Μηλιάς, Λευκωσίας) και άλλη περιουσία ((αγροί, δέντρα, νερόμυλοι) σε διάφορες περιοχές της Κύπρου[7].
Σήμερα η περιουσία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο περιορίζεται στις Μονές Χρυσοστόμου, Αψινθιώτισσας και Αγίου Γεωργίου Οριάτου, όλες κατεχόμενες από τα τουρκικά στρατεύματα από τον Αύγουστο του 1974, σε περιουσία στη Λευκωσία, όπου και η προσωρινή έδρα της Εξαρχίας του Παναγίου Τάφου (Πατριαρχείου Ιεροσολύμων) μετά την κατάληψη της Μονής Χρυσοστόμου), και ο ναός του Αγίου Μαρίου, Επισκόπου Σεβαστείας της Σαμάρειας στο Λυθροδόντα. Στην Εξαρχία στη Λευκωσία βρίσκεται ο Ναός της Θείας Αναλήψεως και του Αγίου Ιερομάρτυρος Φιλουμένου.
Σ’ αυτή την παρουσίαση θα γίνει μια πρώτη αναφορά στη Μονή του Αγίου Γεωργίου του Οριάτου και τις σχέσεις της με την Κατωκοπιά. Η Μονή βρίσκεται περίπου 4,5 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του χωριού Κυρά, στα διοικητικά όρια του οποίου βρίσκεται, και περίπου 10 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Κατωκοπιάς. Η περιοχή είναι ημιορεινή, στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του Πενταδακτύλου. Η Μονή βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 300 μέτρων, στο άκρο ενός χαμηλού οροπεδίου, του οποίου το ύψος φτάνει τα 343 μέτρα. Tα πετρώματα της περιοχής είναι βιοασβεστιτικοί και άλλα ψαμμίτες (αμμόλιθοι), μάργες (άργιλοι πλούσιες σε ανθρακικό ασβέστιο), αμμούχες μάργες, κροκαλοπαγή (αποστρογγυλωμένες πέτρες από τη μεταφορά από το νερό, οι οποίες είναι συγκολλημένες με κάποιο υλικό, όπως το ανθρακικό ασβέστιο), ασβεστόλιθοι και κρητίδες (και τα δύο από ανθρακικό ασβέστιο κυρίως) και άλλα. Η θέση της Μονής είναι δίπλα σε πηγή νερού (το αγίασμα – στα νοτιοδυτικά της), ενώ μικρότερη πηγή υπάρχει στην άλλη πλευρά του οροπεδίου στην περιοχή Στάζουσα. Στην ιδιοκτησία της Μονής υπάρχουν λαξιές (κοιλάδες) με καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ενώ μεγάλο μέρος της δεν προσφέρεται για καλλιέργεια και χρησιμοποιείται ως βοσκότοπος. Τα νερά της βροχής στα νότια συγκεντρώνονται με ρυάκια στον Οβγό, παραπόταμο του χειμάρρου Σερράχη, ενώ προς τα βόρεια με ρυάκια στο χείμαρρο Αλουπό.
Δε γνωρίζουμε πότε ιδρύθηκε η Μονή. Πάντως πριν το 971 μ.Χ., έτος κατά το οποίο δωρήθηκε σ’ αυτή «βίβλος», που γράφτηκε από το ναύαρχο Νικήτα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στην αφιέρωση αναφέρεται ως όνομα της Μονής ως Αγίου Γεωργίου του Οριάτου πλησίον Θεομόρφου, δηλ. κοντά στην κωμόπολη Μόρφου[8]. Σήμερα, στους επίσημους χάρτες του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και τους τίτλους ιδιοκτησίας η Μονή αναγράφεται ως Μονή Αγίου Γεωργίου Ρηγάτου. Πώς όμως βρέθηκε η Μονή στην ιδιοκτησία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και μάλιστα γραμμένη ως Μονή Αγίου Γεωργίου Ρηγάτου;[9] Δεν έχουμε πληροφορίες για τη Μονή κατά το Μεσαίωνα, εκτός από μια καταγραφή το 1533 μ.Χ., κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, για το S(an) Zorzi Orati στην περιοχή της διοικητικής περιφέρειας της Πεντάγειας[10].
Το 1570 με την πρώτη Τουρκοκρατία οι Μονές λεηλατούνται, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1585, κατάσχονται, αλλά μέχρι το 1605 οι πλείστες Μονές είχαν εξαγοραστεί[11] από μοναχούς και γενικά την Εκκλησία και λαϊκούς, χριστιανούς και κάποιες από αυτές δωρήθηκαν στην Εκκλησία της Κύπρου, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και τη Μονή Σινά.
Ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Γρηγόροβιτς Μπάρσκυ (επισκέφθηκε τέσσερις φορές την Κύπρο μεταξύ 1726-1736) αναφέρει ότι η Μονή Χρυσοστόμου δωρήθηκε στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, μετά από επίσκεψή του στους Αγίους Τόπους από ένα χριστιανό, που την είχε εξαγοράσει. Κατά παρόμοιο μάλλον συνέβη και με τις άλλες μονές και μετόχια του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο[12]. Ο Μπάρσκυ, που επισκέφθηκε τη Μονή του Αγίου Γεωργίου Οριάτου το 1735, γράφει για οικοδομικές εργασίες που γίνονταν στη Μονή το 1570, όταν έγινε η τουρκική επίθεση κατά της Κύπρου.
Σύμφωνα με το σχέδιο που έκανε κατά την επίσκεψή του ο Μπάρσκυ και την περιγραφή της, γύρω από τη Μονή υπήρχε περιτοίχισμα, που στη νότια πλευρά, που ήταν απότομη (στο χείλος μικρού κρημνού), υπήρχαν αντηρίδες. Στη δυτική πλευρά υπήρχε ωραίο πρόπυλο με πέτρινα σκαλοπάτια μπροστά, στη βορειοδυτική πλευρά, σε διώροφο κτίριο, δύο ως τρία κελλιά και στην ανατολική πλευρά μάντρες ζώων και βοηθητικά κτίρια. Στο μέσο της αυλής βρίσκονταν δύο ενωμένες εκκλησίες, από τις οποίες η νότια ήταν σταυροειδής εγγεγραμμένη με τρούλο, όπου τελούνταν οι ακολουθίες. Η εκκλησία αυτή έχει πολλές τοιχογραφίες, είναι διακοσμημένη με μάρμαρο και η στέγη υποβαστάζεται από τέσσερις κίονες. Ενωμένη με αυτή είναι μια καμαροσκεπής εκκλησία ετοιμόρροπη. Στα δυτικά της Μονής υπάρχει σπηλιά, που προχωρεί κάτω από τον κήπο και το χώρο των θεμελίων, και πέτρινη δεξαμενή για συγκέντρωση του νερού της πηγής, που περιβάλλεται από κτίσμα. Οι μοναχοί ζούσαν από τη γεωργία και την κτηνοτροφία (αίγες και πρόβατα), αλλά έκαναν και εκτροφή ψαριών στο γειτονικό χωρίο Κυρά, όπου είχαν ενοικιάσει τη δεξαμενή της και είχαν κτίριο για διαμονή τους κυρίως το καλοκαίρι. Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων έστελλε στη Μονή κάθε τέσσερα χρόνια ένα διαχειριστή κληρικό[13]. Όμως, η εικόνα που έχουμε σήμερα για τα κτίρια της Μονής είναι πολύ διαφορετική. Ας δούμε όμως τι συνέβη.
Κατά το 19ο αιώνα έχουμε αρκετές πληροφορίες για τις Μονές του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο. Έτσι, η Μονή Χρυσοστόμου, τουλάχιστο μέχρι περίπου τα μέσα του 19ου αιώνα δεν πλήρωνε φόρους, ενώ οι άλλες μονές και τα μετόχια πλήρωναν μόνο το φόρο της δεκάτης, δηλαδή τουλάχιστον το ένα δέκατο της γεωργικής παραγωγής. Η Μονή το 1800 είχε πέντε μοναχούς και το 1825 έξι, έναντι ένδεκα και δέκα αντίστοιχα της Μονής Χρυσοστόμου και μηδέν και τρεις αντίστοιχα της Μονής Αγίας Βαρβάρας, δηλαδή οι τρεις επανδρωμένες Μονές του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων είχαν δεκαέξι μοναχούς το 1800 και δεκαεννέα το 1825. Λόγω των σφαγών που έκαναν οι Τούρκοι το 1821, της καταλήστευσης των Μονών και της Εκκλησίας γενικότερα και της όλης έκρυθμης κατάστασης που ακολούθησε[14], τέσσερις από τους έξι μοναχούς της Μονής του Αγίου Γεωργίου Οριάτου την εγκατέλειψαν, αλλά ήλθαν άλλοι τέσσερις σ’ αυτή και έτσι ο αριθμός των μοναχών της παρέμεινε σταθερός (έξι)[15].
Σε παλαιότερες εποχές αποστέλλονταν από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων για τη διαχείριση της περιουσίας του στην Κύπρο δύο ή τρεις μοναχοί του στην Κύπρο[16]. Αντιπρόσωπος του Πατριαρχείου στην Κύπρο ήταν ο Πρωτοσύγκελλος και για κάποιες μονές υπάρχει ηγούμενος. Στην πραγματικότητα οι ηγούμενοι αυτοί ήταν επιστάτες, δηλαδή διαχειριστές (ενοικιαστές) της περιουσίας που τους εμπιστευόταν το Πατριαρχείο. Στις μονές και τα μετόχια υπήρχαν και Κύπριοι μοναχοί και εργαζόμενοι. Το 19ο αιώνα ο αριθμός των Αγιοταφιτών μοναχών που αποστέλλονταν από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων στην Κύπρο είναι πάλι μειωμένος (μέχρι δύο). Συχνά ο Πρωτοσύγκελλος είναι και Ηγούμενος της Μονής Χρυσοστόμου.
Ο πιο γνωστός Πρωτοσύγκελλος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο κατά το 19ο αιώνα είναι ο τρίτος κατά σειρά γνωστός κατά το 19ο αιώνα, ο Αρχιμανδρίτης Νάρκισσος, με δύο θητείες στην Κύπρο. Ηγούμενος στη Μονή Χρυσοστόμου από το 1836, γίνεται και Πρωτοσύγκελλος το 1844-1858 και στη δεύτερη θητεία του Ηγούμενος της Μονής Χρυσοστόμου (1867-1876). Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων αποφασίζει να στείλει κάποιους επιπλέον Αγιοταφίτες μοναχούς για καλύτερη αξιοποίηση της περιουσίας του στην Κύπρο, αλλά κάνει το λάθος να τους αφήσει ανεξάρτητους και όχι υπό τον έλεγχο του Νάρκισσου. Έτσι, ο Κύπριος Ηγούμενος της Μονής του Αγίου Σίλα πεθαίνει αφήνοντας χρέη 15605 γρόσια και τη Μονή σε κακή κατάσταση, ενώ αυτός του Αγίου Οριάτου που έστειλε το Πατριαρχείο παύεται και απομακρύνεται από τη Μονή με χρέη πέραν των 20000 γροσιών[17].
Η Εκκλησία της Κύπρου ασκούσε ένα είδος εποπτείας στις μονές και τα μετόχια του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και της Μονής Σινά. Έτσι, φρόντιζε, σε συνεννόηση με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, για το διορισμό Επιτρόπου[18] σε Λάρνακα, Λευκωσία και Λεμεσό, δηλαδή αξιόλογων πολιτών, για να βοηθούν τους κληρικούς, να εποπτεύουν και να προστατεύουν τα συμφέροντα του Πατριαρχείου, ιδίως με ενέργειες προς τις τουρκικές αρχές.
Ο Αρχιμανδρίτης Νάρκισσος ήταν αποτελεσματικός, ζούσε σ’ ένα μικρό δίχωρο δωμάτιο στο Μετόχι Μιας Μηλιάς, την κατεξοχήν γεωργική γη του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο. Παρά τις κατά καιρούς κατηγορίες εναντίον του (ιδίως όταν παρέδιδε περιουσία του Πατριαρχείου στην Κύπρο στον αντικαταστάτη του), η εκτίμησή μου είναι ότι προστάτευσε τα συμφέροντα του Πατριαρχείου στην Κύπρο, αλλά και τα δικά του, γιατί στην πραγματικότητα ήταν ενοικιαστής περιουσίας του Πατριαρχείου[19].
Από την αλληλογραφία μεταξύ Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και Κύπρου μαθαίνουμε κάποια ενδιαφέροντα:
-Το 1848 έφτασε στην Κύπρο ένας Μαρωνίτης επίσκοπος, ο οποίος έκρινε ότι κάποιες μονές και μοναστηριακές περιουσίες ανήκαν στους Μαρωνίτες. Έτσι, σφράγισε την Εκκλησία και τα κτίρια της Μονής του Αγίου Γεωργίου Οριάτου. Ο Νάρκισσος αφαίρεσε τις σφραγίδες και συνοδευόμενος από δημογέροντες και άλλους προύχοντες, ενημέρωσε τον Τούρκο διοικητή της Κύπρου Ισμαήλ Αζίζ Πασά, ο οποίος υποχρέωσε το Μαρωνίτη επίσκοπο σε απολογία[20].
-Ο Νάρκισσος πήγε τουλάχιστο δύο φορές στην Κωνσταντινούπολη, για να φέρει φιρμάνια (αντίγραφά τους), για προστασία της περιουσίας του Πατριαρχείου στην Κύπρο, ξοδεύοντας 35000 γρόσια[21].
-Κινεί δικαστικές αγωγές εναντίον καταπατητών της περιουσίας του Πατριαρχείου και επαναφέρει στην ιδιοκτησία του περιουσίες που αρπάχτηκαν[22].
-Προσπαθεί να κινητοποιήσει το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων για επανάκτηση των δύο νερόμυλων της Κυθρέας, που είχαν αρπάξει οι Τούρκοι το 1821[23].
-Προσπαθεί, αλλά ανεπιτυχώς, να πείσει το Πατριαρχείο να πωλήσει μεμονωμένα και ασύμφορα κτήματα.
-Συνήθως χρησιμοποιεί τη σωστή ονομασία της Μονής: Οριάτου ή Ριάτου[24].
-Αρχίζει την ανοικοδόμηση της Εκκλησίας της Μονής του Αγίου Γεωργίου Οριάτου, η οποία διακόπτεται με την αναχώρησή του από την Κύπρο το 1858. Η ανοικοδόμηση της Εκκλησίας θα τελειώσει το 1862 με δαπάνη του Πατριαρχείου[25].
Η εκκλησία που κτίστηκε (μήκος αψίδας ιερού βήματος-δυτικού τοίχου περίπου 16,20 μέτρα και πλάτος περίπου 8,70 μέτρα) είναι καμαροσκεπής, χωρισμένη με σειρά τεσσάρων μονολιθικών κιόνων σε δύο κλίτη, με ξεχωριστή στέγη για το κάθε κλίτος. Αψίδα ιερού βήματος υπάρχει μόνο στο νότιο κλίτος και δίπλα της (στα ανατολικά) υπάρχει πηγάδι. Στην εκκλησία ο Ιωάννης Π. Τσικνόπουλλος κατέγραψε υπολείμματα δύο τοιχογραφιών (Άγιος Ευθύμιος, Άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης), ελάχιστα ίχνη των οποίων εντοπίζονται μέχρι σήμερα. Η παρουσία τους και το σχέδιο της Μονής από του Μπάρσκυ το 1735 βεβαιώνουν ότι κάποια τμήματα της προϋπάρχουσας εκκλησίας διατηρήθηκαν και ενσωματώθηκαν στη νέα εκκλησία. Ο ίδιος κατέγραψε πέντε μεγάλες εικόνες, από τις οποίες η μια ήταν δωρεά κατοίκων της Κατωκοπιάς. Στα βόρεια της εκκλησίας υπάρχουν βοηθητικά κτίρια και στα νοτιοδυτικά της υπάρχουν κελλιά («ηγουμενείο»), τα οποία δεν είναι αυτά που ζωγράφισε ο Μπάρσκυ. Πάντως το 1881 τα δωμάτια της Μονής ήταν «καταπεπτωκότα». Η πηγή περιβάλλεται από χαμηλό κτίσμα, μέτρο προστασίας από την αρπακτικότητα των Τούρκων[26].
Επί Ηγουμένου της Μονής Χρυσοστόμου και Εξάρχου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο Αρχιμανδρίτη Ιππολύτου Μιχαηλίδη (1933-1939), έγινε ανακαίνιση της Εκκλησίας. Επί Ηγουμένου και Εξάρχου Αρχιμανδρίτη Ονουφρίου Μουστάκη έγινε στήριξη και ανακαίνιση της εκκλησίας (1955), όπως αναφέρεται σε εντοιχισμένη πλάκα στο νότιο τοίχο της. Την ίδια περίοδο έγινε και ανακαίνιση των κτισμάτων της και κατασκευή μεγάλης δεξαμενής από μπετόν, για τη συγκέντρωση του νερού της πηγής (αγιάσματος)[27].
Μετά την αναχώρηση από την Κύπρο του Αρχιμανδρίτη Νάρκισσου το 1876, η οικονομική διαχείριση της περιουσίας του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο κατέρρευσε. Ήδη από χρόνια η Μονή της Αγίας Βαρβάρας είχε εγκαταλειφθεί, ενώ οι Μονές Αγίου Γεωργίου Οριάτου και Αγίου Σίλα ήταν χρεωμένες με μεγάλα ποσά, που ουσιαστικά επιβάρυναν το Πατριαρχείο. Γιατί όμως απέτυχε η διαχείριση; Κάποιες από τις βασικές αιτίες είναι οι εξής:
α΄. Κάποιοι από τους διαχειριστές/επιστάτες (ενοικιαστές) δεν είχαν τις απαραίτητες γνώσεις και πείρα. Συγκεκριμένα, στάληκε πρώην καθηγητής πανεπιστημίου, ασθενής να αναλάβει Πρωτοσύγκελλος (1858-1860)[28].
β΄. Η βροχόπτωση της περιοχής της Μονής του Αγίου Γεωργίου Οριάτου, περίπου 330 χιλιοστόμετρα μέση ετήσια βροχόπτωση, επέτρεπε ξηρικές καλλιέργειες, ενώ η πηγή του νερού επέτρεπε την καλλιέργεια μικρής έκτασης και καλοκαιρινών ειδών, εξαιτίας και της πέτρινης δεξαμενής που είχε κατασκευαστεί. Όμως, οι ανομβρίες ήταν συχνές. Έτσι το 19ο αιώνα, σύμφωνα με το «Χρονικό της Λύσης»[29], είκοσι τέσσερα χρόνια ήταν ανομβρία, τέσσερα χρόνια η παραγωγή καταστράφηκε από άλλες δυσμενείς καιρικές συνθήκες (θερμοί άνεμοι, υπερβολική βροχόπτωση το καλοκαίρι), δεκαέξι χρόνια η παραγωγή ήταν μέτρια και πενήντα έξι καλή. Περίπου η ίδια κατάσταση επικρατούσε και στην κύρια γεωργική περιοχή του Πατριαρχείου στην Κύπρο (Μια Μηλιά). Οι ανομβρίες (δηλ. οι περίοδοι κατά τις οποίες η βροχόπτωση ήταν χαμηλή) είχαν ως συνέπεια χαμηλή ή καθόλου παραγωγή. Κάποιες από αυτές διαρκούσαν χρόνια. Στις ανομβρίες οι τιμές των σιτηρών και των άλλων τροφίμων ανέβαιναν πολύ και ήταν περίοδος μεγάλης δυστυχίας. Όταν οι τιμές ανέβαιναν πολύ και οι γεωργοί συχνά δεν είχαν αρκετά χρήματα για να αγοράσουν ούτε τους απαραίτητους σπόρους, αρκετοί από αυτούς μετανάστευαν στο εξωτερικό.
γ΄. Καταστροφή της παραγωγής από ακρίδες. Εξήντα δύο είδη ακρίδων, με πιο επικίνδυνο είδος το Dociostaurus maroccanus, μπορούσαν να προκαλέσουν μέχρι ολική καταστροφή της παραγωγής. Επειδή μεγάλη έκταση της περιοχής της Μονής του Αγίου Γεωργίου Οριάτου δεν μπορούσε να οργωθεί, λόγω της σύστασής της (πράγμα που συνέβαινε και σε άλλες περιοχές του Πατριαρχείου στην Κύπρο), ήταν τόπος που δεν καταστρέφονταν οι ωομάζες με τα αυγά που γεννούσαν οι ακρίδες. Για αντιμετώπιση των ακρίδων, μαζεύονταν και καταστρέφονταν οι νεαρές (άπτερες) ακρίδες (με κοφίνια και έπειτα με απόχες) και οι ωομάζες. Πολλές φορές έρχονταν σμήνη ακρίδων, όπως της Schistocerca gregaria από γειτονικές χώρες της Αφρικής και κατέστρεφαν την παραγωγή[30].
δ΄. Από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα αρχίζει σταδιακά να αλλάζει το φορολογικό καθεστώς της περιουσίας του Πατριαρχείου στην Κύπρο. Ενώ μέχρι τότε η Μονή Χρυσοστόμου δεν πλήρωνε φόρους και οι άλλες μονές και μετόχια πλήρωναν μόνο το φόρο της δεκάτης, τους επιβάλλονται νέες φορολογίες, πλέον των έκτακτων βαριών φορολογιών και της διαχρονικής απομύζησης των εισοδημάτων τους με διάφορους τρόπους[31].
ε΄. Όπως κάθε επιχείρηση, έτσι και η διαχείριση της μοναστηριακής περιουσίας έπρεπε να έχει αρκετά δικά της κεφάλαια. Αυτό συνήθως δε συνέβαινε, γι’ αυτό οι διαχειριστές υποχρεώνονταν να δανείζονται και μάλιστα με τον ψηλό τόκο που ίσχυε τότε[32].
στ΄. Η μείωση του αριθμού των μοναχών των μονών και των μετοχίων του Πατριαρχείου στην Κύπρο. Έτσι ενώ το 1825 υπήρχαν δεκαεννέα μοναχοί, το 1880 υπήρχαν έξι, από τους οποίους οι τέσσερις είχαν ουσιαστικά εγκαταλείψει τις μονές τους ή δεν έδειχναν το δέοντα σεβασμό στον Ηγούμενο της Μονής Χρυσοστόμου Αρχιμανδρίτη Αβράμιο, όπως αναφέρει ο ίδιος σε επιστολή του προς τον Πατριάρχη Ιερόθεο, απαντώντας σε κατηγορίες τους εναντίον του[33]. Επειδή η χρήση ξένων εργατικών χεριών αυξάνει αρκετά τα έξοδα, η γεωργική εκμετάλλευση των μονών και των μετοχίων είχε καταστεί ασύμφορη[34]. Γι’ αυτό από το 1878 το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ενοικιάζει κτήματα της Μονής της Αγίας Βαρβάρας, το 1879 τα κτήματα της Μονής του Αγίου Σίλα και το 1880 αποφασίζεται η ενοικίαση των υπόλοιπων μοναστηριακών κτημάτων, πλην της Μονής Χρυσοστόμου, όπου θα εδρεύει ο εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο[35]. Η ενοικίαση των κτημάτων επιβαλλόταν και από το γεγονός ότι η Βρετανική αποικιακή κυβέρνηση της Κύπρου επέβαλλε πρόστιμο ή δήμευε κτήματα που δεν καλλιεργούντο για κάποιο χρονικό διάστημα[36]. Έτσι, με την εφαρμογή της απόφασης αυτής στην Κύπρο αποστελλόταν από τα Ιεροσόλυμα ένας κληρικός ως «Έξαρχος του Παναγίου Τάφου» και Ηγούμενος της Μονής Χρυσοστόμου.
Για να γίνει πιο σαφής η εικόνα της επικρατούσας τότε κατάστασης, πρέπει να δούμε τι συνέβαινε το 19ο αιώνα στην Εκκλησία της Κύπρου. Οι σφαγές της θρησκευτικής, της πολιτικής και της οικονομικής ηγεσίας της Κύπρου, οι οποίες συνοδεύτηκαν από λαφυραγωγήσεις, κατάσχεση περιουσιών και οικονομική απομύζηση της Αρχιεπισκοπής, των Μητροπόλεων, των μονών, των εκκλησιών και των πολιτών, συνθήκες που συνεχίστηκαν έντονα για αρκετά χρόνια, επιβάρυναν ακόμη περισσότερο την άσχημη οικονομική κατάσταση της Εκκλησίας, η οποία υφίστατο συνεχή οικονομική απομύζηση από τους Τούρκους. Γι’ αυτό οι περισσότερες μονές δεν άντεξαν και έτσι διαλύθηκαν το 19ο αιώνα. Συγκεκριμένα από τις είκοσι πέντε μονές της Αρχιεπισκοπικής περιφέρειας και τις Σταυροπηγιακές μονές (οι οποίες υπάγονταν στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου), επιβίωσαν μόνο οι τρεις Βασιλικές και Σταυροπηγιακές Μονές (Κύκκου, Μαχαιρά και Αγίου Νεοφύτου), δηλαδή οι είκοσι δύο (88%) διαλύθηκαν και η κτηματική περιουσία τους πέρασε στην Αρχιεπισκοπή, η οποία φρόντισε για την ενοικίασή της. Ανάλογες καταστάσεις υπήρχαν και στις τρεις Μητροπολιτικές περιφέρειες, π.χ. στη Μητροπολιτική περιφέρεια Κυρηνείας από τις είκοσι περίπου μονές παρέμεινε σε λειτουργία μόνο αυτή του Αγίου Παντελεήμονα στη Μύρτου, ενώ στη Μητροπολιτική Περιφέρεια Πάφου οι Μονές Τροοδίτισσας και Χρυσορρογιάτισσας. Έτσι τον Ιούλιο του 1895, με αγγελία της σε εφημερίδα, η Μητρόπολις Κιτίου προσφέρει προς ενοικίαση κτήματα διαλυμένων μονών στην επαρχία Λεμεσού[37].
Η ενοικίαση της αγροτικής περιουσίας του Πατριαρχείου στην Κύπρο δεν απέδιδε αρκετά, γι’ αυτό το Πατριαρχείο αποφάσισε την πώλησή της (με εξαίρεση εκείνη της Μονής Χρυσοστόμου) και την αντικατάσταση της με αστική περιουσία. Έτσι, το 1908 το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων προτείνει στη Μονή Κύκκου και στη Μητρόπολη Κυρηνείας την ανταλλαγή της Μονής του Αγίου Γεωργίου Οριάτου με δική τους αστική ή έστω αγροτική περιουσία[38]. Λόγω και του εμπερίστατου της Κυπριακής Εκκλησίας (Αρχιεπισκοπικό ζήτημα, 1900-1910), η υπόθεση δεν προχώρησε και συνεχίστηκε η ενοικίαση των κτημάτων της Μονής.
Κάποια περίοδο κτήματα της Μονής του Αγίου Γεωργίου του Οριάτου ενοικίασαν κάτοικοι της Κατωκοπιάς. Βρίσκουμε στοιχεία για την περίοδο από το 1905[39] ως το 1944-1945. Συγκεκριμένα, η εικόνα του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που έγινε στη Μονή Σταυροβουνίου το 1909 γράφει επιστασία Χαραλάμπους Χατζηχριστοδούλου και Χατζηλοΐζου Παπαχριστοδούλου εκ Κατωκοπιάς. Τα έτη 1908 και 1909 ήταν καλά από γεωργικής πλευράς και αυτοί ανταπέδωσαν την ευλογία του Θεού, εκτός από το ενοίκιο, και με την κατασκευή της εικόνας. Ο Χατζηλοΐζος (Ρίζα Κατωκοπιάς XVII 2α) ήταν γιος του Παπαχριστόδουλου, που έγραψε το τραγούδι του Λαζάρου (Έαρ ημίν επέφανε τοις πάσι το μηνύον …), που λεγόταν στην Κατωκοπιά και στην ευρύτερη περιοχή Μόρφου. Ο Παπαχριστόδουλος ήταν αδελφός του Σακελλάριου Πέτρου και ήταν παιδιά ενός άλλου Σακελλάριου (που δεν γνωρίζουμε το όνομά του), ο οποίος ήταν γιος του Πρωτόπαπα Λοΐζου (από το Αργάκι), που ήταν γιος του Χατζηπρωτόπαπα Ζένιου (από το Αργάκι), δηλαδή ήταν γιος, εγγονός, δισέγγονος, τρισέγγονος ιερέων και ανεψιός τριών ιερέων). Ο Χαράλαμπος Χατζηχριστοδούλου (Ρίζα Κατωκοπιάς XX 1), διετέλεσε κοινοτάρχης Κατωκοπιάς και ήταν γιος του Χατζηττοουλή που ήρθε από το Αργάκι στην Κατωκοπιά και παντρεύτηκε τη Χατζημηλού Χατζηχαράλαμπου. Ο Χατζηττοουλής προέρχεται από την οικογένεια του Χατζηπρωτόπαπα Ζένιου από το Αργάκι. Δηλαδή, οι δυο ενοικιαστές-διαχειριστές, «επιστάτες» κατά τη μοναστηριακή έκφραση, ήταν εξ αίματος συγγενείς και διαμοίραζαν τα κτήματα και σε άλλους ενδιαφερόμενους κατοίκους της Κατωκοπιάς. Η περιοχή ενοικιαζόταν κάθε τέσσερα χρόνια, και οι καλλιέργειες ήταν σιτηρά (σιτάρι, κριθάρι), κουκκιά, φασόλια, αρτυσιά και άλλα, ενώ η μικρή περιοχή που αρδευόταν από την πηγή του νερού χρησίμευε και για την καλλιέργεια και παραγωγή μελιτζάνων, πιπεριών, μπάμιων, αγγουριών, ντοματών και άλλων.
Για το θερισμό των σιτηρών χρησιμοποιούσαν και εργάτες και εργάτριες από την Κατωκοπιά, που διέμεναν στην ύπαιθρο, ενώ για το ξεχόρτισμα της αρτυσιάς, που γινόταν το χειμώνα (Φεβρουάριο κυρίως) χρησιμοποιούσαν εργάτριες από το γειτονικό χωριό Αγία Μαρίνα. Τα φορτωμένα ζώα διακινούσαν τα φορτία μέσω Κυράς και του δρόμου των Βουναρουλιών (στα ανατολικά της Κατωκοπιάς), ενώ όταν τα ζώα ήταν ξεφόρτωτα, μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και το δρόμο Κυράς – Κατωκοπιάς.
Η πληρωμή του ενοικίου για τη Μονή του Αγίου Γεωργίου Οριάτου γινόταν στον Έξαρχο του Παναγίου Τάφου στη Μονή Χρυσοστόμου στις 13 Σεπτεμβρίου. Την ημέρα αυτή, αντιπροσωπεία από την Κατωκοπιά πήγαινε στη Μονή Χρυσοστόμου, πλήρωνε το ενοίκιο, συμμετείχε στον εσπερινό και, μετά τη θεία λειτουργία της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού την επόμενη και το πρόγευμα, επέστρεφαν στην Κατωκοπιά. Άλλοι γνωστοί καλλιεργητές από την Κατωκοπιά είναι οι Χριστόδουλος (Ττόουλος) Χαραλάμπους, Χριστόδουλος Χατζηγέρου, Λοΐζος Κόνιζος, Αργυρός Χατζηλοή (που ήταν κάποια περίοδο διαχειριστής), Γιαννής Μιχαήλ, Χατζηστυλλής Χατζημιχαήλη Ππαραλίκκη, Γιαννής Χατζηστυλλή (ηγετική μορφή), Κυριάκος Γιαννή Χατζηστυλλή (Κούσεττος), Σταύρος Κονόμου και άλλοι.
Τη δεκαετία του 1930 το ενδιαφέρον αρκετών κατοίκων της Κατωκοπιάς για ενοικίαση κτημάτων της Μονής του Αγίου Γεωργίου Οριάτου μειώθηκε. Μερικοί βασικοί λόγοι είναι οι εξής:
α΄. Το λαγούμι της Παλλουδερής (από το 1916) και αργότερα αυτά του Σκλινικάρικου (1934) και του Κτιρκότικου (1936) μετέτρεψαν σε αρδεύσιμη γη αρκετές εκτάσεις της Κατωκοπιάς, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της γης του Αγίου Γεωργίου δεν ήταν αρδεύσιμη.
β΄. Μετά από πολύ καιρό παρενοχλήσεων των κατοίκων της Κατωκοπιάς από κατοίκους των γειτονικών χωριών Πάνω και Κάτω Ζώδειας, οι οποίοι τους εμπόδιζαν να ποτίζουν τα χωράφια τους από το νερό του ποταμού της Περιστερώνας, παραπόταμου του χειμάρρου Σερράχη, το οποίο έφτανε στη γη του χωριού με το δήμμα (αρδευτικό αυλάκι) Ναός, οι Κατωκοπίτες κατάφεραν να μην τους ενοχλούν.
γ΄. Στο τέλος της δεκαετίας του 1920, έγινε Αρδευτική Επιτροπή στην Κατωκοπιά, μέλη της οποίας (Γεώργιος Κόκκινος, Νικολής Χ. Σπανού) με άροτρα συρόμενα από μουλάρια αύξησαν το μήκος των αυλακιών που έπαιρναν νερό από το δήμμα του Ναού και έτσι αυτό αξιοποιείτο καλύτερα και σε μεγαλύτερες εκτάσεις.
δ΄. Άρχισαν επεισόδια εις βάρος των Κατωκοπιτών ενοικιαστών από κατοίκους γειτονικού με τη Μονή χωριού, πλέον των διαχρονικών κλοπών εις βάρος των ενοικιαστών.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Έξαρχος του Παναγίου Τάφου στην Κύπρο και Ηγούμενος της Μονής Χρυσοστόμου Αρχιμανδρίτης Ονούφριος Μουστάκης καταφέρνει, παρά τις ισχυρές αντιδράσεις κατοίκων της Κυράς, να πωλήσει κάποια κτήματα της Μονής. Έτσι, σήμερα η κτηματική περιουσία της Μονής του Αγίου Γεωργίου Οριάτου στην Κυρά είναι μόνο 4366 δεκάρια.
Τον Αύγουστο του 1974 η περιοχή της Μονής κατελήφθη από τουρκικά στρατεύματα, βεβηλώθηκε, λεηλατήθηκε, ανασκάφηκε το δάπεδό της για αναζήτηση θησαυρών και ανατράπηκε η αγία τράπεζα. Στο εσωτερικό της δεν υπάρχει τίποτε από τον εξοπλισμό της (εικονοστάσι, εικόνες κ.ά.). Τα βοηθητικά κτίρια της Μονής και τα κελλιά έχουν καταρρεύσει.
The Monastery of Saint Georghios Oriatis
and its connections with the village of Katokopia
Summary
by Andreas C. Christodoulou
The Monastery of St. Georghios Oriatis (setting boundaries, borders) is located near the village of Kyra, a neighboring village of Katokopia, in northwestern Cyprus, at the foot of the Pentadaktylos Mountains. The first evidence of its existence is in 971 A.D. Its existence is verified again in 1533. In 1585 the Monastery was confiscated by the Turkish Ottoman conquerors, but it was acquired by a christian. The christian donated it to the Patriarchate of Jerusalem, in whose possession is located since those days. The slaughter of ecclesiastical, political and economic leaders of Cyprus in 1821, the looting, and the constant economic siege of the Church and monasteries by the Ottomans resulted in the disintegration of most of the monasteries of Cyprus in the 19th century. Additionally, monasteries plagued by droughts, grasshopper raids and lack of personnel. By the end of the 19th century, the Patriarchate of Jerusalem decided to remove any monks from the Monastery and rent out its estates. Katokopia residents rented these estates at least from 1905 to 1945. The discovery and use of Katokopia’s underground water for irrigation purposes reduced their interest in cultivating the monastery’s estates.
In 1974 the Monastery was occupied, violated and looted by Turkish troops. Nowadays, the Monastery’s church has no equipment, and its auxiliary buildings have collapsed. On the official maps of the Republic of Cyprus, the Monastery is written as the Monastery of Saint Georghios Rigatis.
[1] *Εκφράζω τις θερμές μου ευχαριστίες προς το Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Βόστρων κ. Τιμόθεο, Έξαρχο του Παναγίου Τάφου στην Κύπρο, τον κ. Πέτρο Σολωμού, Σύμβουλο επί Πολιτιστικών Θεμάτων και Δημοσίων Σχέσεων της Εξαρχίας στην Κύπρο (φωτογραφίες του οποίου παρουσιάζονται στην εργασία αυτή), καθώς και στον καθηγητή Αγαμέμνονα Τσελίγκα του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος για την πολύπλευρη βοήθειά τους για την ετοιμασία της εργασίας αυτής.
[2] Πραξ. δ΄ 36-37.
[3] Η Εκκλησία Ιεροσολύμων αναγνωρίζεται ως Πατριαρχείο με την 7η πράξη της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (Χαλκηδόνα, 451 μ.Χ.): Χρυσόστομος Α. Παπαδόπουλος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Εν Αθήναις 19702, 186. Τα ιερά προσκυνήματα στην Παλαιστίνη είναι γνωστά στην Κύπρο με το γενικό όνομα Άις Τάφος (Άγιος Τάφος), όρος πανελλήνιος. Έτσι, η αντιπροσωπεία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο είναι γνωστή επίσημα ως Εξαρχία του Παναγίου Τάφου.
[4] Πραξ. δ΄ 1-3, ε΄ 17-18, ζ΄ 58-η΄ 3, ιβ΄ 1-5, κα΄ 30-31.
[5] Παπαδόπουλος, Ιστορία (υποσ. 3), 507.
[6] Κρίτων Χρυσοχοΐδης, Άγιοι της Κύπρου και Ιεροσόλυμα: Μια αμφίδρομη σχέση, στο Θεόδωρος Χ. Γιάγκου και Πρωτοπρ. Χρυσόστομος Νασσής (επιμέλεια), Κυπριακή Αγιολογία, Αγία Νάπα – Παραλίμνι 2015, 579-580.
[7] Θεοχάρης Σταυρίδης, Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και Κύπρος, Επιστολές (1731-1884), Λευκωσία 2007, 143.
[8] Η «βίβλος» βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού (ελληνικός κώδικας 497) και περιέχει ομιλίες του Μεγάλου Βασιλείου (Κώστας Χατζηψάλτης, Βυζαντινά και Κυπριακά του 10ου μ.Χ. αιώνα, Προσωπογραφικά – Τοπωνυμικά – Μοναστηριακά, Επετηρίδα Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 2, Λευκωσία 1993, 245.
[9] Η χρήση του επιθέτου Οριάτης φανερώνει ότι η Μονή βρίσκεται σε κάποιο όριο (σύνορο), όπως το όριο ενός οροπεδίου, κάτω από το οποίο αρχίζει μικρή κοιλάδα ή σε κάποιο άλλο όριο. Η χρήση του επιθέτου μάλλον δείχνει την παρουσία και άλλης μονής ή εκκλησίας αφιερωμένης στον Άγιο Γεώργιο στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι, στην Κυθρέα έχουμε τις εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου Στρατηλάτη, του Αγίου Γεωργίου Ποταμίτη και του Αγίου Γεωργίου τους Μάντουδους. Κατά τον Κώστα Χατζηψάλτη, η μετατροπή του ονόματος Οριάτης σε Ριγάτης έγινε ως εξής: το Οριάτης με αποβολή του αρχικού φωνήεντος έγινε Ριάτης (κατά το εξάδελφος σε ξάδελφος). Ο Ριάτης με ανάπτυξη ευφωνικού συμφώνου γ (κατά το έρημος σε γέρημος) έγινε Ριγάτης [Χατζηψάλτης, Βυζαντινά (υποσ. 8), 251-252]. Χωρίς να αποκλείεται η εξήγηση αυτή, κάποτε χάνεται το γ, π.χ. το λίγο γίνεται λίο. Το γεγονός ότι χρησιμοποιείται επίσης ο τύπος «Ρηγάτης», γενική «Ρηγάτου» [μεσαιωνικό ρηξ, γενική ρηγός από το λατινικό rex, γενική regis (βασιλιάς, γενική βασιλιά)], αυτό είναι πιθανόν να οφείλεται σε αφελή προσπάθεια να εξηγηθεί ο όρος Ριάτης ότι αναφέρεται σε ρήγα (βασιλιά). Στην Κύπρο έχουν δημιουργηθεί αρκετές παραδόσεις και θρύλοι για ρήγαινες (βασίλισσες). Έτσι, στην περιοχή της Χερσονήσου του Ακάμα, στη βορειοδυτική Κύπρο, τα ερείπια μικρής μονής είναι γνωστά ως Πύργος της Ρήγαινας. Ο εκπρόσωπος (Πρωτοσύγκελλος) του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο Αρχιμανδρίτης Νάρκισσος χρησιμοποιεί για τη Μονή τα ονόματα Οριάτου και Ριάτου [Σταυρίδης, Πατριαρχείο (υποσ. 7), 466-467, 487, 489, 492-493, 494-495, 498-499, 748-749]. Στο Κατάστιχο VI της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, η Μονή αναφέρεται ως «άγιος γεώργιος οριγάτης» [Κωστής Κοκκινόφτας – Ιωάννης Θεοχαρίδης, Μοναστηριακά δεδομένα σύμφωνα με το κατάστιχο VI της Αρχιεπισκοπής Κύπρου (1825), Επετηρίδα Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 4, Λευκωσία 1999, 270].
[10] Ν. Γ. Κυριαζής, Η Κύπρος υπό τους Λουζινιανούς, Κυπριακά Χρονικά, ΙΓ΄, Τεύχος Α, Εν Λάρνακι 1937, 55.
[11] Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, Ιστορία Χρονολογική της νήσου Κύπρου, Ενετίησιν 1788 (επανέκδοση, επ. Άντρου Παυλίδη, Λευκωσία 1977), 456, 458.
[12] Άντρος Παυλίδης, Η Κύπρος ανά τους αιώνες μέσα από τα κείμενα ξένων επισκεπτών της, 2, Λευκωσία 1994, 686. Περί το 1700 είχε υπαχθεί στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων η Μονή Παναγίας Αψινθιώτισσας η οποία βρίσκεται βόρεια του χωριού Συγχαρί [Ιωάννης Π. Τσικνόπουλλος, Η Ιερά Μονή Χρυσοστόμου του Κουτσουβέντη, Απόστολος Βαρνάβας, Τόμος ΙΘ΄, Τεύχος 5-6, Εν Λευκωσία (Κύπρου) 1958, 90].
[13] Ανδρέας Στυλιανού, Αι περιηγήσεις του Ρώσου Μοναχού Βασιλείου Γρηγόροβιτς Βάρσκυ– Πλάκα–Αλπόβ άλλως Βασιλείου Μοσκοβορώσσου Κιεβοπολίτου εν Κύπρω, Κυπριακαί Σπουδαί, Τόμος ΚΔ΄, Λευκωσία-Κύπρου 1957, 55-56. Παυλίδης, Η Κύπρος (υποσ. 12), 688, 693, 709.
[14] Χρονικό της Λύσης, στο Σάββας Κ. Ξυστούρης, Η κωμόπολη της Λύσης, Ιστορική, Κοινωνική, Γεωργική και Λαογραφική Επισκόπηση, Λευκωσία-Κύπρος 1980, 336. Λοΐζου Φιλίππου, Η Εκκλησία της Κύπρου επί Τουρκοκρατίας, Εν Λευκωσία 19702, 288.
[15] Κοκκινόφτας – Θεοχαρίδης, Μοναστηριακά (υποσ. 9), 244, 253, 255, 256.
[16] Σταυρίδης, Πατριαρχείο (υποσ. 7), 21, 388.
[17] Ό.π., 213, 737, 769.
[18] Ό.π., 217-223, 229, 382-383.
[19] Ό.π., 181-183, 191-193, 197-198.
[20] Ό.π., 161-162, 380-383.
[21] Ό.π., 173, 498-499.
[22] Ό.π., 148-151.
[23] Ό.π., 163-166.
[24] Βλ. υποσ. 8.
[25] Ο Αρχιμανδρίτης Νάρκισσος είχε υπολογίσει την απαιτούμενη δαπάνη για ανοικοδόμηση της εκκλησίας, της οποίας ο τρούλος είχε καταπέσει πριν αρκετά χρόνια, σε 50000 γρόσια [Σταυρίδης, Πατριαρχείο ( υποσ. 7), 162- 163, 492].
[26] α΄. Ιωάννης Π. Τσικνόπουλλος, Η Ιερά Μονή Χρυσοστόμου του Κουτσουβέντη, Απόστολος Βαρνάβας, Τόμος Κ΄, Τεύχος 11-12, Εν Λευκωσία (Κύπρου) 1959, 207. β΄. Ιωάννης Π. Τσικνόπουλλος, Η Ιερά Μονή Χρυσοστόμου του Κουτσουβέντη, Απόστολος Βαρνάβας, Τόμος ΚΑ΄, Τεύχος 11-12, Εν Λευκωσία (Κύπρου) 1960, 348. Σταυρίδης, Πατριαρχείο ( υποσ. 7), 162-163, 768-769. Παυλίδης, Η Κύπρος (υποσ. 12), 693. Η νέα εκκλησία που κτίστηκε είχε τις ίδιες διαστάσεις με την προηγούμενη, όπως δείχνει σύγκριση των διαστάσεων που κατέγραψαν κατά προσέγγιση οι Τσικνόπουλλος και Μπάρσκυ. Στο νότιο κλίτος της εκκλησίας, όπου παλαιότερα υπήρχε τρούλος, η στέγη σχηματίζει σταυροθόλια.
Μελέτη (αδημοσίευτη) σχετική με τα οικοδομήματα της Μονής έχει κάνει ο Μάριος Πέτρου Σολωμού (από τη Φυλλιά), προσφιλής υιός του Πέτρου Σολωμού, Συμβούλου επί Πολιτιστικών Θεμάτων και Δημοσίων Σχέσεων της Εξαρχίας του Παναγίου Τάφου στην Κύπρο.
[27] Τσικνόπουλλος, Η Ιερά (υποσ. 26α), 207. Τσικνόπουλλος, Η Ιερά (υποσ. 26β), 350-351.
[28] Πρόκειται για τον Αρχιμανδρίτη Διονύσιο Κλεόπα, πρώτο Διευθυντή της Θεολογικής Σχολής Σταυρού του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και κατόπι καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποχώρησε λόγω ασθενείας. Κατά την παραμονή του στην Κύπρο βοήθησε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Α΄ να ρυθμίσει τα της ελληνικής παιδείας της Κύπρου: Παπαδόπουλος, Ιστορία (υποσ. 3), 807-808. Σταυρίδης, Πατριαρχείο ( υποσ. 7), 179-183.
[29] Χρονικό της Λύσης (υποσ. 14), 334-344. Σταυρίδης, Πατριαρχείο ( υποσ. 7), 63, 68, 74, 82, 689-690, 695-696.
[30] Gilles Grivaud, Δίκαιον – Οικονομία, στο Θεόδωρος Παπαδόπουλλος (εκδότης), Ιστορία της Κύπρου, Τόμος ΣΤ΄ (Τουρκοκρατία), Λευκωσία 2011, 320-321. Σταυρίδης, Πατριαρχείο ( υποσ. 6), 32, 66, 68, 70, 87-93, 482, 573.
[31] Σταυρίδης, Πατριαρχείο ( υποσ. 7), 236-237, 238, 240, 241-262, 456-457, 718, 720. Grivaud, Δίκαιον (υποσ. 30), 332-333. Φιλίππου, Η Εκκλησία (υποσ. 14), 286-289.
[32] Σταυρίδης, Πατριαρχείο ( υποσ. 7), 750, 758.
[33] Ό.π. 758-760.
[34] Ό.π. 716-717.
[35] Ο.π. 196-197, 715, 756-757.
[36] Νίκος Χριστοδούλου, Η περιουσία της Εκκλησίας της Κύπρου στα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας, Επετηρίδα Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 2, Λευκωσία 1993, 382, 387-388. Σταυρίδης, Πατριαρχείο ( υποσ. 7), 732-735.
[37] Κοκκινόφτας – Θεοχαρίδης (υποσ. 9), 250.
[38] Κωστής Κοκκινόφτας, Η Μονή Κύκκου και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, Επετηρίδα Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 6, Λευκωσία 2004, 357-358, 399.
[39] Προφορική μαρτυρία από το 1905, γραπτή μαρτυρία από το 1909.
Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα: 3/11/2020