Η ψηλάφηση του Αγίου Αποστόλου Θωμά
«Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείρας μου, και φέρε την χείρα σου και βάλε εις την πλευράν μου, και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός»
Χριστόδουλου Γ. Παχουλίδη
Εκείνο το ευλογημένο βράδυ της «μιάς των Σαββάτων» που, μετά το εκούσιο Πάθος και την ένδοξή Του Ανάσταση, εμφανίστηκε ο Κύριος στους μαθητές Του, έλειπε ένας, ο Θωμάς. Όταν οι άλλοι συμμαθητές του του είπαν, ότι «εωράκαμεν τον Κύριον», δεν μπόρεσε να το πιστέψει. Ζητούσε να ψηλαφήσει ο ίδιος τις πληγές του Διδασκάλου του, του Ιησού Χριστού, για να πιστέψει.
Ο Αναστάς και θριαμβευτής κατά του θανάτου Κύριος δεν απαξιεί να δεικνύει τις πληγές και τα σημεία του Πάθους Του, και το γεγονός αυτό μας διδάσκει πολλά.
Ο Κύριος θεωρεί δόξα Του τα ίχνη που άφησαν στο σώμα Του τα καρφιά και η λόγχη. Ο Σταυρός και το Πάθος Του, δεν είναι αδυναμία, αλλά δόξα Του. Το Πάθος του ήταν εκούσιο και μάλιστα προσφορά και θυσία, «λύτρον αντί πολλών». Διατηρεί και μετά την Ανάσταση εμφανή τα σημεία των πληγών Του, για να φαίνεται, ότι για μας σταυρώθηκε. Έτσι, δεν αφήνει το δύσπιστο μαθητή Του, Θωμά να παλεύει μόνος του με τους λογισμούς της απιστίας και της αμφιβολίας. Μετά οκτώ ημέρες, ενώ πάλι ήταν μαζεμένοι οι μαθητές Του (τώρα μαζί τους και ο Θωμάς), και ενώ οι θύρες ήταν κλειστές, ήλθε ο Ιησούς, στάθηκε στο μέσον και κάλεσε τον Θωμά με πολλή στοργή και αγάπη: «Θωμά, φέρε εδώ το δάκτυλό σου, κοίταξε και τα χέρια μου, και φέρε το χέρι σου στην πλευρά μου και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός». Συγκλονισμένος τότε ο Θωμάς ομολόγησε: «Ο Κύριος μου και ο Θεός μου». Τότε είπε σ’ αυτόν ο Ιησούς: «Ότι εωρακάς με, πεπίστευκας; μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». «Πίστεψες γιατί με είδες. Μακάριοι και περισσότερο καλότυχοι είναι εκείνοι, οι οποίοι καίτοι δεν με είδαν με τα μάτια τους, όπως συ με είδες, πίστεψαν».
O Αναστημένος Κύριος δέχεται να ψηλαφηθεί από τον ολιγόπιστο μαθητή. Δεν οργίζεται μαζί του. Δεν τον ελέγχει, δεν τον τιμωρεί ούτε τον περιφρονεί. Ως καλός Ποιμένας, τον εισάγει και πάλι στην ποίμνη του. Ως στοργικός Πατέρας, τον συμπαθεί. Δείχνει συγκατάβαση στην αδυναμία του και του παρουσιάζει όλες τις αποδείξεις που του ζήτησε, για να τον στηρίξει στην πίστη, γιατί ως Παντογνώστης Θεός, διέκρινε την ειλικρινή του διάθεση που έκρυβε στο βάθος της ψυχής του ο Θωμάς.
Επανειλημμένα, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, ήλθε και στον καθένα μας ο Κύριος. Πόσες φορές όμως Τον προσέξαμε; Ελάχιστες. Τις περισσότερες, ούτε που Του δώσαμε προσοχή. Πολλές φορές, σε στιγμές αδυναμίας, αμφιταλαντεύσεις και αμφιβολίες πολιόρκησαν και τη δική μας διάνοια. Τον εγκαταλείψαμε, τότε, πνιγμένοι στην απελπισία. Άλλες φορές, κάτι άλλα μας απασχολούσαν, που τα θεωρούσαμε πιο σοβαρά: οι άνθρωποι και τα ανθρώπινα. Όμως, Εκείνος θα έλθει και θα ξαναέλθει, αθόρυβα, διακριτικά, όλος στοργή και αγάπη για μας, για το πλάσμα Του. Δεν θα παραβιάσει τη θύρα της ψυχής μας. Θα σταθεί έξω και θα περιμένει να Του ανοίξουμε. Αλλ’ όταν ο πόνος, η απελπισία ή ο θόρυβος της αμαρτίας θα είναι τόσος, ώστε να μην ακούμε το απαλό κτύπημά Του, τότε θα έλθει «των θυρών κεκλεισμένων» και θα σταθεί «εις το μέσον», προσφέροντάς μας την ειρήνη Του.
Έτσι εργάζεται η αγάπη του Θεού, μυστικά, σιωπηλά, αθόρυβα! Πόσον ευτυχισμένοι είναι εκείνοι που ξέρουν να τη νιώθουν και να την ψηλαφούν! Είθε και μείς όλοι να Τον νιώσουμε και να Τον πιστέψουμε. Τούτο δεν είναι δύσκολο, αρκεί με πόθο ειλικρινή να αναζητούμε την παρουσία Του στη ζωή μας. ΑΜΗΝ.