Η του Χριστού Γέννηση στη ζωγραφική και σε γραμματόσημα της Κύπρου
Δρός Χριστόδουλου Χατζηχριστοδούλου
Βυζαντινολόγου
Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Γέννησις, ἡ ὁποία κατά τόν Μέγα Βασίλειο ἀποτελεῖ «κοινή ἑορτή πάσης τῆς κτίσεως καί τήν γενέθλιο ἡμέρα τῆς ἀνθρωπότητας», ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς πιό συχνές σκηνές στή ζωγραφική τῶν ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν. Ἡ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου ἀπεικονίζεται ὄχι μόνο σέ ἐντοίχια ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, φορητές εἰκόνες καί μικρογραφίες χειρογράφων, ἀλλά καί σέ ἄλλα εἴδη τέχνης ἐκτός ἀπό τή ζωγραφική, ὅπως σέ χρυσοκεντήματα, σέ εἴδη ἀργυροχοΐας καί ξυλόγλυπτα, ὅπου μέ ἄλλα μέσα καί χωρίς τή δυνατότητα τῆς ἀπόδοσης λεπτομερειῶν, πού ἔχει ὁ χρωστήρας δίνεται μέ πιό ἁπλοποιημένο τρόπο τό μήνυμα τῶν Χριστουγέννων.
«Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει, καί ἡ γῆ τό Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετά Ποιμένων δοξολογοῦσι. Μάγοι δέ μετά ἀστέρος ὀδοιποροῦσι». Τό Χριστουγεννιάτικο κοντάκιο θέτει ἤδη τό θεῖο συμβάν μέσα ἀπό τόν λόγο.
Ἡ κτίση συμμετέχει στό μυστήριο τῆς Γεννήσεως τοῦ Θεοῦ, γύρω ἀπό τή φάτνη τοῦ Θεανθρώπου. Ὅλα τά κτίσματα σκύβουν ἐκστατικά καί προσφέρουν δείγματα εὐλάβειας: «οἱ Ἄγγελοι τόν ὕμνον, οἱ οὐρανοί τόν Ἀστέρα, οἱ Μάγοι τά δῶρα, οἱ Ποιμένες τά θαῦμα, ἡ γῆ τό σπήλαιον, ἡ ἔρημος τήν φάτνην, ἡμεῖς δέ Μητέραν Παρθένον». Προστίθενται, ἀκόμα, τά ζῶα, τά φυτά, πού ἐκπροσωποῦν τό ζωικό καί φυτικό βασίλειο.
Σέ βραχῶδες τοπίο εἰκονίζεται σπήλαιο μέ τή Θεοτόκο πάνω σέ στρωμνή καί τόν Χριστό δίπλα της σπαργανωμένο σέ φάτνη. Ἔξω ἀπό τό σπήλαιο διαδραματίζονται διάφορες σκηνές, πού συνδέονται μέ τό γεγονός τῆς Γεννήσεως. Οἱ ποιμένες δέχονται ἀπό τούς ἀγγέλους τό χαρμόσυνο ἄγγελμα. Οἱ σοφοί Μάγοι ἀπό τήν Ἀνατολή, Βαλτάσαρ, Μελχιόρ καί Γάσπαρ ἔρχονται καθοδηγούμενοι ἀπό τόν ἀστέρα νά προσφέρουν τά πολύτιμα δῶρα τους, χρυσό καί λίβανο καί σμύρνα, στό νεογέννητο Θεῖο Βρέφος.
Στό κάτω μέρος τῆς παράστασης τῆς Γέννησης εἰκονίζονται δύο ἀκόμα σκηνές, παρμένες ἀπό τήν Ἱερά Παράδοση. Ἀριστερά ὁ Ἰωσήφ καθισμένος κοιτάζει σκεπτικός καί ἐκστατικός τήν ἐκ Παρθένου Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου. Δεξιά ἀπεικονίζεται τό πρῶτο λουτρό πού δέχεται ὁ Χριστός ὡς βρέφος.
Ἡ στάση τῆς Θεοτόκου δηλώνει δογματικές ἀντιλήψεις. Ἡ Παναγία εἰκονίζεται ἄλλοτε καθισμένη κοντά στή φάτνη, ἄλλοτε ἀνακεκλιμένη, ἄλλοτε γονατιστή καί πιό σπάνια νά θηλάζει. Στίς περιπτώσεις πού ἡ Παναγία εἰκονίζεται νά κάθεται δείχνοντας ὅτι δέν πέρασε τίς ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ τονίζεται ἡ θεία προέλευση τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Παρθένο Μητέρα Του.
Τέτοια περίπτωση εἶναι ἡ ἀπεικόνιση τῆς Παναγίας στή σκηνή τῆς Γέννησης (1280) στήν ἐκκλησία τῆς Παναγίας τοῦ Μουτουλλᾶ, κοντά στήν ὁροσειρά τοῦ Τροόδους. Οἱ περισσότερες ὡστόσο παραστάσεις δείχνουν τήν Παναγία ξαπλωμένη σέ στρωμνή νά ξεκουράζεται, ἀποδεικνύοντας τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ θείου καί τήν πραγματικότητα τοῦ γεγονότος.
Γύρω ἀπό τό κεντρικό θέμα μέ τήν Παναγία καί τόν Χριστό, ἡ ἀπεικόνιση συμβάντων μέ μή ἱερά πρόσωπα δίνει τήν εὐχέρεια στόν τεχνίτη νά ἀποδώσει χαριτωμένες βουκολικές κυρίως σκηνές καί νά ἀποτυπώσει μέ ἀφέλεια καί ρεαλισμό στοιχεῖα καί στιγμιότυπα τῆς καθημερινῆς ζωῆς.
Μέσα ἀπό τίς ἀπεικονίσεις τῆς Γέννησης μπορεῖ κανείς νά παρακολουθήσει τήν πορεία τῆς βυζαντινῆς τέχνης καί εἰδικότερα τῆς ζωγραφικῆς στήν Κύπρο άπό τά μεσοβυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα. Ἡ Κύπρος βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος τῆς Κωνσταντινούπολης καί ἔχει στενές σχέσεις μέ αὐτή.
Αὐτοκράτορες καί ὑψηλά ἱστάμενοι ἀξιωματοῦχοι γίνονται ἱδρυτές μονῶν καί ἀναλαμβάνουν τή δαπάνη ἀνέγερσης καί τοιχογράφησης ἐκκλησιῶν. Κωνσταντινουπολίτες ζωγράφοι ἔρχονται νά ἱστορήσουν ναούς καί μοναστήρια. Ἀνάμεσά τους ζωγραφισμένη στά 1192 καί ἡ ἐκκλησία τῆς Παναγίας τοῦ Ἄρακος στήν ὁποία σώζεται ἡ πιό παλιά ἀκέραιη παράσταση τῆς Γέννησης στήν Κύπρο, ἀπό τά ἀριστουργήματα τῆς βυζαντινῆς τέχνης σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο.
Ἡ ὑστεροκομνήνεια παράδοση ἐπιβιώνει στήν Κύπρο καί μετά τήν κατάληψή της ἀπό τούς Σταυροφόρους στά 1911. Ἀποκομμένη ἀπό τήν τέχνη τῆς πρωτεύουσας δέχεται ἐπιδράσεις ἀπό τήν Ἀνατολή καί τή λεγόμενη σταυροφορική τέχνη. Δεῖγμα τῆς ζωγραφικῆς αὐτῆς εἶναι τοιχογραφίες στήν ἐκκλησία τῆς Παναγίας τοῦ Μουτουλλᾶ.
Κατά τόν 14ο αἰώνα οἱ ἐπαφές μέ τό Βυζάντιο ἀποκαθίστανται ἐν μέρει καί ἡ ζωγραφική τῆς Κύπρου γνωρίζει τήν παλαιολόγεια τέχνη. Στό πλαίσιο αὐτό ζωγραφίζεται ἡ Παναγία νά θηλάζει τό Χριστό στή σκηνή τῆς Γεννήσεως στόν ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Στέγης, τό ὁποῖο θέμα στή συνέχεια θά γνωρίσει ἰδιαίτερη διάδοση κυρίως σέ φορητές εἰκόνες.
Ἐξάλλου, Κύπριοι σπουδάζουν στήν Ἰταλία καί γνωρίζουν τήν τέχνη καί τίς ἀντιλήψεις τῆς Ἀναγέννησης. Τίς σχέσεις αὐτές μαρτυρεῖ σειρά τοιχογραφιῶν, ὅπως αὐτές στό παρεκκλήσιο τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Λαμπαδιστῆ, στόν Καλοπαναγιώτη, γύρω στά 1500.
Στό β΄ μισό τοῦ 15ου αἰώνα ἀναπτύσσεται ἡ Κυπριακή Σχολή ζωγραφικῆς, ἡ ὁποία διατηρεῖ ἀφενός τή μακροχρόνια παράδοση τῆς βυζαντινῆς ζωγραφικῆς καί ἀφετέρου ἀφομοιώνει τίς ἐπιδράσεις τῆς ἰταλικῆς τέχνης. Ἡ τέχνη αὐτή ἔδωσε μεγάλο ἀριθμό τοιχογραφιῶν καί φορητῶν εἰκόνων σ’ ὁλόκληρη τήν Κύπρο. Μεταξύ αὐτῶν οἱ τοιχογραφίες τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς Ἁγίου Νεοφύτου στήν Πάφο, οἱ ὁποῖες ἀποδίδονται στόν γνωστό κρητικό ζωγράφο Θεοφάνη (16ος αἰώνας), ὅπου στίς σκηνές τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου περιλαμβάνονται ἐπεισόδια ἀπό τή Θεία Γέννηση, ὡς ἐπίσης καί οἱ τοιχογραφίες στίς ἐκκλησίες Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι στήν Πλατανιστάσα (1505) καί τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Λαμπαδιστῆ στόν Καλοπαναγιώτη (16ος αἰώνας).
Ἡ Ὀρθόδοξη κατ’ Ἀνατολάς Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ ξύλινους φορητούς πίνακες μέ θρησκευτικές παραστάσεις, ὅπως τά ἐπιστύλια, πού τοποθετοῦσαν πάνω ἀπό τό τέμπλο καί οἱ φορητές εἰκόνες γιά τό εἰκονοστάσι καί τό προσκυνητάρι.
Τό θέμα τῆς Γέννησης ἀπαντᾶται σέ ἐπιστύλια, ἤδη ἀπό τόν 13ο/14ο αἰώνα. Ἡ δημιουργία τῶν ψηλῶν ξυλόγλυπτων εἰκονοστασίων κατά τόν 16ο αἰώνα συμπεριέλαβε καί εἰκόνες ἀπό τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, τό Δωδεκάορτο. Ἀνάμεσα στίς εἰκόνες τῆς Γέννησης ξεχωρίζουν αὐτές ἀπό τή Μόρφου, Δερύνεια, τό Κλωνάρι καί τό Κούρδαλι.
Στά 1571 ἡ Κύπρος καταλαμβάνεται ἀπό τούς Ὀθωμανούς Τούρκους καί ὑπάγεται ὑπό τό ἴδιο καθεστώς μέ τόν ὑπόλοιπο βυζαντινό κόσμο. Ἡ βυζαντινή παράδοση ἐπιβιώνει ἀναπτύσσοντας τήν τοπική μεταβυζαντινή τέχνη, ὅπως αὐτή παρουσιάζεται μέσα ἀπό εἰκόνες, χρυσοκεντήματα, ἔργα ξυλογλυπτικῆς καί ἀργυροχρυσοχοΐας. Χαρακτηριστικό δεῖγμα ὕστερης μεταβυζαντινῆς ζωγραφικῆς στήν Κύπρο εἶναι οἱ τοιχογραφίες τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τῶν ἐτῶν 1740-1750 στή Λευκωσία, ἐνυπόγραφο ἔργο τοῦ ζωγράφου Φιλάρετου, ὅπου ἡ σκηνή τῆς Γέννησης ἀντλεῖ τή θεματογραφία της ἀπό δυτικό χαρακτικό.
Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐκτός ἀπό τίς σκηνές τοῦ Δωδεκάορτου, ἱστορεῖται ἀπό τόν 18ο αἰώνα καί ἑξῆς σέ κόγχες τῆς ἁγίας πρόθεσης, παράλληλα μέ τήν Ἄκρα Ταπείνωση καί τόν Χριστό Ἄρτο τῆς Ζωῆς. Ἐνδεικτικά ἀναφέρονται οἱ τοιχογραφίες στούς κατεχόμενους ναούς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στήν ἐντός τῶν τειχῶν πόλη τῆς Λευκωσίας, τοῦ Ἁγίου Μέμνονος καί τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου στά Βαρώσια, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ἐξορινοῦ στή μεσαιωνική Ἀμμόχωστο τοῦ 20οῦ αἰώνα κ.ἄ.
Τά Κυπριακά Ταχυδρομεῖα ἤδη ἀπό τή δεκαετία τοῦ 1960 συμπεριέλαβαν στίς ἐτήσιες ἐκδόσεις τούς χριστουγεννιάτικα γραμματόσημα, μέ ἀπεικονίσεις ἀπό ἐκκλησίες τῆς Κύπρου, προβάλλοντας τή θρησκευτική κληρονομιά τοῦ τόπου. Τά γραμματόσημα αὐτά ἀποτελοῦν ἀπό μόνα τους μικρά ἔργα τέχνης.
Ἀντιπροσωπευτικά δείγματα ἀποτελοῦν τά δύο γραμματόσημα πού κυκλοφόρησαν στίς 24 Νοεμβρίου 1969, μέ τήν ἀπεικόνιση τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς ναούς τῆς Παναγίας τοῦ Ἄρακα (1192) καί τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Στέγης (14ος αἰώνας), μέ σχεδιαστή τόν γνωστό χαράκτη Α. Τάσσο.
Στίς 22 Νοεμβρίου 1971, κυκλοφόρησαν τρία γραμματόσημα μέ λεπτομέρειες ἀπό τή σκηνή τῆς Γέννησης, ἤτοι τῶν Μάγων, τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Χριστοῦ στό σπήλαιο καί τῶν Ποιμένων.
Στίς 20 Νοεμβρίου, κυκλοφόρησαν καί πάλι μέ σχεδιασμό τοῦ Α. Τάσσου ἐντυπωσιακό φεγιέ μέ τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ (1505) ἀπό τόν ναό τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι στήν Πλατανιστάσα, καθώς καί τρία γραμματόσημα μέ λεπτομέρειες τῆς προαναφερθείσας παράστασης.
Στίς 2 Δεκεμβρίου 1974, ἀπό τά τρία χριστουγεννιάτικα γραμματόσημα τά δύο ἀπεικονίζουν τήν προσκύνηση τῶν Μάγων καί τή Φυγή στήν Αἴγυπτο, τήν προσφυγοποίηση δηλαδή τοῦ Χριστοῦ γιά νά γλυτώσει τή ζωή του ἀπό τίς δολοφονικές διαθέσεις τοῦ Ἡρώδη!
Στίς 15 Νοεμβρίου 1976, ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ (1544), ἔργο τοῦ Ἰωσήφ Χούρρη, ἀπό τό Δωδεκάορτο τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου θά ἀπεικονιστεῖ σέ ἕνα ἀπό τά τρία γραμματόσημα τῆς χριστουγεννιάτικης σειρᾶς.
Στά χρόνια πού ἀκολούθησαν οἱ χριστουγεννιάτικες σειρές ἐμπλούτισαν τή θεματολογίας του μέ ἀπεικονίσεις ἀγγέλων, τῆς Παναγίας μέ τό Βρέφος, μέ ἔργα ἐκκλησιαστικῆς ξυλογλυπτικῆς καί ἀργυροχοΐας κ.ἄ.
Τό φετινό χριστουγεννιάτικο γραμματόσημο (2023), εἶναι ἰδιαίτερα συμβολικό, ἀφοῦ ἡ παράστασή του προέρχεται ἀπό μνημεῖο τῆς κατεχόμενης γῆς μας. Σέ αὐτό ἀπεικονίζεται ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ (1961) στήν κόγχη τῆς πρόθεσης τοῦ περικαλλοῦς ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου στήν περίκλειστη πόλη τῆς Ἀμμόχωστου (Βαρώσια). Ἡ μοναδική αὐτή φωτογραφία ἀπό τό ἀρχεῖο τοῦ δρός Ἀνδρέα Φούλια καί τοῦ γράφοντος δημοσιεύεται γιά πρώτη φορά καί εἶναι ὅτι εἰκονιστικό ἀπέμεινε στόν λεηλατημένο τό 1974 ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη. Τό σχέδιο καί ἡ καλλιτεχνική ἐπιμέλεια εἶναι τῆς Χριστίνας Ὀλυμπίου καί τῆς Παναγιώτας Ἐπιφανίου.
Στήν τοιχογραφία μέ ἁπλοϊκό τρόπο καί σύμφωνα μέ τή ναζαρηνή τεχνοτροπία ἀποδίδεται ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἐνυπόγραφο ἔργο τοῦ ζωγράφου Κωνσταντῆ Σεργίου (1923-2003). Ἡ τοποθέτηση τῆς θείας Γέννησης στήν πρόθεση ἀποκτᾶ ἐνδιαφέρον, ἀφοῦ αὐτή συμβολίζει τό σπήλαιο τῆς Γέννησης καί τόν χῶρο τῆς προσκομιδῆς, δηλαδή τῆς ἑτοιμασίας τῶν τιμίων δώρων ἀπό τόν ἱερέα. Ἡ τοιχογραφία ἀποτελεῖ δέηση τοῦ Νικολάου Βραχίμη καί τῆς συζύγου του καί φέρει τήν ἡμερομηνία ἁγιογράφησης τῆς σκηνῆς, 26/5/1961.
Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα: 21.12.2023