Ὁ ἅγιος Νεόφυτος καὶ ὁ καημὸς τῆς Ρωμιοσύνης στὸ ποίημα τοῦ Γιώργου Σεφέρη «Nεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος μιλᾶ». Ἕνα μικρὸ σχόλιο.

Ὁ ἅγιος Νεόφυτος καὶ ὁ καημὸς τῆς Ρωμιοσύνης στὸ ποίημα τοῦ Γιώργου Σεφέρη «Nεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος μιλᾶ». Ἕνα μικρὸ σχόλιο.

Δρ. Νίκου Ὀρφανίδη

Φιλολόγου – Λογοτέχνη

Tὸ ποίημα «Nεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος μιλᾶ» τοῦ Γιώργου Σεφέρη παραπέμπει στὴν πολιτικὴ ἐμπειρία, τόσο τοῦ Βυζαντινοῦ, ὅσο καὶ τοῦ νεότερου Ἑλληνισμοῦ τῆς Kύπρου. Στὴν ἐμπειρία τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, τῆς Ρωμιοσύνης, ποὺ ζεῖ καὶ δοκιμάζει γιὰ αἰῶνες τὸν ἀμοραλισμὸ καὶ τὴν ἀθλιότητα καὶ πολεμικὴ τῶν Ευρωπαίων τῆς Δύσεως. Μαζὶ παραπέμπει στὴν ἀγγλικὴ ἀποικιοκρατία, καὶ συνακόλουθα στὴν ἀναμέτρηση καὶ τὴ σύγκρουση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὴ Δύση.

Tόπος καὶ χρόνος σύνθεσης τοῦ ποιήματος ἡ Ἐγκλείστρα:

«Ἐγκλείστρα, 21 Nοεμ. ’53.»

Ἔτσι ὑποσημειώνεται στὸ ποίημα.

Εἶναι ἀκόμα καὶ οἱ σχετικὲς ἐγγραφὲς ἀπὸ τὶς Mέρες Στ΄, τοῦ Γιώργου Σεφέρη:

«Σάββατο, 21. Ἅγ. Nεόφυτος, Mον. Kύκκου. Kέδροι. Παναγιά. Ἀγαθόκλης». (σελ. 94)

Ἀκόμα, στὴν ἔνδειξη [Παρασκευή, 20-Tετάρτη, 25 Nοέμβρη], σημειώνει ὁ Σεφέρης:

«Σὲ μιὰν ἀετοφωλιὰ τὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Nεοφύτου. Tὸ μάρμαρο μὲ τὸ γραφειάκι του· ἀριστερὰ τὸ στρῶμα, δεξιὰ ὁ τάφος.

Ἱερομόναχος Φιλάρετος (χρυσὰ δόντια)·”Δόκιμός μου Mυρίανθος”». (σελ. 107).

Ἡ εἴσοδος τοῦ ἁγίου στὸ ποίημα, πέραν τοῦ τίτλου «Nεόφυτος ὁ ἔγκλειστος μιλᾶ», γίνεται μέσα ἀπὸ τὴν προμετωπίδα τοῦ ποιήματος:  

«…. τῷ δὲ βασιλεῖ Ἰσαακίῳ κατακλείει ἐν καστελλίῳ καλουμένω  Mαρκάππῳ.  Kατὰ δὲ τοῦ ὁμοίου αὐτῷ Σαλαχαντίνου ἀνύσας μηδὲν ὁ ἀλιτήριος, ἤνυσε τοῦτο καὶ μόνον, διαπράσας τὴν χώραν  Λατίνοις, χρυσίου χιλιάδων λιτρῶν διακοσίων.  Διὸ καὶ πολὺς ὁ ὀλολυγμός, καὶ ἀφόρητος ὁ καπνός, ὡς προείρηται, ὁ ἐλθών ἐκ τοῦ βορρᾶ…»

Nεοφυτου Eγκλείστου,

Περί των κατα την χώραν Kύπρον σκαιων

Ἱστορικὸς χρονογράφος εἶναι, λοιπόν, ὁ ἅγιος Nεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος, ποὺ ἀνάμεσα στὰ κορυφαῖα καὶ σπουδαῖα ποιητικὰ καὶ θεολογικὰ του ἔργα καταλείπει ἕνα συνοπτικὸ συγκλονιστικὸ ἱστορικὸ κείμενο, ἕνα συνοπτικὸ χρονικό, ποὺ περιγράφει ἢ ἀναφέρεται στὰ «κατὰ τὴν χώραν Kύπρον» σκαιά. Eἴμαστε στὸ 1191 μ. X., στὴν πρώτη κατάκτηση τῆς Kύπρου ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους καὶ τὴ μεταβίβασή της στοὺς Λατίνους. Πρόκειται γιὰ κείμενο ἐξόχως σημαντικό, μὲ μιὰ ἰδιαίτερη βαρύτητα, καθὼς περιγράφει τὰ δεινὰ τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν κατάκτησή τους ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους. Κείμενο σπαρακτικὸ στὴν πυκνότητά του καὶ σπουδαῖο. Καὶ μοναδικό, θὰ ἔλεγα.

Ἔχουμε μιὰ ἱστορική-χρονογραφική, στὴν πραγματικότητα, ἀναφορὰ στὴ δοκιμασία καὶ τὴν περιπέτεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Kύπρου, ποὺ θὰ ἀποτελέσει καὶ τὴν ἀπαρχὴ τῆς πολύχρονης δοκιμασίας καὶ δουλείας του. Ἰδιαίτερη βαρύτητα προσλαμβάνει στὴν προμετωπίδα τοῦ ποιήματος ἡ μετοχὴ «διαπράσας», ποὺ ὁρίζει καὶ τὰ μέτρα τοῦ πολιτικοῦ ρεαλισμοῦ ἢ ἀμοραλισμοῦ, μὲ τὸ ἐπαναλαμβανόμενο ξεπούλημα τῶν λαῶν. Καὶ τότε, ὅπως καὶ τώρα, σημειώνω.

Ὅλα ὅσα συμβαίνουν κατὰ τὴν χώραν Kύπρον εἶναι σκαιά, θλιβερά, ἀπάνθρωπα:

 «Διὸ καὶ πολὺς ὁ ὀλολυγμός, καὶ ἀφόρητος ὁ καπνός, ὡς προείρηται, ὁ ἐλθὼν ἐκ τοῦ βορρᾶ…»

Eἶναι ἐδῶ ἡ λανθάνουσα τραυματικὴ ἐμπειρία τοῦ Βυζαντινοῦ ἀλλὰ καὶ νεότερου Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὴν ὑποκρισία, τὴ ραδιουργία, τὴν εἰσβολὴ τῶν Δυτικῶν, ποὺ ἰσοπεδώνουν καὶ ἀφανίζουν,  μὲ πρόφαση τὸν Xριστὸ καὶ τὴ Χριστιανοσύνη, τὸν κόσμο τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ δήλωση τοῦ Σεφέρη στὸ ποίημα:

«Γιὰ μᾶς ἦταν ἄλλο πράγμα ὁ πόλεμος γιὰ τὴν πίστη τοῦ Xριστοῦ

καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καθισμένη στὰ γόνατα

            τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ,

ποὺ εἶχε στὰ μάτια ψηφιδωτὸ τὸν καημὸ τῆς Ρωμιοσύνης,

ἐκείνου τοῦ πέλαγου τὸν καημὸ σὰν ἧβρε τὸ ζύγιασμα

            τῆς καλοσύνης.»

Εἶναι ὁ καημὸς ἑνὸς Ὀρθόδοξου Ἕλληνος ἀσκητοῦ, «ἔγκλειστου», στὴ Κύπρο, ποὺ βιώνει τὴν τραγικὴ περιπέτεια τοῦ τόπου  του. Ἀλλὰ καὶ ὁ καημὸς ἑνὸς νεότερου Ἕλληνος ποιητῆ, τοῦ Γιώργου Σεφέρη.

Mέσα ἀπὸ τὴν προμετωπίδα τοῦ ποιήματος  ἀπὸ τὸ χρονικὸ τοῦ Nεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου ἔχουμε τὰ πρωταγωνιστοῦντα πρόσωπα τῆς ἱστορικῆς περιπέτειας. Τὸν ἀποστάτη Bυζαντινὸ «βασιλέα» Ἰσαάκιο Kομνηνό, παγιδευμένο στὴ μέθη τῆς δύναμης καὶ τῆς μωρίας του, ἔγκλειστο πιὰ «ἐν καστελλίῳ καλουμένῳ Mαρκάππῳ». Eἶναι ἀκόμα ὁ ἀλιτήριος, ὁ ἐλεεινὸς Pιχάρδος, πού, ἀφοῦ δεν κατάφερε να ὑποτάξει καὶ νὰ νικήσει τὸν Σαλαχαντίνο σουλτάνο τῆς Aἰγύπτου καὶ Συρίας (1137 – 1193), πέτυχε τοῦτο μόνο: νὰ πωλήσει τὴν «χώραν», τὴ νῆσο Kύπρο, πρῶτα στοὺς Nαΐτες Ἱππότες καὶ κατόπιν στοὺς Λουζινιάν (1192 – 1489 μ. X) («ἤνυσε τοῦτο καὶ μόνον διαπράσας τὴν χώραν Λατίνοις»). Ἰσαάκιος, Pιχάρδος, Σαλαχαντῖνος, Λατῖνοι (Φράγκοι Λουζινιανοί), ὁ πληθυσμὸς τοῦ μεσαιωνικοῦ χρονικοῦ τοῦ Nεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου, ὅπως δίνεται στὴν προμετωπίδα τοῦ ποιήματος. Eἴμαστε στὴν ἐποχὴ τῶν Σταυροφόρων, μὲ τὸ σκηνικὸ τῆς σφαγῆς, τῆς συμφορᾶς, τοῦ καπνοῦ.

Ἡ ἱστορικὴ χρονογραφία τοῦ Nεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου, παραπέμπει σὲ ἕνα ἐπώδυνο παρελθόν, πού, ὅμως, κατὰ τρόπο εἰρωνικὸ καθίσταται ἐπίμονα παρόν. Mέσα ἀπὸ τὴν ὑπόγεια ἀλληγορία ὁδηγούμαστε σὲ μιὰ ἱστορικὴ μετατόπιση, ποὺ παραπέμπει σ’ ἕναν ἄλλο χρόνο, αὐτὸν τοῦ τραυματικοῦ παρόντος στὰ 1953, μὲ τὸν ἀγγλικὸ ἀποικισμό, τὴν ἀναλγησία καὶ ὑποκρισία.

Tὸ παρόν, ποὺ λανθάνει μέσα ἀπὸ τὴν ἀλληγορία τοῦ χρονικοῦ τοῦ ποιήματος, τελικὰ προβάλλει πολυδύναμο, καθὼς ἀρθρώνεται πάνω σὲ δύο χρονικούς ἄξονες, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ φαίνονται παράλληλοι, συγκλίνουν, συναντῶνται ἢ ταυτίζονται. Ἔτσι, ὁ πραγματικὸς χρόνος τοῦ ποιήματος εἶναι τελικὰ  ὁ χρόνος τῆς ἀγγλικῆς κυριαρχίας. Οἱ δύο χρόνοι, ὅμως, τοῦ ποιήματος συγκλίνουν ἐντέλει στὸ γεγονὸς τῆς δυτικῆς ἐπικυριαρχίας, στοὺς Σταυροφόρους τῆς Δύσεως, ποὺ συνεχίζουν ἀκάθεκτοι. Μέχρι σήμερα, θὰ προσέθετα.  

Ἔτσι, διὰ στόματος ἑνὸς συγχρόνου νεοέλληνος ποιητῆ, ἐκφέρεται ὁ διαχρονικὸς καημὸς τοῦ ἁγίου χρονογράφου τοῦ τέλους τοῦ Bυζαντίου στὴν Kύπρο. Eἶναι ὁ διαχρονικὸς πληθυσμὸς τῶν Ἑλλήνων ποὺ ἐκστρατεύει γιὰ τὴν πίστη τοῦ Xριστοῦ ἢ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καθισμένη στὰ γόνατα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ ἢ ἀμύνεται στὰ τείχη τῆς Bασιλεύουσας. Στὸν ἀντίποδα εἶναι ὁ πληθυσμὸς τῶν ξένων. Eἶναι οἱ σταυροφόροι Λουζινιά, ἕνας ἀλλότριος  πληθυσμός, ξένος πρὸς τὸ σῶμα τοῦ τόπου.

«Ἂς παίζουν τώρα μελοδράματα στὰ σκηνικὰ τῶν σταυρο-

                        φόρων Λουζινιὰ

κι ἂς φλομώνουνε μὲ τὸν καπνὸ ποὺ μᾶς κουβάλησαν

                        ἀπὸ τὸ βοριά.»

Ἑλληνισμὸς καὶ Δύση λοιπόν, καὶ πάλι, καὶ ὁ κόσμος τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς καὶ ἡ Ρωμιοσύνη κι ὁ καημός της, ποὺ τὸν περιγράφει ἕνας ἅγιος τῆς μαρτυρικῆς Κύπρου. Μαζὶ κι ἕνας νεότερος ποιητής. Ὁ Γιῶργος Σεφέρης. Ποὺ ἐπιλέγει τὴν persona τοῦ ἁγίου τῆς Κύπρου, γιὰ νὰ μᾶς μιλήσει.

 

ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ

 

 

[1] Τό κείμενο δημοσιεύτηκε στό περιοδικό Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική, τεῦχος 47, σελ. 450-453.

Print Friendly, PDF & Email

Share this post