Μακαριώτατε,
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Πανοσιολογιώτατε Προϊστάμενε τῆς Ἀδελφότητας Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», π. Ἀστέριε
Ἀγαπητοί Πατέρες,
ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί,
Στό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τό Μυστήριο τῆς αἰωνιότητας, τό ὁποῖο ὁ πιστός βιώνει ἀπό αὐτή τήν ζωή καί τό μεταφέρει, ὡς κατάσταση τῆς ψυχῆς, αἰώνια μέσα στήν δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Λέγει συγκεκριμένα: «ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῶ πέμψαντί με, ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Αὐτός ὁ λόγος κατανοεῖται καί ἑρμηνεύεται σέ συνάρτηση μέ ἕνα ἄλλο ἀποκαλυπτικό λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ· ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ». Δηλαδή, ὅταν ἀκοῦμε ἤ καλύτερα ἐμβαθύνουμε καί πολύ περισσότερο ζοῦμε στήν ζωή μας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, γίνεται αὐτός βίωμα ἐσωτερικό, κατάσταση πνευματική, δηλαδή πίστη. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή μας, καί ἡ βιολογική καί πνευματική μας ζωή στόν παρόντα κόσμο, μέ ἕνα μυστικό καί μυστηριακό τρόπο κρύβεται μέσα στή ζωή Του, καί στήν ἄλλη τήν αἰώνια ζωή φανερώνεται μέσα στήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ, λοιπόν, ζεῖ κάποιος τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ὄντως Ζωή καί ἡ αἰωνιότητα, «οὐκ ἔρχεται εἰς κρίσιν», δηλαδή κατά τόν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας «τόν ἐκ τῆς κρίσεως διαφεύξεσθαι κίνδυνον, δικαιούμενος» ἐν Χριστῷ καί μεταβαίνει πλέον, ἄνευ κρίσεως «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν», δηλαδή τόν Χριστό, τῆς δόξας τοῦ ὁποίου μετέχει ἤδη ἀπό τήν παροῦσα ζωή.
Μπορῶ, λοιπόν, προσωπικά νά βεβαιώσω ὅτι ἕνας τέτοιος πιστός καί φρόνιμος οἰκονόμος τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ πολυαγαπημένος καί πολυσέβαστος σέ ὅλους μας Ἀρχιμανδρίτης π. Γρηγόριος Μουσουρούλης, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό σύντομη ἀσθένεια μετέστη στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὅλη του ζωή πρόδιδε πρός τά ἔξω Χριστό. Ἁπλότητα, ταπείνωση, ὑπομονή, ἀγάπη, καλωσύνη, πίστη, πνευματική ἐργατικότητα. Ζοῦσε μέ ἕνα καί μοναδικό προσανατολισμό. Τήν αἰώνια ζωή. Ἦταν, γιά νά χρησιμοποιήσω μία χαρακτηριστική ἔκφραση τοῦ Προϊσταμένου τῆς «Ἀδελφότητος ὁ Σωτήρ», στήν ὁποία καί ἀνῆκε, π. Ἀστερίου, «ὁ Χαμάλης τοῦ Θεοῦ». Ὅ,τι καί νά τοῦ ἐζητεῖτο ἤ τοῦ ἀνατείθετο, καί ἀφοροῦσε τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία Του, τό ἔκανε μέ τόση προθυμία, χαρά, μή φειδόμενος κόπο, θυσία, ταλαιπωρία, ἀλλά καί ἀθόρυβα, ταπεινά, ἁπλά, ὄχι ὡς δικό του προσωπικό ἔργο ἤ μέσο προβολῆς, ἀλλά γιά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους του.
Ὁ μακαριστός π. Γρηγόριος ἐξωτερικά καί κατά κόσμο φαινόταν μικρός καί ἀσήμαντος καί αὐτό ἦταν ἡ ἐπιτυχία του. Ἐσωτερικά, πνευματικά καί ψυχικά, ὅμως, ἦταν πολύ μεγάλος. Ὅσοι μποροῦσαν νά δοῦν πίσω ἀπό τά γεγονότα διαπίστωναν τό μεγαλεῖο τῆς ἀγαθῆς ψυχῆς του. Τήν ἀνεπιτείδευτη εὐλάβεια του, τήν καθαρότητα τοῦ Εὐαγγελικοῦ καί Πατερικοῦ λόγου του, τήν ἀγάπη καί τό θυσιαστικό φρόνημα, τήν ἀπροσποίητη εὐγένειά του, τήν καταδεκτικότητά του πρός ὅλους. Ὅταν λειτουργοῦσε στεκόταν μπροστά στό Θυσιαστήριο «ὡς κατενώπιον Θεοῦ». Μετεῖχε ὁλοκληρωτικά στό μυστήριο τῆς ἁγάπης καί τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ Χριστοῦ καί ἡ δική του συμμετοχή καί ἁγιασμός ἔφθανε μέ ἕνα καθαρά μυσταγωγικό τρόπο «παντί τῷ λαῷ». Ποτέ δέν ἐπεδίωξε τήν προβολή, τήν θέση καί τήν ἀξία, οὔτε καί ὅταν τοῦ τήν χάρισε ἡ Ἐκκλησία ἐκ τῆς θέσεως τήν ὁποία τόν τοποθέτησε. Καί τότε κρυβόταν, παραχωροῦσε τήν τιμή σέ ἄλλους μέ ἕνα τέτοιο τρόπο πού φαινόταν γιά ἐκεῖνον τελείως φυσικό, γιατί ἦταν γνήσιο, αὐθεντικό, καρδιακό. Ἦταν τό περιεχόμενο τῆς κατάστασης τῆς ψυχῆς του, πού τόν πρόδιδε πρός τούς ἄλλους καί γίνονταν δέκτες αὐτῆς τῆς ποιότητας, ὅσοι εἶχαν τίς προϋποθέσεις νά τό ὀσφρανθοῦν καί νά τό προσλάβουν. Κάποιοι φθόνησαν τήν γνησιότητά του, ἄλλοι τήν εἶδαν ὡς ἀδυναμία, μερικοί ἠθελημένα ἤ ἄθελα τόν ἀδίκησαν κατά κόσμο. Αἰσθάνθηκε πικρία καί ψυχικό πόνο γιά ἀρκετά πράγματα. Ὅμως, ἡ πνευματική του κατάσταση ἦταν τέτοια πού τά ξεπερνοῦσε, τά ὑπερέβαινε καί συνέχιζε νά ἐπιτελεῖ τήν διακονία του γιά τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία. Ἐφάρμοζε στήν ζωή του ἐκεῖνο πού ἔλεγε γιά τόν ἑαυτό του, ὁ ἅγιός του, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Θεέ μου ἐπειδή ἀνῆκω σέ σένα… δέν αἰσθάνομαι ἀδικημένος… ἔχει Θεός».
Ὁ Πατήρ Γρηγόριος ὡς νέος, ὡς φοιτητής, ὡς κατηχητής, ὡς λαϊκός ἱεροκήρυκας, ὡς ἱερέας, ὡς Ἀρχιγραμματέας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ὡς Χριστιανός ὑπῆρξε μάρτυρας τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Γιά νά ὑποστηρίξω τήν θέση μου αὐτή θά χρησιμοποιήσω ἕνα ἐγκωμιαστικό λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου γιά τόν ἅγιο Εὐστάθιο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντιοχείας, πού θεωρῶ, κατ᾽ ἀναλογία, ἐφαρμόζεται καί στόν π. Γρηγόριο. Λέγει, λοιπόν, ὅτι μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μόνο ἐκεῖνος πού μαρτυρεῖ σωματικά γιά τόν Χριστό, «ὅτι μάρτυρα οὐχί ὁ θάνατος ποιεῖ μόνον, ἀλλά καί ἡ πρόθεσις. Οὐ γάρ ἀπό τῆς ἐκβάσεως μόνον, ἀλλά καί ἀπό τῆς γνώμης πλέκεται πολλάκις ὁ τοῦ μαρτυρίου στέφανος». Ἡ πρόθεση καί ἡ διάθεση νά γίνει κάποιος θυσία γιά τόν Χριστό εἶναι μαρτύριο. Μαρτύριο συνειδήσεως, μαρτύριο σταθερότητας, πίστεως, ἀγάπης, σύνεσης, ταπείνωσης, εἰλικρίνειας, γενικά μαρτύριο ἀρετῆς. Εἶναι μαρτύριο Χριστοῦ ἐπειδή εἴτε διά τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, εἴτε διά τῶν θλίψεων, εἴτε ἀκόμα διά τῶν κόπων καί ταλαιπωριῶν «ἡ σάρξ ἐμαστίζετο, ἡ δέ ψυχή ἐκουφίζετο τῇ ἐλπίδι τῶν μελλόντων ἐπαιρομένῃ· οὐδέ γἀρ ἤπτετο τῆς ψυχῆς, οὐδέ ὑπεσκέλιζε τούς ἔνδον λογισμούς, ἀλλά μέχρι τῆς σαρκός εἰστήκει τά μηχανήματα καί ὁ πόλεμος, εἴσω διαβῆναι μή δυνάμενος… καί ταῦτα ποιῶν ἐζύμωσεν ἅπαντας εἰς τήν ἀληθῇ πίστιν» καί δέν ἀπέστη τοῦ κόσμου τούτου ἕως ὁ Θεός τόν ἐστεφάνωσε καί διά τῆς ὑπομονῆς τοῦ σωματικοῦ μαρτυρίου διά τῆς τελευταίας ἀσθένειάς του.
Αὐτά δέν τά λέγω γιά νά ἐγκωμιάσω ἀπλῶς τόν ταπεινό καί πιστό Λευΐτη τοῦ Χριστοῦ π. Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος κρυβόταν ἀπό τόν ἔπαινο σέ ὁλόκληρη τή ζωή του. Ἐξάλλου ὅταν ὁ ἄνθρωπος μεταστεῖ «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωή», μένει ἀμετάβλητος, δέν ὑπόκειται στόν πειρασμό τῆς ἔπαρσης, τῆς τροπῆς ἀπό τήν ἀρετή πρός τήν κακία. Πάντα ἐκεῖ, ἐν Χριστῷ, εἶναι ἄτρεπτα, ἄφθαρτα, αἰώνια, βέβαια καί ἐνιδρυμένα καί διαμένοντα. Ὅσα καταθέσαμε πιό πάνω εἶναι ἡ ζωντανή καί πνευματική παρακαταθήκη πού μᾶς κληρονόμησε ὁ π. Γρηγόριος. Εἶναι ὁ Χριστολογικός προσανατολισμός πού ὁ ἴδιος ἐπορεύθη καί μᾶς τόν δείχνει, ὄχι μέ λόγια, ἀλλά μέ τήν ζωή του. Εἶναι τό μαρτύριο καί ἡ μαρτυρία ἑνός ἀνθρώπου, πού ἔζησε στόν 21ον αἰῶνα, καί βεβαιώνει ὅτι καί στήν ἐποχή μας, πού ἡ ἀποστασία, ἡ ἀνομία, ἡ ἁμαρτία καί τό κοσμικό φρόνημα κυριάρχησαν, μποροῦμε νά βιώσουμε, ὅπως καί ἐκεῖνος τό βίωσε, τό τοῦ Ἀποστόλου Παῦλου: « Χριστῷ συνεσταύρωμαι·Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Αὐτό, ἴσως, εἶναι τό πιό ἐλπιδοφόρο μήνυμα στήν ἀπέλπιδα κοινωνία μας.
Πατέρα Γρηγόριε, εὔχου ἐνώπιον τοῦ ἐπουρανίου Θυσιαστηρίου γιά τήν Ἐκκλησία μας, τήν Πατρίδα μας, κυρίως δέ γιά τόν δικό μας πνευματικό προσανατολισμό, νά μήν ἀπολέσουμε τό χάρισμα τοῦ Μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ, τόν ἁγιασμό μας. Αἰωνία σου ἡ μνήμνη ἀξιομακάριστε καί ἀείμνηστε ἀδελφέ καί συλλειτουργέ ἡμῶν.
Επισκόπου Καρπασίας Χριστοφόρου