Φαεινός Φάρος ἐν τῇ Φραγκοκρατίᾳ Νεόφυτος Ἐγκλειστριώτης
Εὐδόκιου Δημητρίου
Θεολόγου
Τούς σκοτεινούς αἰῶνες τῆς Φραγκοκρατίας, λάμπρυνε τήν Κύπρο μέ τήν ἀσκητική ζωή καί τόν πνευματικό ἀγώνα του ὁ ἅγιος Νεόφυτος. Ἔζησε τό μεταίχμιο τῆς Ὕστερης Βυζαντινῆς Περιόδου καί τῆς Φραγκοκρατίας καί μέ τά κείμενά του μᾶς μεταφέρει τήν πικρή γεύση τῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν.
Ὅταν κατεῖχαν τά Ἱεροσόλυμα οἱ Μουσουλμάνοι μέ ἐπικεφαλῆς τόν Σουλτάνο Σαλάχ ἄντ Ντίν, διοικοῦσε τήν Κύπρο ὁ αὐτοχρισμένος βασιλιάς Ἰσαάκιος, ὁ ὁποῖος συμπεριφερόταν ὡς κατακτητής παρά σάν βυζαντινός βασιλέας. Ὁ ἅγιος Νεόφυτος περιγράφει μέ λίγες λέξεις τά συμβάντα: «καταγγέλλω ὅσα συμβαίνουν τήν παροῦσα δυσχέρεια τῶν πραγμάτων (…). Παράξενα καί δυσάκουστα δεινά συμβαίνουν σ’ αὐτή τή χώρα», πού ἀνάγκασαν καί τούς πλούσιους ἀκόμα νά ἐγκαταλείψουν τόν πλοῦτο (…) καί τούς ποικίλους παραδείσους τους καί ν’ ἀποπλεύσουν κρυφά πρός ξένες χῶρες καί ἰδιαιτέρως στή βασιλεύουσα τῶν πόλεων, τήν Κωνσταντινούπολη. (…) Γιά ἑπτά χρόνια ἐξουσίασε τό νησί ὁ Ἰσαάκιος· ὄχι μόνο ἔφερε δεινά στή χώρα, ἀλλά ἅρπαξε τήν περιουσία τῶν πλουσίων, συνεχῶς καταδίωκε μέ ποινές ἀκόμα καί τούς ἄρχοντες, σκόρπισε τόση θλίψη, ὥστε ὅλοι νά νιώθουν ἀμηχανία καί νά ψάχνουν ὁποιονδήποτε τρόπο νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό αὐτόν»[2].
Φτάνοντας στήν Κύπρο οἱ Σταυροφόροι, βρῆκαν τόν ἀπομονωμένο σφετεριστή βασιλιά Ἰσαάκιο, ὁ ὁποῖος τούς παραδόθηκε καί φυλακίστηκε στό φρούριο Μάρκαππο. Οἱ Σταυροφόροι λεηλάτησαν τούς πολλούς βασιλικούς θησαυρούς καί ὁλάκερη τή χώρα. Ἡ πρώτη σημαντική ἐπαφή τῶν Κυπρίων μέ τούς λατίνους κυρίαρχους ἦταν οἱ σφαγές πού ἔκαναν οἱ Ναΐτες τό Πάσχα τοῦ 1192[3].
Ἐγκαταστάθηκαν τότε τάγματα ἰπποτῶν (Ἰωαννίτες, Ναΐτες, τοῦ Ἁγίου Θωμά), καί λατίνων – ρωμαιοκαθολικῶν μοναχῶν (Φραγκισκανοί, Αὐγουστινιανοί, Δομηνικανοί, Καρμηλῖτες, Βενεδικτίνοι κ.ἄ.), ἵδρυσαν ἐπισκοπές, ἐκκλησίες καί μοναστήρια κι ἐπιδόθηκαν στήν προσπάθεια ἐκλατινισμοῦ τῶν Ὀρθόδοξων κατοίκων τῆς χώρας. Ὁ ἅγιος Νεόφυτος μετρᾶ 27 δογματικές ἐκτροπές τῶν Λατίνων ἀπό τήν ἀποστολική διδασκαλία, τίς ὁποῖες κοινοποιεῖ στό κείμενο «Περί τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων»[4] γιά νά προφυλάξει τούς ὁμόδοξους συμπατριῶτες του.
Ἱστορεῖται ἡ καταπίεση τῶν Ὀρθοδόξων Ρωμιῶν γιά μεγάλο χρονικό διάστημα τῆς Φραγκοκρατίας, ὥστε νά ἀσπαστοῦν τά δόγματα τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ. Τό 1191 οἱ Λουζινιανοί κατέκτησαν τήν Κύπρο καί τό 1196 κατάργησαν τό Αὐτοκέφαλο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Τό 1221, μέ τήν κατάργηση 10 Ὀρθόδοξων ἐπισκοπῶν καί τήν ἀπομόνωση τῶν ὑπόλοιπων 4 Ἐπισκόπων μακριά ἀπό τά ἀστικά κέντρα, μειώθηκε ἡ πρότερη ἐπικοινωνία τῶν ποιμεναρχῶν μέ τό ποίμνιο, ἐμποδίστηκε ἡ διαποίμανση καί διευκολύνθηκε ἡ προσηλυτιστική δράση τῶν Λατίνων. Τό 1231 συνελήφθηκαν, φυλακίστηκαν καί βασανίστηκαν μέχρι θανάτου οἱ 13 ὁσιομάρτυρες τῆς Μονῆς Καντάρας ἐπειδή δέν ἄλλαζαν τή γνώμη τους γιά νά τελοῦν τή Θεία Εὐχαριστία κατά τό δόγμα τῶν Λατίνων (μέ ἄζυμα). Μία μέρα τοῦ 1359 κάλεσαν τούς Ὀρθόδοξους Ἐπισκόπους καί Ἱερεῖς στόν καθεδρικό Ναό τῶν Λατίνων στή Λευκωσία, τούς κλείδωσαν καί τούς ὑπέβαλαν σέ βασανιστήρια μέχρι νά ὁμολογήσουν ὑποταγή στόν πάπα. Αὐτό ἀποτράπηκε μετά ἀπό ταραχή πού προκάλεσε ὁ εὐσεβής λαός καί ἀπόφαση τοῦ Φράγκου βασιλιά[5]. Ὁ χρονογράφος Λ. Μαχαιρᾶς γράφει γιά ἄλλες περιπτώσεις ὅτι ἐπέβαλαν φρικτά μαρτύρια σέ ὅσους ἔκριναν ἐπικίνδυνους· «ἐβάλαν τούς στεκάμενους εἰς τ’ ἁμάξια δημμένους, καί ἐβράζαν τές δοντάκρες καί ἐκατζουρίζαν τά κριάτα τους καί ἐφουρκίζαν τους», (δηλαδή τούς ἔκαιγαν καί τούς ἀπαγχόνιζαν) καί ἀλλοῦ ὅτι τά μεσάνυχτα τῆς 28ης Δεκεμβρίου 1373 ἀπαγχόνισαν τόν Ὀρθόδοξο ἱερέα π. Ἠλία[6].
Ἐν τῷ μεταξύ, ὅπως ὑπῆρξαν περιπτώσεις Λατίνων καί Μουσουλμάνων πού βαπτίστηκαν Ὀρθόδοξοι, ὑπῆρξαν καί Ὀρθόδοξοι πού λύγισαν καί ἔδρασαν εἰς βάρος τῆς Πατρίδας καί τῆς Πίστης. Γιά παράδειγμα ἕνας χωρικός πρόδοσε τή θέση τοῦ Φράγκου βασιλιᾶ στούς Λατίνους ἐχθρούς του, προκειμένου ἐκεῖνοι νά λάβουν τήν ἐξουσία καί αὐτός χρήματα[7]. Κύπριες κοπέλες τελοῦσαν μεικτούς γάμους ἤ τηροῦσαν ἀνήθικες σχέσεις μέ τούς Λατίνους ἀφέντες τους. Ὁ ἅγιος Νεόφυτος συμβουλεύει γιά ὑπακοή στούς πνευματικούς πατέρες, ἀλλά ἀπαντᾶ καί στό ἐρώτημα «ἐάν δέν εἶναι κατά Θεόν ὁ ἱερέας καί συμβουλεύει κακῶς γιά ἀπώλεια δική του καί δική μου, ἄρα πρέπει νά ὑπακούω;». Συνεπῶς ὑπῆρξαν ἱερεῖς πού λατινοφρόνησαν καί γι’ αὐτό, συνεχίζει ὁ Ἅγιος, «ἐάν σέ συμβουλεύσει πρός ἀπώλειαν δική σου καί δική του, ὄχι μόνον νά τόν παρακούσεις, ἀλλά φύγε ἀπ’ αὐτόν ὅσο μπορεῖς· ἐάν ὅμως κατά Θεόν ἔχεις ἱερέα, μή διστάσεις (νά ὑπακούσεις), ἀκόμα κι’ ἄν σου φανεῖ κακή ἡ συμβουλή· διότι ὁ κατά Θεόν (πνευματικός) τίποτε δέν συμβουλεύει κακῶς»[8].
Μέσα σ’ ὅλα αὐτά, ὁ ὅσιος Νεόφυτος νοιάζεται γιά τήν πολιτική ὑποδούλωση στούς Φράγκους, μά πονεῖ γιά τήν πνευματική ὑποδούλωση στήν αἵρεση καί τήν ἀλλοίωση τοῦ ὀρθόδοξου τρόπου ζωῆς. Κατηχεῖ καί στηρίζει μέ τά λόγια καί τά ἔργα του. Τονίζει τήν πνευματική διαχρονική ἐγρήγορση πού χρειάζεται νά τηροῦμε ἔναντί της αἵρεσης καί ἀπαντᾶ στό λειτουργικό θέμα τῶν ἀζύμων, ὥστε νά ἔχουν οἱ ἀκροατές του γνώση: «τό ἄζυμο καί ἀνάλατο (στόν ἄρτο), εἶναι σύμβολο σώματος ἀψύχου πού δέν ἔχει λογικό νοῦ· ὁ Χριστός ἔμψυχον εἶχε σῶμα καί σοφώτατον νοῦν»[9].
Ὁπωσδήποτε μεριμνοῦσε γιά τήν πνευματική ἐνίσχυση τῶν Ρωμιῶν τῆς Κύπρου. Τούς καθοδηγοῦσε πατρικά, συμβουλεύοντάς τους νά νεκρώνουν τά πάθη, νά καλλιεργοῦν τίς ἀρετές καί νά ἀγωνίζονται μέ γρηγορούντα νοῦν καί καρδίαν νήφουσαν. Ἀνθολογοῦμε τό ἑξῆς ἀπό τά ἔργα του: «Εἶναι καλό καί νά στρέφεις συχνά τή θύμησή σου πρός τόν Θεό καί νά λέγεις “Κύριε, σῶσον μέ ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σού”. Διότι ἐάν φέρνουμε συχνά στή μνήμη μας τόν Θεό, συχνά καί αὐτός θά θυμᾶται ἐμᾶς καί θά καθαρίζει τόν νοῦν ἀπό ἀκάθαρτα νοήματα»[10]. Στήν πρώτη ἐγκλείστρα, πού λάξευσε, συνέρρεε τόσο αὐξανόμενο πλῆθος κόσμου γιά νά ζητήσει ἐνίσχυση καί καθοδήγηση, πού τελικά ἀποφάσισε τή λάξευση τῆς δεύτερης σέ πιό ἀπρόσιτο σημεῖο, γιά νά μπορεῖ νά ἡσυχάζει.
Ἔβρισκε τήν αἰτία τῶν δοκιμασιῶν στήν πνευματική ὑποδούλωση τῶν ἀνθρώπων. Ἔγραφε ὅτι «ἀπομείναμε ὀλίγοι, καί ξένος λαός ἐπληθύνθηκε στή γῆ μας. Ἄν δέν πικραίναμε πολύ τόν πανάγαθο ἰατρό μας μέ τήν ἀλλαγή τῆς πορείας μας, οὔτε αὐτός δέν θά ἄλλαζε διάθεση πρός ἐμᾶς, πικραίνοντάς μας μέ τρόπο, ὅμως, σωτηριώδη»[11].
Σέ χαλεπά χρόνια, ὁ Ἅγιος, σάν ἄλλος φάρος, ἐνίσχυε τούς Χριστιανούς πού κατέφευγαν ἐκεῖ γιά νά φωτιστοῦν καί νά ἀναζωπυρώσουν τή φλόγα τῆς πίστης τους ἀπό τή δική του. Στά κείμενά του ἀναδεικνύεται ἡ διαχρονική δυναμική της διδασκαλίας του, πού μεταφέρει μέχρι σήμερα τή φλόγα τῆς Ὀρθοδοξίας, γιά νά ἐνισχύονται οἱ Χριστιανοί σέ περιόδους πνευματικοῦ σκοταδιοῦ, ἐσωτερικοῦ μαρασμοῦ καί πολιτισμικῆς παρακμῆς. Ἄλλωστε, σέ αὐτή τή λωρίδα γῆς δέν εἴχαμε ποτέ τήν πολυτέλεια νά κληρονομηθεῖ ἡ παράδοση μέσα σέ κλίμα πολιτικῆς ἐλευθερίας· διά τούς αἰῶνες οἱ πνευματικά ἐλεύθεροι ἄνθρωποι μεταλαμπάδευαν τό ἦθος τῆς Ρωμιοσύνης μέ τήν ταπεινή εὐσέβεια πού διατηροῦσαν καί τόν ἀγώνα πού ἐργάζονταν στήν καρδιά καί στό νοῦ τους.
[1] Τό κείμενο δημοσιεύτηκε στό περιοδικό Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική, τεῦχος 47, σελ. 446-449.
[2] Ἅγιος Νεόφυτος Ἔγκλειστος, «Περί τῶν κατά χώραν Κύπρον σκαιῶν», στό Συγγράμματα, τόμ. Ε΄, ἔκδ. Ἱερᾶς Βασιλικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ἁγίου Νεοφύτου, Πάφος 2005, σσ. 405-406.
[3] Λεόντιος Μαχαιρᾶς, Χρονικόν, Ι, ἐπιμ. Ἄντρου Παυλίδη, ἔκδ. Φιλοκύπρος, Λευκωσία 19952, σ. 78.
[4] Ἅγιος Νεόφυτος Ἔγκλειστος, «Περί τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων», στό Συγγράμματα, τόμ. Ε΄, ἔκδ. Ἱερᾶς Βασιλικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ἁγίου Νεοφύτου, Πάφος 2005, σσ. 279-287.
[5] Μαχαιράς, Χρονικόν, §101, σσ. 76-79.
[6] Ὅ.π., §440-441, σσ. 326-329.
[7] Ὅ.π., §448, σσ. 332-333.
[8] Βλ. Ἅγιος Νεόφυτος Ἔγκλειστος, «Περί ὑπακοῆς πρός τούς ἑαυτοῦ φοιτητᾶς», στό Συγγράμματα, τόμ. Ε΄, ἔκδ. Ἱερᾶς Βασιλικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ἁγίου Νεοφύτου, Πάφος 2005, σσ. 468-469.
[9] Ἔγκλειστος, «Περί τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων», σ. 285.
[10] Ἔγκλειστος, «Περί ὑπακοῆς», σ. 470.
[11] Ἔγκλειστος, «Κατά χώραν Κύπρον σκαιῶν», σ. 408.