Ἡ Θεολογία τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου
Γιά τούς ἀνά τήν οἰκουμένην χριστιανούς ἡ 25η Μαρτίου εἶναι μιά μέρα ἀπερίγραπτης χαρᾶς. Ἀπό τή μιά ὁλόκληρη ἡ φύση ἀναζωογονεῖται ἕνεκα τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας, ἡ ὁποία δηλώνει τόν ἐρχομό τῆς ἄνοιξης. Τό φῶς τῆς ἡμέρας μεγαλώνει ἐνῶ τό σκοτάδι τῆς νύχτας μικραίνει. Ἀπό τήν ἄλλη, αὐτή τήν ἡμέρα ἑορτάζουμε τήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἡ σπουδαιότερη ἀπό τίς Θεομητορικές ἑορτές, λόγω τῆς δογματικῆς της σημασίας. Στήν ἀρχή κάποιοι ἑόρταζαν τόν Εὐαγγελισμό στίς 5 Ἰανουαρίου ἐνῶ ἄλλοι στίς 18 Δεκεμβρίου (Δύση)[1]. Ἀλλά μέ τήν καθιέρωση τοῦ θεομητορικοῦ δόγματος στήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τό 431, ἀποφασίστηκε γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία ὅπως ὁ Εὐαγγελισμός νά ἑορτάζεται στίς 25 Μαρτίου. Μέσα στίς ἑπόμενες γραμμές θά προσπαθήσουμε νά ἐξηγήσουμε τή σημασία αὐτῆς τῆς ἑορτῆς στό σωτηριολογικό ἔργο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἀρχικά, πρέπει νά ἀναφερθοῦμε στό πρόσωπο τοῦ πρωταγωνιστή αὐτῆς τῆς ἑορτῆς, τήν νεαρή Μαριάμ.
Ἀπό τήν Ἁγία Γραφή δέν ἔχουμε πληροφορίες γιά τά παιδικά της χρόνια. Ἀλλά ἡ Παράδοση μᾶς διδάσκει ὅτι ἦταν ἡ κόρη τοῦ Ιωακείμ καί τῆς Ἄννας, δύο ἡλικιωμένοι ἀπό τή Ναζαρέτ, ἀπόγονοι τοῦ Δαυίδ, οἱ ὁποῖοι ὅλη τους τή ζωή προσεύχονταν στόν Θεό νά τούς δώσει ἕνα παιδί, ἀφοῦ ἡ Ἄννα ἦταν στείρα. Εἶναι γνωστό ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ ἀτεκνία ἐθεωρεῖτο κατάρα. Ὁ Θεός ἄκουσε τίς προσευχές τους καί ὡς ἀνταμοιβή τῆς σταθερῆς πίστης τους στό θέλημά Του, τούς πρόσφερε μιά κόρη, τήν ὁποία ὀνόμασαν «Μίριαμ» ἤ «Μαριάμ», πού στά ἑβραϊκά σημαίνει «ἀρεστή», «ἐκλεκτή», «Κυρία» ἤ «Δέσποινα». Ὅταν ἔγινε τριῶν χρονῶν οἱ γονεῖς της τήν πῆραν στόν Ναό τοῦ Σολομῶντος καί τήν πρόσφεραν στόν Θεό. Ἐκεῖ ἔλαβε μιά ὄμορφη θρησκευτική ἀγωγή, ζῶντας ἐν προσευχή καί σωφροσύνη, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία καί τό νόμο τῆς Παλαιάς Διαθήκης. Στήν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν ἔπρεπε νά ἐγκαταλείψει τόν Ναό καί ἐπειδή οἱ γονεῖς της εἶχαν πεθάνει, τή φροντίδα τῆς νεαρῆς Μαρίας ἀνέλαβε, ὁ πρεσβύτης Ἰωσήφ ἀπό τή Ναζαρέτ, ἕνας μακρινός συγγενής της, ἀπόγονος καί αὐτός τοῦ οἴκου Δαυίδ[2].
Στό σπίτι τοῦ δικαίου Ἰωσήφ ἡ Μαρία δέχτηκε τήν καλή εἴδηση, δηλ. τόν «Εὐαγγελισμό» ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος πρίν ἕξι μῆνες εἶχε ἐμφανιστεῖ στόν Ζαχαρία, ἐνῶ λειτουργοῦσε στόν Ναό στά Ἱεροσόλυμα, προσφέροντάς του τήν εἴδηση ὅτι στά γεράματά του θά ἔχει ἕναν υἱό, τόν Πρόδρομο καί Βαπτιστή Ἰωάννη. Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, στό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του, περιγράφει παράλληλα αὐτά τά δύο γεγονότα, δηλαδή τήν καλή εἴδηση τῶν δύο γεννήσεων, τοῦ Ἰωάννη καί τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, γιά νά μᾶς φανερώσει τό μυστήριο τῆς σχέσης μεταξύ τῶν δύο.
Ἡ εὐαγγελική ἀφήγηση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου ἔχει τή μορφή διαλόγου μεταξύ τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ καί τῆς Παρθένου Μαριάμ. Ὁ ἄγγελος Κυρίου τήν χαιρετᾶ λέγοντας: «Χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετά σοῦ· εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξίν» (Λουκ. α´ 28). Ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ χαιρετισμοῦ ἡ Παναγία ταράσσεται ἀλλά ὁ Ἀρχάγγελος τήν καθησυχάζει λέγοντάς της ὅτι «εὗρε χάριν παρά τῷ Θεῷ», ὅτι θά κυοφορήσει στά σπλάχνα της καί θά γεννήσει Υἱό, τόν Ὁποῖο θά ὀνομάσει «Ἰησοῦ», ὁ ὁποῖος θά κληθεῖ «Υἱός ὑψίστου». Αὐτός θά «βασιλεύσει ἐπί τόν οἶκον Ἰακώβ εἰς τούς αἰῶνας, καί τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. α´ 30-33). Ἔτσι λοιπόν, ὁ Ἀρχάγγελος ἀποκαλύπτει στήν Παναγία τό Μυστήριο τοῦ Παιδίου πού θά γεννηθεῖ ἐξ αὐτῆς, τήν θεϊκή του προέλευση καί τό ὅτι ἡ Βασιλεία Του θά εἶναι αἰώνια.
Ἡ Μαρία στό ἄκουσμα αὐτῆς τῆς εἴδησης ρωτάει μέ θάρρος: «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;» (Λουκ. α´ 34). Ἀκολουθεῖ τό δεύτερο μέρος τοῦ θεϊκοῦ μηνύματος, πού εἶναι καί τό πιό σημαντικό, ὅπου ὁ Ἀρχάγγελος τῆς ἀποκαλύπτει τόν θαυμαστό τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά γίνει ἡ κύηση τοῦ Βρέφους, τονίζοντας καί πάλι τήν θεϊκότητά Του: «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διό καί τό γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱός Θεοῦ» (Λουκ. α´ 35). Γιά νά ἐνισχύσει τό ἀληθές τοῦ λόγου του ὁ Γαβριήλ τήν ἐνημερώνει ὅτι καί ἡ συγγενής της, ἡ Ἐλισάβετ, θά γεννήσει υἱό «ἐν γήρει αὐτῆς». Ὁ εὐαγγελισμός τοῦ Ἀρχαγγέλου πρός τήν Θεοτόκο τελειώνει μέ τό αἰσιόδοξο μήνυμα: «ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει παρά τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα» (Λουκ. α´ 37). Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἐξηγοῦν ὅτι στό ἔργο τῆς θαυμαστής σύλληψης τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε τή συμμετοχή καί τή συνεργεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος: Ἡ ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ «Δύναμις» τοῦ ὑψίστου, δηλ. ὁ Υἱός καί ὁ «Ὕψιστος», δηλ. ὁ Πατέρας. «Ὅρα δέ πῶς τήν ἁγίαν Τριάδα ἐξέφηνε, Πνεῦμα ἅγιον, δύναμιν τόν Υἱόν, Ὕψιστον, τόν Πατέρα ὀνομάσας»[3]. Ἡ διατύπωση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας εἶναι ὅτι ὁ Πατήρ εὐδόκησε τήν σάρκωση Υἱοῦ Του, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ αυτούργησε τήν σάρκωσή Του καί τό Ἅγιον Πνεῦμα τήν ἐτελεσιούργησε[4].
Τό θαυμαστό γεγονός τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶναι στήν οὐσία ἡ ἐκπλήρωση τῆς ὑπόσχεσης τοῦ Θεοῦ πρός τούς πρωτόπλαστους, δηλαδή τοῦ πρωτευαγγελίου: «ἔχθραν θήσω ἀνά μέσον σοῦ (δηλ. τοῦ διαβόλου) καί ἀνά μέσον τῆς γυναικός καί ἀνά μέσον τοῦ σπέρματός σου καί ἀνά μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καί σύ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν» (Γέν. γ΄ 15). Ὁ Εὐαγγελισμός εἶναι διόρθωση τῆς πτώσης τῶν πρωτόπλαστων λόγω τῆς ἀνυπακοῆς τους στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄν στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας διά τῆς ἀνυπακοῆς τῆς Εὔας ἦρθε ἡ πτώση, τώρα διά τῆς ὑπακοῆς τῆς Παναγίας, τῆς νέας Εὔας, ὅλα ἀναζωογονοῦνται, ὅλα γίνονται καινούργια.
Ὁ Εὐαγγελισμός ἀποτελεῖ τήν ἐκπλήρωση τῆς Προφητείας τοῦ Ἠσαΐα, ὀκτώ αἰῶνες πρίν τό γεγονός: «ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει, καί τέξεται υἱόν, καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ» (Ησ. ζ΄ 14). Οἱ Ἑβραῖοι καί οἱ εἰδωλολάτρες πίστευαν -καί ἀκόμα στίς μέρες μας ὑπάρχουν μερικοί πού ἰσχυρίζονται- ὅτι πρόκειται γιά λάθος μετάφραση τοῦ ἑβραϊκοῦ «alma» ἀπό τούς Ἑβδομήκοντα καί ὅτι ὁ ὄρος «παρθένος» θά ἔπρεπε νά ἀντικατασταθεῖ μέ «νεαρή». Ἕνα ἀπό τά πρῶτα παραδείγματα συζήτησης περί αὐτοῦ τοῦ θέματος παρατηροῦμε στόν «Διάλογο πρός τόν Ἰουδαῖο Τρύφωνα» τοῦ Ἁγίου Ιουστίνου τοῦ Φιλοσόφου: «Καί ὁ Τρύφων ἀπεκρίνατο﮲ Ἡ Γραφή οὐκ ἔχει﮲ Ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί λήψεται, καί τέξεται υἱόν﮲ ἀλλ’, Ἰδού ἡ νεᾶνις ἐν γαστρί λήψεται, καί τέξεται υἱόν, καί τά ἑξῆς λοιπά…»[5].
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων μέ διαυγῆ λόγο διασαφηνίζει ὅτι ὅταν ἡ Ἁγία Γραφή χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «alma» ἐννοεῖ ὄντως τήν νεαρή κοπέλα πού εἶναι παρθένος καί βρίσκεται στήν ἡλικία πού μπορεῖ νά κυοφορήσει: «ἶνα δέ σαφέστερον μάθης, ὅτι καί ἡ παρθένος ἐν τῇ θεία γραφή νεᾶνις καλεῖται, ἄκουε τοῦ βιβλίου τῶν βασιλειῶν περί τῆς Ἀβισάκ τῆς Σουναμίτιδος λέγοντος· καί ἥν ἡ νεᾶνις καλή σφόδρα[6]· τὸ γὰρ παρθένον αὐτὴν ἐκλεχθεῖσαν ἐνηνέχθαι πρὸς ∆αβὶδ ὡμολόγηται»[7]. Ἀκολούθως, διερωτᾶται ὁ ἱεράρχης πώς καί μερικοί μποροῦν νά δεχτοῦν τή σύλληψη τῆς ἡλικιωμένης στείρας καί ὄχι μιᾶς νεαρῆς παρθένας. Ὁ Θεός ἔχει ἐξουσία πάνω στόν φυσικό νόμο καί στίς δύο περιπτώσεις: «Ποῖόν ἐστι δύσκολον; στεῖρα πρεσβύτιν τῶν ἐθίμων ἐκλιπόντων τεκεῖν, ἢ παρθένον νεάζουσαν γεννῆσαι; Στεῖρα ἦν Σάῥῥα, καὶ ἐκλιπόντων τῶν γυναικείων τέτοκε παρὰ φύσιν … Ἤ τὰ δύο τοίνυν ἀθέτησον, ἢ τὰ δύο κατάδεξαι. Ὁ γάρ Θεὸς αὐτός ἐστιν ὁ κακεῖνο ποιήσας καὶ τοῦτο κατασκευάσας. Οὐ γὰρ τολμήσεις εἰπεῖν ὅτι ἐκεῖ δυνατόν ἐστι Θεῷ, καὶ ὧδε ἀδύνατον … Ποῖον δέ ἐστι μάλλον δυσκολώτερον; παρθένον γεννῆσαι, ἤ ῤάβδον εἰς ζῶον ψυχωθῆναι;»[8].
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τονίζει τό ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου καί ἐξηγεῖ αὐτή τήν ἀλήθεια βασιζόμενος στό λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Γράφει ὅτι «ἄν ἡ Μαρία θά εἶχε ἄλλα παιδιά, ὁ Σωτῆρας δέν θά τούς ἀγνοοῦσε καί δέν θά παρέδιδε τήν μητέρα Του σέ κάποιον ἄλλο. Δέν θά ἐγκατέλειπε τούς δικούς της γιά νά ζήσει μέ κάποιον ἄλλο. Ἀλλά ἐπειδή ἦταν παρθένα καί ἦταν ἡ μητέρα Του, τήν προσέφερε ὡς μητέρα τοῦ μαθητή Του -ἄν καί δέν ἦταν στήν πραγματικότητα ἡ μητέρα τοῦ Ἰωάννη- ἕνεκα τῆς ἁγνότητάς του καί ἕνεκα τῆς αειπαρθενίας της»[9].
Μέ τήν ταπεινή ἀπάντηση τῆς Παναγίας στόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου﮲ γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου» πραγματοποιεῖται ἡ ἄμεση σύλληψη τοῦ Χριστοῦ καί ταυτόχρονα ἡ απελευθέρωσή της ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα. Ἡ Παναγία δέν γεννήθηκε ἀπαλλαγμένη ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα ἀφοῦ ἡ γέννησή της ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς βούλησης τῶν γηραλέων γονέων της, Ιωακείμ καί Ἄννα. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν δέχεται τό δόγμα τῆς «ἀμώμου συλλήψεως» (immacolata concezione) τῆς Παναγίας, τό ὁποῖο ἐξήγγειλε ὁ πάπας Πίος Θ΄ τήν 8η Δεκεμβρίου 1854 μέ τή Βούλλα «Ineffabilis Deus». Τό προπατορικό ἁμάρτημα σημαίνει στέρηση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ: «Πάντες ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. γ΄ 23). Οἱ σωματικές συνέπειες εἶναι ἡ φθορά καί ὁ θάνατος. Γι΄αυτό καί οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιάς Διαθήκης, ἄν καί ἦταν φωτισμένοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, πήγαιναν στόν Ἄδη ἐπειδή δέν εἶχε καταργηθεῖ ὁ θάνατος διά τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἀνάστασης καί τῆς Ἀνάληψης μέ τό θεώμενο σῶμα Του. Ἡ Παναγία τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἔλαβε τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ὁποῖο τήν καθάρισε καί τῆς ἔδωσε δύναμη δεκτική τῆς θεότητος τοῦ Λόγου, συγχρόνως δέ καί γεννητική. Δηλαδή, ἡ Παναγία ἔλαβε ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καθαρτική χάρη, ἀλλά καί δεκτική καί γεννητική τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς ἄνθρωπος[10].
Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἑνώθηκε ἡ θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση ὑπάρχει θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὅπως γράφει χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «ἅμα σάρξ, ἅμα Θεοῦ Λόγου σάρξ»[11]. Μέ ἄλλα λόγια δέν χρειάστηκε νά περάσει κάποιο χρονικό διάστημα ἀπό τή σύλληψη γιά νά θεωθεῖ τό ἀνθρώπινο πρόσλημμα, ἀλλά αὐτό ἔγινε ἀμέσως κατά τήν ὥρα τῆς συλλήψεως. Συνέπεια αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι ὅτι ἡ Παναγία πρέπει νά λέγεται Θεοτόκος, ἀφοῦ γέννησε πραγματικά τόν Θεό, καί ὄχι Χριστοτόκος, ὅπως ἐσφαλμένα δίδασκε ὁ Νεστόριος. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός γράφει ὅτι «Εἴ τις οὐ Θεοτόκον τὴν ἁγίαν Μαρίαν ὑπολαμβάνει, χωρὶς ἐστὶ τῆς θεότητος»[12]. Ἡ ἄμεση θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἀπό τήν θεία φύση τοῦ Λόγου δέν σημαίνει ὅτι καταργοῦνται τά ἰδιώματα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ἡ σύλληψη, ἡ κυοφορία, καθώς καί ἡ γέννηση ἔγιναν κατά φύσιν καί ὑπέρ φύσιν[13]. Ὑπέρ φύσιν, γιατί ἔγινε δημιουργικῶς ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα καί ὄχι σπερματικῶς. Κατά φύσιν, γιατί ἡ κυοφορία ἔγινε κατά τόν τρόπο πού κυοφορεῖται τό βρέφος[14].
Στόν Εὐαγγελισμό ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώθηκε μέ τή θεία φύση ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως. Ἡ Παναγία πρώτη γεύθηκε τά ἀγαθά τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, δηλαδή τήν θέωση. «Αὐτό πού οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου γεύθηκαν κατά τήν Πεντηκοστή καί αὐτό πού ἐμεῖς γευόμαστε μετά τό Βάπτισμα, κατά τή διάρκεια τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅταν κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί αὐτό πού θά ζοῦν οἱ ἅγιοι στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, τό ζοῦσε ἡ Παναγία ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεως καί κυοφορίας»[15].
Δίκαια ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ ἀποκαλεῖ τήν Παναγία «κεχαριτωμένη» ἐπειδή δι΄ αὐτῆς ἦρθε ἡ χαρά στόν κόσμο καί ἡ θλίψη σκορπίστηκε. Ἡ Παναγία εἶναι ὁ θησαυρός καί τό θησαυροφυλάκιο ὅλων τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γι΄αυτό καί εἶναι «τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Ἦταν στολισμένη μέ ὅ,τι καλύτερο εἶχε νά προσφέρει ἡ ἀνθρωπότητα στόν Θεό. Ἡ Παναγία «διατήρησε πάντοτε τὴ σκέψη Της τόσο ἄθικτη καὶ ἱερή, σὰν νὰ μὴν εἶχε ἀποτολμηθῇ ποτὲ στὴ γῆ καμμιὰ ἁμαρτία, σὰν νὰ ἦταν ὅλοι συνεπεῖς σ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε, σὰν νὰ ἔμεναν ὅλοι ἀκόμα στὴν ἑστία τοῦ Παραδείσου. Οὔτε καν αἰσθάνθηκε, πράγματι, τὴν κακία ποὺ ξεχύθηκε σ᾿ ὅλη τὴν γῆ. Καὶ ὁ κατακλυσμὸς τῆς ἁμαρτίας ποὺ ξαπλώθηκε παντοῦ κι ἔκλεισε τὸν οὐρανὸ κι ἄνοιξε τὸν Ἅδη κι ἔβαλε σὲ πόλεμο τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν Θεὸ κι ἔδιωξε ἀπὸ τὴ γῆ τὸν Ἀγαθό, φέρνοντας στὴ θέση του τὸν Πονηρό, δὲν κατάφερε οὔτε στὸ παραμικρὸ νὰ θίξῃ τὴ μακαρία Παρθένο»[16].
Ὅμως τό μεγαλύτερο χάρισμα πού εἶχε ἡ Παναγία, τό ὁποῖο τήν κατέστησε ἕτοιμη νά δεχθεῖ στά σπλάχνα της τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἡ ἀληθινή ταπείνωση[17]. Γι΄αυτό ο Θεός «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» (Λκ. α΄ 48) καί τήν ἀνέβασε σέ τέτοια δόξα καί τιμή, ὥστε οἱ ἅγιοι καί οἱ ἄγγελοι τήν τιμοῦν στόν οὐρανό, καί κάτω στήν γῆ τήν μακαρίζουν «πᾶσαι αἱ γενεαί». Τόσο σπουδαία εἶναι ἡ ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης πού ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος γράφει ὅτι «ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι στολὴ τῆς θεότητος»[18]. Ἐάν λόγω τῆς ὑπερηφάνειας ἔπεσε ἀπό τόν οὐρανό ὁ Ἑωσφόρος, καί οἱ πρωτόπλαστοι Ἀδάμ καί Εὔα βγῆκαν ἐκτός παραδείσου ἐπειδή νόμιζαν ὅτι ἄν ἀκούσουν τόν διάβολο θά γίνουν θεοί[19], τώρα διά τῆς ταπείνωσης καί τῆς ὑπακοῆς τῆς Παναγίας ὁ Θεός δέχθηκε νά λάβει μορφή δούλου καί νά ἐνσαρκωθεῖ γιά τή σωτηρία ὁλόκληρης τῆς κτίσης.
Τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς συνοψίζει τό σωτηριολογικό νόημα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ: Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό Κεφάλαιον, καί τοῦ ἀπ᾽ αἰῶνος Μυστηρίου ἡ φανέρωσις· ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, Υἱός τῆς Παρθένου γίνεται, καί Γαβριήλ τὴν χάριν εὐαγγελίζεται. Διό καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.
Διακόνου Ἀνδρέα Ματέι, Ἡ Θεολογία τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, στην «Ορθόδοξη Μαρτυρία» αρ. 127 (Άνοιξη – Καλοκαίρι 2022), σσ. 59-64
*************************************
[1] Pr. Dumitru Radu (coord), Îndrumări Misionare, Ed. IBMBOR, Βουκουρέστι 1986, σ. 683-684.
[2] Βλ. Pr.Mircea Păcurariu, Predici la Duminici și sărbători, la praznicele împărătești și ale Maicii Domnului, ale Sfinților și la Sfinți români; predici ocazionale și la înmormântări, Ed. IBMBOR, Βουκουρέστι 2000, σσ. 332-335.
[3] Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, Ἑρμηνεία εἰς τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, PG 123, 785.
[4] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου, Οἱ Δεσποτικές Ἑορτές, Ἔκδ. Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), 2008, σ. 31
[5] Ἰουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος, Πρός Τρύφωνα Ἰουδαῖον Διάλογος, PG 6, 629.
[6] Γ΄ Βασ. α΄ 4
[7] Κυρίλλου Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων, Κατηχήσεις, PG 33, 753.
[8] Κυρίλλου Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων, ὅ.π. 760.
[9] Luigi Gambero, Mary and the Fathers of the Church. The Blessed Virgin Mary in Patristic Thought, Ignatius Press, San Francisco 1999, σ. 104.
[10] Μητροπολίτου Ἱεροθέου, ὅ.π., σ. 28.
[11] Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Περὶ τοῦ τρόπου τῆς συλλήψεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τῆς θείας αὐτοῦ σαρκώσεως, PG 94, 985.
[12] Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Πρὸς Κληδόνιον Πρεσβύτερον κατά Απολλιναρίου (Ἐπιστολή Α΄), PG 37, 177.
[13] Βλ. Μητροπολίτου Ἱεροθέου, ὅ.π., σ. 32-33.
[14] Βλ. Pr. Dumitru Stăniloae, Teologia Dogmatică Ortodoxă, vol. II (4η έκδοση), Ed. IBMBOR, Βουκουρέστι 2010, σσ. 82-83.
[15] Μητροπολίτου Ἱεροθέου, ό.π., σ. 36.
[16] Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, Εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας (μεταφρ. Παναγιώτου Νέλλα), Εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995.
[17] Βλ. Arhimandrit Cleopa Ilie, Predici la praznice împărătești și la sfinți de peste an, Ed. Mănăstirea Sihăstria, 2010, σ. 175-176.
[18] Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Τά σωζόμενα ἀσκητικά, Περί τοῦ πόσην τιμήν κέκτηται ἡ ταπεινοφροσύνη καί πόσον ἀνώτερός ἐστιν ὁ βαθμός αὐτῆς (Λόγος Κ΄), Ἀθήνα 1871, σ. 93.
[19] «ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί» (Γεν. γ΄ 5).