Ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες μέχρι τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰώνα μ.Χ.

Ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες μέχρι τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰώνα μ.Χ.

Σύμφωνα μὲ τὴ νοοτροπία τοῦ πρώιμου χριστιανισμοῦ, ὁ ὁποῖος βρισκόταν ἐν μέσω σκληροῦ διωγμοῦ, ἔμφαση δινόταν πρώτιστα στὴν ἡμέρα θανάτου καὶ ὄχι τόσο τῆς γέννησης. Γιὰ τοὺς μάρτυρες ἡ ἡμέρα θανάτου ἦταν ἡ γενέθλιος ἡμέρα στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Γι΄ αὐτὸ καὶ ἡ λατρεία πρὸς τὸν Σωτήρα Ἰησοῦ Χριστὸ στὴν πρώιμη Ἐκκλησία ἐστιαζόταν γύρω ἀπὸ τὰ Πάθη, τὸν ἑκούσιο θάνατο καὶ τὴν τριήμερη Ἀνάστασή Του. Ἔτσι, τὰ χριστιανικὰ ἁγιολόγια διατηροῦν ὄχι τὶς ἡμερομηνίες γέννησης τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἁγίων, ἀλλὰ τὶς ἡμερομηνίες θανάτου τους. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου θεωρεῖται γενικὰ μιὰ μεταγενέστερη ἑορτὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα.

Ἡ ἀρχαιότητά της μπορεῖ νὰ ἀνιχνευθεῖ ἀναδρομικὰ σὲ ἔγγραφα τοῦ τέλους τοῦ 3ου μ.Χ. αἰώνα καὶ ἄρχὲς τοῦ 4ου μ.Χ. αἰώνα, ὅταν -σύμφωνα μὲ μιὰ παράδοση ποὺ ἀναφέρει ὁ βυζαντινὸς ἱστορικὸς Νικηφόρος Κάλλιστος[1]– κατὰ τὴ διάρκεια τῶν διωγμῶν τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ τοῦ Μαξιμιανοῦ, πολλοὶ χριστιανοὶ κάηκαν ζωντανοὶ σὲ μιὰ ἐκκλησία τῆς Νικομηδείας, ὅπου εἶχαν συγκεντρωθεῖ γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὴν ἡμέρα τῆς Γέννησης τοῦ Κυρίου: «Ὅτε ὁ βασιλεύς Μαξιμιανός ἐπέστρεψε νικητὴς ἀπὸ τὸν κατὰ τῶν Αἰθιόπων πόλεμον, ἐν ἔτει τδ΄ (304)﮲ ἠθέλησε νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα διὰ τὴν νίκην αὐτήν … τότε ὁ ἅγιος Ἄνθιμος, ἐπίσκοπος ὤν τῆς Νικομηδείας, συνήθροισεν ὅλον τὸν λαὸν τῶν χριστιανῶν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, (διότι ἔτυχε τότε νὰ ᾖναι ἡ ἑορτὴ τῆς Χριστοῦ γεννήσεως) …»[2]

Ἂν καὶ ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἑορταζόταν ἀπὸ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς ἀνὰ τὴν οἰκουμένη, παρόλα αὐτά στὴν ἀρχὴ, μεταξὺ Δύσης καὶ Ἀνατολῆς, ὑπῆρχαν διαφορὲς ὡς πρὸς τὴν ἡμερομηνία τῆς ἑορτῆς. Ἔτσι, στὴ Δύση, τουλάχιστον ἀπὸ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ., ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἑορταζόταν, ὅπως καὶ σήμερα, στὶς 25 Δεκεμβρίου, σύμφωνα μὲ μιὰ ἀρχαία παράδοση ἡ ὁποία ἀνέφερεν ὅτι ἡ ἀπογραφὴ πληθυσμοῦ τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου (Βλ. Λκ. β΄ 1-6), κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας γεννήθηκε ὁ Χριστός, συνέβη στὶς 25 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 754 ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Ρώμης (ab Urbe condita). Ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι στὴν πραγματικότητα ἡ κατὰ σάρκα Γέννηση τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγινε 6-7 χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴ χρονολογία ποὺ ὑπολόγισε ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Μικρὸς[3] (754 a.u.c), δηλαδὴ περίπου τὸ 748-749 a.u.c., ἀφοῦ ὁ Ἡρώδης πέθανε τὸ 750/751 ἀπὸ κτίσεως Ρώμης, λίγο μετὰ τὴ σφαγὴ τῶν νηπίων, ὅταν ὁ Χριστὸς ἦταν περίπου διετής. Πρόκειται γιὰ ἕνα σφάλμα τὸ ὁποῖο διαιωνίζεται πλέον μέσα στὴν ἱστορία.

Σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων στὴ Ρώμη ἑορταζόταν ἐξαρχῆς στὶς 25 Δεκεμβρίου, σύμφωνα μὲ τὴν Α΄ Ὁμιλία του εἰς τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ[4], ἡ ὁποία ἐκφωνήθηκε στὶς 25 Δεκεμβρίου τὸ 386 μ.Χ. στὴν Ἀντιόχεια[5], ὅταν γιὰ 10η χρονιὰ ἑορτάζονταν τὰ Χριστούγεννα ἐκείνη τὴν ἡμερομηνία, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς συγγραφέας: «οὔπω δέκατόν ἐστιν ἔτος, ἐξ οὗ δήλη καὶ γνώριμος ἡμῖν αὕτη ἡ ἡμέρα γεγένηται»[6]. Εἶναι ξεκάθαρο γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκε στὶς 25 Δεκεμβρίου, κατὰ τὴν πρώτη ἀπογραφὴ πληθυσμοῦ τοῦ Αὐγούστου, καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσει κανεὶς ἀπὸ τοὺς κώδικες ποὺ ὑπάρχουν στὴ Ρώμη: «Ὅθεν δῆλον, ὅτι κατὰ τὴν πρώτην ἀπογραφὴν ἐτέχθη. Καὶ τοῖς ἀρχαίοις τοῖς δημοσίᾳ κειμένοις κώδιξιν ἐπὶ τῆς Ῥώμης ἔξεστιν ἐντυχόντα καὶ τὸν καιρὸν τῆς ἀπογραφῆς μαθόντα, ἀκριβῶς εἰδέναι τὸν βουλόμενον … Ἵνα δὲ καὶ σαφέστερον ὑμῖν πάλιν γένηται τὸ λεγόμενον, ἐν συντόμῳ τὰ αὐτὰ πάλιν ἀναλαβὼν, ἐρῶ πρὸς τὴν ὑμετέραν ἀγάπην· Ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ εἰσήρχετο μόνος ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων. Πότε δὲ τοῦτο ἐγίνετο; Ἐν τῷ μηνὶ τῷ Γορπιαίῳ (Σεπτέμβριος). Τότε οὖν εἰσῆλθεν ὁ Ζαχαρίας εἰς τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων· τότε καὶ εὐηγγελίσθη περὶ τοῦ Ἰωάννου … Μετὰ δὲ τὸν Γορπιαῖον, ἕκτον μῆνα ἐχούσης τῆς Ἐλισάβετ, ὅσπερ ἐστὶν ὁ ∆ύστρος (Μάρτιος), ἤρξατο συλλαμβάνειν λοιπὸν ἡ Μαρία. Ἀπὸ Ξανθικοῦ (Απρίλιος) τοίνυν ἐννέα ἀριθμοῦντες μῆνας, εἰς τὸν παρόντα ἥξομεν μῆνα, καθ’ ὃν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐτέχθη»[7].

Τὸ ἴδιο δηλώνει καὶ ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος Ἱππῶνος (354-430 μ.Χ.) σὲ ὁμιλία του γιὰ τὸ γενέθλιον τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τοποθετώντας τὴ γέννηση τοῦ Κυρίου στὶς 25 Δεκεμβρίου, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας: «Et quoniam diem nativitatis Domini octavo calendarum januariarum die consensus tradit Ecclesiae»[8] (=ὑπάρχει γενικὴ συναίνεση στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ γενέθλιος ἡμέρα τοῦ Κυρίου πέφτει τὴν 8ην ἡμέρα πρὶν τὶς ρωμαϊκὲς Καλένδες τοῦ Ἰανουαρίου, δηλαδὴ στὶς 25 Δεκεμβρίου)[9].

Εἶναι σίγουρο τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν Ἀνατολὴ μέχρι τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 4ου μ.Χ. αἰώνα τὰ Χριστούγεννα ἑορτάζονταν τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὴ Βάπτιση τοῦ Κυρίου στὶς 6 Ἰανουαρίου. Αὐτὴ ἡ διπλὴ ἑορτὴ ὀνομαζόταν Θεοφάνια ἢ Ἐπιφάνεια. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κασσιανός (360-435 μ.Χ.), γράφει ὅτι «στὴν Αἴγυπτο κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Ἐπιφανείας ἑορτάζεται τόσο ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου ὅσο καὶ ἡ κατὰ σάρκα Γέννησή Του, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ Δύση, ὅπου τὰ δύο γεγονότα ἑορτάζονται ξεχωριστὰ»[10]: «Intra Aegypti regionem … Epiphaniorum die (quem provinciae illius sacerdotes vel Dominici baptismi, vel secundum carnem nativitatis esse definiunt, et idcirco utriusque sacramenti solemnitatem non bifarie, ut in occiduis provinciis, sed sub una diei huius festivitate concelebrant)»[11]. Ἡ παράδοση τῆς Ἀνατολῆς στηριζόταν στὴν ἄποψη ὅτι ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν Ἰορδάνη νὰ βαπτιστεῖ τὴν ἴδια ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ ἔλεγε ὅτι ἦταν 30 ἐτῶν ἐκείνη τὴν ἡμέρα: «Καὶ αὐτὸς ἦν ὁ Ἰησοῦς ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα ἀρχόμενος» (Λκ. γ΄ 23).

Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, τόσο στὴν Ἀνατολὴ ὅσο καὶ στὴ Δύση, ἡ Γέννηση τοῦ Σωτῆρος ἑορταζόταν ἒξαρχῆς τὴν ἴδια ἡμερομηνία σὲ σχέση μὲ ἐκείνη τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου, μόνο ποὺ οἱ Ἀνατολικοὶ τὴν καθόριζαν σύμφωνα μὲ τὸν ἀρχαῖο αἰγυπτιακὸ ὑπολογισμό, στὶς 6 Ἰανουαρίου, ἐνῶ ἡ Δύση, μὲ ἐπικεφαλῆς τὴ Ρώμη, τὴν ἀναθεώρησε, καθορίζοντάς την σύμφωνα μὲ τὴν ἀκριβὴ ἡμερομηνία κατὰ τὴν ὁποία ἔπεφτε τὸ χειμερινό ἡλιοστάσιο ἐκείνη τὴν ἐποχή, δηλαδὴ στὶς 25 Δεκεμβρίου[12].

Εἶναι γενικὰ ἀποδεκτὸ ὅτι ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων διαχωρίστηκε ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Βάπτισης τοῦ Κυρίου καὶ ἄρχισε νὰ ἑορτάζεται στὶς 25 Δεκεμβρίου γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἀντιόχεια περίπου τὸ 375 μ.Χ.[13] ἀκολούθως στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 379, ὅπου ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐκφώνησε τὸν περίφημο λόγο «εἰς τὰ Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος»[14] στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Αὐτὸς ὁ λόγος ἀποτέλεσε πηγὴ ἔμπνευσης γιὰ τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Μελωδό, Ἐπίσκοπο Μαϊουμᾶ, ὅταν ἔκανε τὸν Κανόνα τῶν Χριστουγέννων.

Στὶς Ἀποστολικὲς Διαταγές, ἔργο τοῦ τέλους τοῦ 4ου μ.Χ. αἰώνα, ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἀναφέρεται ὡς ἡ πρώτη στὴ σειρὰ τῶν ἑορτῶν: «Τὰς ἡμέρας τῶν ἑορτῶν φυλάσσετε, ἀδελφοί, καὶ πρώτην γε τὴν γενέθλιον, ἥτις ὑμῖν ἐπιτελείσθω εἰκάδι πέμπτῃ τοῦ ἐννάτου μηνός (Δεκεμβρίου)»[15]. Ἐπίσης, καταγράφει ὅτι τὰ Χριστούγεννα ἑορτάζονται ξεχωριστὰ ἀπὸ τὰ Θεοφάνια: «Ἡ ἐπιφάνιος ὑμῖν ἔστω τιμιωτάτη, καθ’ ἣν ὁ Κύριος ἀνάδειξιν ὑμῖν τῆς οἰκείας θεότητος ἐποιήσατο· γινέσθω δὲ καὶ αὕτη ἕκτῃ τοῦ δεκάτου μηνός (Ιανουαρίου)»[16].

Κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου μ.Χ. αἰώνα ἡ 25η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε ὡς ἡμέρα ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ κατόπιν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ γενικὰ στὸν ἀνατολικὸ χριστιανισμό. Μόνο οἱ Ἀρμένιοι ἑορτάζουν μέχρι σήμερα τὰ Χριστούγεννα στὶς 6 Ἰανουαρίου μαζὶ μὲ τὰ Θεοφάνια, σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία παράδοση.

Ὅσον ἀφορᾶ τὸν καθορισμὸ τῆς 25ης Δεκεμβρίου ὡς ἡμερομηνία ἑορτῆς τῆς κατὰ σάρκα Γέννησης τοῦ Κυρίου, πιθανότατα νὰ λήφθηκε ὑπόψη τὸ γεγονὸς ὅτι πολλοὶ ἀρχαῖοι λαοὶ εἶχαν ὁρισμένες ἡλιακὲς ἑορτὲς κοντὰ στὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο (22 Δεκεμβρίου), οἱ ὁποῖες συνοδεύονταν ἀπὸ ὄργια καὶ ἀπρεπὴ γλέντια. Σὲ αὐτὰ ἡ Ἐκκλησία θέλησε νὰ ἀντιπαραθέσει μιὰ χριστιανικὴ ἑορτὴ, ἰδιαίτερα στὴ θρησκεία τοῦ Μίθρα, δηλαδὴ τοῦ θεοῦ τοῦ φωτός, ἡ ὁποία κατὰ τὸν 2ο καὶ 3ο αἰώνα ἦταν ὁ σκληρότερος ἀντίπαλος τοῦ χριστιανισμοῦ. Ὁ αὐτοκράτορας Αὐρηλιανὸς τὸ 274 μ.Χ. θέσπισε ἐπίσημη ἑορτὴ πρὸς τιμὴ τοῦ Ἀνίκητου Ἠλίου (Sol Invictus), ὁ δὲ Διοκλητιανὸς τὴν ἀνύψωσε στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐπίσημης θρησκείας τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους ἀνακηρύσσοντας τὸν Sol Invictus Mithra ὡς «προστάτη τῆς αὐτοκρατορίας»[17]. Γενικὰ οἱ λειτουργιολόγοι[18] καὶ οἱ ἱστορικοὶ συμφωνοῦν ὅτι ἡ γενέθλιος ἡμέρα τοῦ θεοῦ Μίθρα ἀντικαταστάθηκε μὲ τὴν γενέθλιο ἡμέρα τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόν «Ἥλιον τῆς Δικαιοσύνης» (Μαλ. δ΄ 2), τήν «ἐξ ὔψους Ἀνατολήν» (βλ. Ζαχ. στ΄ 12 καὶ Λκ. α, 78), τὸν ὁποῖον ὁ δίκαιος Συμεών ἀποκαλεῖ «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν» (Λκ. β΄ 32). Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτό Του «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω. η΄ 12). Παράλληλα, ὑπάρχει καὶ ἡ ἄποψη ὅτι προϋπῆρχε ὁ ἑορτασμὸς τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ στὶς 25 Δεκεμβρίου καὶ κατόπιν ἔγινε μιὰ προσπάθεια νὰ ἀντικατασταθεῖ μὲ τὴν παγανιστικὴ ἑορτὴ τοῦ Μίθρα, ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Αὐρηλιανό, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ προσπάθεια δὲν ἔφερε τὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τοῦ Μίθρα ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες εἰδωλολατρικὲς ἑορτὲς ποὺ σχετίζονταν μὲ τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο. Γιὰ παράδειγμα στὶς 25 Δεκεμβρίου οἱ Ναβαταίοι Ἄραβες τῆς Πέτρας ἑόρταζαν τὴ γέννηση τοῦ θεοῦ Δουσάρη, ὁ ὁποῖος ἔλεγαν ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο. Τὰ Σατουρνάλια, ἑορτὴ τῶν Ρωμαίων ἀφιερωμένη στὸν θεὸ Σατούρνους, ὁ ὁποῖος ἀντιστοιχεῖ στὸν Κρόνο τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας, ἑορτάζονταν μεταξὺ 17-23 Δεκεμβρίου. 

Ἐπίσης, ἀναφέρουμε καὶ τὴν ἄποψη ἡ ὁποία ἀπορρίπτει ὁποιαδήποτε σχέση τῶν Χριστουγέννων μὲ τὶς παγανιστικὲς ἑορτές, ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ἰδέα ὅτι τὰ Πάθη καὶ ὁ ἑκούσιος θάνατος τοῦ Κυρίου ἔγιναν στὶς 25 Μαρτίου[19], ἡ ὁποία θεωρεῖτο ὡς ἡμέρα κτίσεως τοῦ κόσμου. Ἐπειδὴ ὑπῆρχε ἡ θεωρία ὅτι ἡ ἐπίγεια ζωὴ τοῦ Κυρίου διήρκησε ἀκριβῶς 33 χρόνια, τότε καὶ ἡ σύλληψή Του στὰ σπλάχνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἔγινε τὴν ἴδια ἡμέρα. Ἄρα ἡ γέννησή Του ἔγινε ἐννέα μῆνες ἀργότερα, δηλαδὴ στὶς 25 Δεκεμβρίου[20].

Καθόλου μικρῆς σημασίας στὸν καθορισμὸ τῆς 25ης Δεκεμβρίου ὡς ἡμέρα Χριστουγέννων ἦταν καὶ ὁ συμβολισμὸς γύρω ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Τιμίου Προδόμου: «ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι» (Ιω. γ΄ 30). Μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ τὸ γενέθλιον τοῦ Τιμίου Προδρόμου τοποθετήθηκε στὶς 24 Ἰουνίου, ὅταν ἔχουμε τὸ θερινὸ ἡλιοστάσιο καὶ οἱ μέρες ἀρχίζουν νὰ μικραίνουν, ἐνῶ τὰ Χριστούγεννα στὶς 25 Δεκεμβρίου, μετὰ τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο, ὅταν οἱ μέρες ἀρχίζουν νὰ μεγαλώνουν[21].

Ἐν κατακλεῖδι, ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι τὸ ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας καὶ πολὺ περισσότερο τὸ ἡμερολόγιο δὲν μᾶς ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀλλὰ κάποια προϋπῆρχαν τοῦ Χριστιανισμοῦ ἢ διαμορφώθηκαν μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων. Ἡ Καινὴ Διαθήκη, ἡ ὁποία γράφτηκε ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς συγγραφεὶς μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ στόχο τὸν ἁγιασμὸ τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἀσχολήθηκε μὲ τὸν τρόπο μετρήσεως τοῦ κοσμικοῦ χρόνου ἢ τὴν ὀργάνωση τοῦ ἑορτολογίου. Μάλιστα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφερόμενος στὸ Σάββατο καὶ τὶς διάφορες ἑορτὲς γράφει: «Μὴ οὖν τις ὑμᾶς κρινέτω ἐν βρώσει ἢ ἐν πόσει ἢ ἐν μέρει ἑορτῆς ἢ νουμηνίας ἢ σαββάτων, ἅ ἐστι σκιὰ τῶν μελλόντων» (Κολ. β΄ 16-17). Ὁ Χριστιανισμὸς ὑπερβαίνει ὅλα αὐτὰ τὰ ρέοντα κοσμικὰ καὶ σκιώδη σχήματα, ἀφοῦ ἡ ἀληθινὴ «ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» λατρεία τοῦ πνευματικοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποκαλύπτεται ἐν Χριστῶ, αἴρει τὸν ἀληθινὸ προσκυνητὴ ὑπεράνω τόπου καὶ χρόνου. «Στόχος τοῦ νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἡ φθαρτὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ ἡ οὐράνια Ἱερουσαλήμ. Σ΄ αὐτὴ ὅμως τὴ γῆ καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ ζεῖ ἔστω τή «σκιὰ τῶν μελλόντων» καὶ προσπαθεῖ νὰ μεταμορφώσει τὰ ρέοντα κατὰ τὸν τύπο τῶν ἑστώτων. Ἔτσι καὶ ὁ κοσμικὸς χρόνος γίνεται τύπος τοῦ μέλλοντος αἰῶνος καὶ πρόγευση τῆς μελλούσης ζωῆς. Ὁ πιστὸς ζεῖ στὴ γῆ, μέσα στὸν ἐν Χριστῷ μεταμορφούμενο χρόνο, ὅ,τι εκτυπώτερον θὰ ζήσει στὴν ἄχρονη καὶ ἀνέσπερη βασιλεία τοῦ Θεοῦ»[22].

 

Διακόνου Ἀνδρέα Ματέι, Ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες μέχρι τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰώνα μ.Χ., στην «Ορθόδοξη Μαρτυρία» αρ. 131 (Φθινόπωρο 2023), σσ. 32-37.

 *******************************************

 

[1] Νικηφόρου Καλλίστου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία VII, 6 (Περὶ τοῦ μακαρίου τέλους τῶν ἁγίων δυσμυρίων τῶν ἐν Νικομηδείᾳ﮲ καὶ περὶ Ἴνδου καὶ Δόμνας) PG 145, 1216-1217: Ἐπεὶ δὲ ἡ τῶν Χριστοῦ γενεθλίων ἐνίστατο ἑορτή, καὶ σύμπαν τὸ Χριστεπώνυμον πλῆθος ἐκ πάσης ἡλικίας τῷ ἐκεῖσε ναῷ ἤθροιστο πανηγυρίζοντες τὰ γενέθλια …»

[2] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα Μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ (τομ. Α΄), Αθήνα 1868, σ. 346: «Τῷ αὐτῷ μηνὶ (Δεκέμβριος) ΚΗ΄, μνήμη τῶν ἁγίων ΔΙΣΜΥΡΙΩΝ﮲ (ἤτοι εἰκοσι χιλιάδων μαρτύρων), τῶν ἐν Νικομηδείᾳ καέντων».

[3] Ὁ ὅσιος Διονύσιος ὁ Μικρὸς ἢ ὁ ταπεινὸς (Exiguus) γεννήθηκε στὴ Μικρὰ Σκυθία (σημερινὴ Ρουμανία) γύρω στὸ 465 μ.Χ. Στὰ τέλη τοῦ 5οῦ μ.Χ. αἰώνα, ἕνεκα τῆς μόρφωσής του, ὁ Πάπας Γελάσιος Α΄, τὸν κάλεσε στὴ Ρώμη γιὰ νὰ ἐργαστεῖ καὶ νὰ ὀργανώσει τὸ παπικὸ ἀρχεῖο, λόγῳ τοῦ ὅτι ἦταν ἱκανὸς γνώστης τῆς λατινικῆς καὶ ἑλληνικῆς γλώσσας. Μετέφρασε τὸν Πασχάλιο πίνακα τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας εἰσάγοντας ἔτσι στὴ Δύση τὸν ἀλεξανδρινὸ πασχάλιο κύκλο, ὁ ὁποῖος ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὸν πάπα Ρώμης. Συμπλήρωσε τὸν πασχάλιο κύκλο τοῦ Κυρίλλου καὶ οἱ ὑπολογισμοὶ τοῦ ἔφτασαν μέχρι τὸ 626 (Cyclus decem novenallis). Μὲ αὐτὸ τὸ ἔργο ὁ ὅσιος Διονύσιος ἔμεινε στὴν ἱστορία διότι τὰ ἔτη τοῦ πίνακα ἔχουν ὡς ἀφετηρία τὴν Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ἀντὶ τῆς ἐν τῇ Δύσει ἐπικρατούσης χρονολογήσεως ἀπὸ κτίσεως Ρώμης ἢ ἀπὸ Διοκλητιανού, καὶ τῆς ἐν τῇ Ἀνατολῇ ἀπὸ κτίσεως κόσμου ἢ ἀπὸ τοῦ Ἀβραὰμ ἢ ἀπὸ τῆς πρώτης Ὀλυμπιάδος. Πρῶτος ἱστορικὸς χρησιμοποιήσας αὐτῆς σταθερῶς εἶναι ὁ Βέδας ὁ Αἰδέσιμος κατὰ τὸν Η΄ αἰώνα (Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 5ος, Αθήναι 1964, σ. 58).

[4] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄδηλον μὲν ἔτι οὖσαν τότε, πρὸ δὲ ὀλίγων ἐτῶν γνωρισθεῖσαν παρά τινων τῶν ἀπὸ τῆς ∆ύσεως ἐλθόντων καὶ ἀναγγειλάντων, PG 49, 351.

[5] Βλ. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 6ος, Αθήναι 1965, σ. 1183 και Rev. R. Wheler Bush, The Life and Times of Chrysostom, The religious tract society, London 1885, σ. 127

[6] Ἰωάννου του Χρυσοστόμου, ὅ.π., PG 49, 351.

[7] Ἰωάννου του Χρυσοστόμου, ὅ.π., PG 49, 358.

[8] Augustini, Hipponensis Episcopi, In Nativitate Joannis Baptistae (sermo CCCLXXX), PL 39, 1675.

[9] John E. Rotelle, The works of Saint Augustine. A translation for the 21st century – Sermons, vol. 10 (transl. Edmund Hill, Εκδ. New City Press, New York 1995, σ. 361 και 370.

[10] Sfântul Ioan Casian, Scrieri Alese, col. PSB 57, Editura Institutului Biblic și de Misiune al Bisericii Ortodoxe Române, București 1990, σ. 476.

[11] Joannis Cassiani, Collationes, PL 49, 820-821.

[12] Preot Prof. Ene Braniște, Liturgica Generală cu noțiuni de artă bisericească, arhitectură și pictură creștină, Εκδ. Basilica, București 2015, σ. 240.

[13] Βλ. Louis Duchesne, Origines du culte chrétien: étude sur la liturgie latine avant Charlemagne, Ἔκδ. E. de Boccard. Paris 51920, σ. 271-273.   

[14] Βλ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΛΗ΄, Εἰς τὰ Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36, 312-354.

[15] ∆ιαταγαὶ τῶν ἁγίων ἀποστόλων διὰ Κλήμεντος τοῦ Ῥωμαίων ἐπισκόπου τε καὶ πολίτου, V, XIII, PG 1, 857.

[16] ∆ιαταγαὶ τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ὅ.π. PG 1, 860.

[17] Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 8ος, Αθήναι 1966, σ. 1141-1144.

[18] Βλ. Anton Baumstark, Comparative Liturgy, Εκδ. The Newman Press, Westminster-Maryland 1958, σ. 153.

[19] «And the suffering of this “extermination” was perfected within the times of the lxx hebdomads, under Tiberius Cæsar, in the consulate of Rubellius Geminus and Fufius Geminus, in the month of March, at the times of the passover, on the eighth day before the calends of April, on the first day of unleavened bread, on which they slew the lamb at even, just as had been enjoined by Moses» (The Ante-Nicene Fathers: Translations of the Writings of the Fathers Down to A.D. 325., Edited by Alexander Roberts and James Donaldson, Vol. 3, Latin Christianity: Its founder, Tertullian. I. Apologetic; II. Anti-Marcion; III. Ethical, Hendrickson Publishers, Massachusetts 21995, σ. 160) • Tertulliani, Liber Adversus Judaeos, PL 2, 616.

[20] Louis Duchesne, ὅ.π., σ. 278.

[21] Βλ. Augustini, Hipponensis Episcopi, ὅ.π., PL 38, 1327.

[22] Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Τελετουργικά θέματα. «Εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν», Τομ. Α΄, Ἀποστολικὴ Διακονία, 2009, σ. 33-34.  

 

Print Friendly, PDF & Email

Share this post