Εὐαγγέλιο Ἁγίου Βαπτίσματος
Πρωτ. Κωνσταντίνου Λ. Κωνσταντίνου
Θεολόγου
(Ματθ. κη΄, 16-20)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ ἕνδεκα μαθηταί ἐπορεύθησαν εἰς τήν Γαλιλαίαν, εἰς τό ὅρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς. Καί ἰδόντες αὐτόν προσεκύνησαν αὐτῶ, οἱ δέ ἐδίστασαν. Καί προσελθῶν ὁ Ἰησοῦς, ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων· Ἐδόθη μοί πάσα ἐξουσία ἐν οὐρανῶ καί ἐπί γῆς. Πορευθέντες οὔν μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμίν· καί ἰδού, ἐγώ μέθ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.
Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα πού διαβάζεται στό μυστήριο τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος εἶναι οἱ τελευταῖοι πέντε στίχοι τοῦ Κατά Ματθαίον εὐαγγελίου. Τό ἴδιο κείμενο ἀποτελεῖ τό πρῶτο ἀπό τά ἕντεκα «ἑωθινά» εὐαγγέλια πού διαβάζονται τίς Κυριακές στήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί μᾶς περιγράφουν τά γεγονότα, ὅπως τά ἔζησαν οἱ Ἀπόστολοι, μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Στούς προηγούμενους στίχους, ὁ ἱερός εὐαγγελιστής Ματθαῖος, μέ λιτό τρόπο, ἀναφέρει τήν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστημένου Κυρίου στίς Μυροφόρες γυναῖκες. Τονίζει τήν ἐντολή πού ὁ Χριστός εἶπε νά μεταφέρουν στούς μαθητές Του: «ὑπάγετε ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τήν Γαλιλαίαν, κακεῖ μέ ὄψονται» (Ματθ. κη΄, 10). Οἱ μαθητές ἔπρεπε ἄμεσα νά φύγουν ἀπό τά Ἱεροσόλυμα ὅπου ἦταν κρυμμένοι καί φοβισμένοι, μετά τήν προδοσία, τή σταύρωση καί τόν θάνατο τοῦ διδασκάλου τους. Τούς καλεῖ νά πᾶνε στήν περιοχή τῆς Γαλιλαίας, γιά νά ἰδωθοῦν. Φτάνοντας ἐκεῖ, μέ θαυμαστό τρόπο ὁ Ἀναστᾶς Ἰησοῦς παρουσιάζεται μπροστά τους καί τούς ἀνακοινώνει πώς τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων ἔχει ὁλοκληρωθεῖ. «Ἐδόθη μοι πάσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς». Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος δέν εἶναι πλέον ὁ ταπεινός διδάσκαλος τῆς Ναζαρέτ, ὅπως ὅλοι τόν θεωροῦσαν. Εἶναι ἐκεῖνος πού ἕνωσε τά διεστῶτα καί ἀνέβασε πάλιν τήν ἀνθρώπινη φύση στά δεξιά τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ πού εἶχε τοποθετηθεῖ ἀπό τόν Δημιουργό στήν παραδείσια κατάσταση, πρίν ἀπό τήν παρακοή τῶν πρωτοπλάστων. Εἶναι αὐτός πού ἔδωσε τό δικαίωμα στόν ἄνθρωπο νά γίνει ξανά παιδί τοῦ Θεοῦ καί κληρονόμος τῆς αἰώνιας βασιλείας Του. Αὐτά εἶναι τά χαρμόσυνα νέα πού τούς στέλνει νά μεταδώσουν μέ τό κήρυγμά τους σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο. «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη». Σκοπός πλέον, τῆς ζωῆς τῶν Ἀποστόλων, εἶναι νά μάθουν ὅλα τά ἔθνη τήν ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Νά ἀκούσουν, ἀλλά καί νά ἀποδεχτοῦν πώς ὁ Θεός εἶναι ὁ σωτήρας μας. Ὅτι γεννήθηκε ἀπό τήν Ἁγία Παρθένο Μαρία, δίδαξε θαυματούργησε, ἔπαθε καί ἀναστήθηκε χαρίζοντας σέ ὅλους αἰώνια ζωή. Ὅπως μᾶς τονίζει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀποληται, ἀλλ’ ἔχη ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄, 16). Τόσο πολύ ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμο ὥστε ἔδωσε τόν μονάκριβό του Υἱό γιά νά μπορεῖ ὁ καθένας πού πιστεύει σέ αὐτόν, νά μή χάνεται, ἀλλά νά ἔχει ζωή αἰώνιο.
Ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση, γιά νά μπορέσουν οἱ Ἀπόστολοι νά προχωρήσουν στήν εἰσαγωγή τῶν ἀνθρώπων, διά τοῦ μυστήριου, μέσα στήν Ἐκκλησία. Οἱ τάξεις τῶν κατηχουμένων, καί κάθε κατηχητική προσπάθεια, εἶναι μέχρι καί σήμερα ἡ ἔμπρακτη προσφορά πού κάνει ἡ Ἐκκλησία γιά τή μετάδοση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως σέ κάθε ἕνα πού θέλει νά βαπτιστεῖ καί στή συνέχεια νά ἐμβαθύνει στίς ἀλήθειες τῆς πίστεως.
Ὁ Χριστός, ὅπως βλέπουμε στή συνέχεια, θεσπίζει τό μυστήριο τοῦ Ἁγίου βαπτίσματος. Εἶναι σαφής ἡ ἐντολή: «βαπτίζοντες αὐτούς». Ὁ ἴδιος ἔμπρακτα δέχτηκε τό βάπτισμα τοῦ Προδρόμου. Ὁ ἀναμάρτητος δέχτηκε νά βαπτιστεῖ βάπτισμα μετανοίας στόν Ἰορδάνη γιά νά δείξει τήν ὁδό πού πρέπει νά ἀκολουθοῦμε οἱ ἁμαρτωλοί. Μία πορεία ταπείνωσης καί μετάνοιας. Τώρα ὅμως ἀνοίγει ἕνα νέο δρόμο μπροστά στά παιδιά Του. Θά βαπτίζονται πλέον «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», θά ἔχουν τή σφραγίδα τοῦ ἰδίου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ Μέγας Βασίλειος μέ παραστατικό τρόπο ἀποτυπώνει στή θεία λειτουργία αὐτή τή μεγάλη προσφορά τοῦ Θεοῦ πρός τό ἀνθρώπινο γένος: «καί ἐμπολιτευσάμενος τῷ κόσμῳ τούτῳ, δούς προστάγματα σωτηρίας, ἀποστήσας ἡμᾶς τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων, προσήγαγε τῇ ἐπιγνώσει σου τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί Πατρός, κτησάμενος ἡμᾶς ἑαυτῷ λαόν περιούσιον, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον…» (Θεία Λειτουργία Μ. Βασιλείου). Μέ τήν παρουσία του ὁ Χριστός στόν κόσμο ἔκανε ὅ,τι χρειαζόταν γιά νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Τόν ἀπομάκρυνε ἀπό τήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας προσφέροντάς του τή γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Προσέλαβε – κληρονόμησε ὅλους ἐμᾶς σάν δικό του βασιλικό λαό, ἔθνος ἁγιασμένο.
Τό ἕνα καί μή ἐπαναλαμβανόμενο βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, κηρύττει «τήν συμφυΐα καί τήν ὁμοτιμίαν τῶν τριῶν προσκυνητῶν Προσώπων. Ξεκαθαρίζει δηλαδή πώς τό ὀρθόδοξο δόγμα εἶναι ἡ ἀλήθεια πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία καί δέν ἔχει σχέση μέ τίς πλάνες καμίας αἵρεσης ἀφοῦ: «εἷς ὁ ἐκ τούτων ἁγιασμός, μία ἡ πρός ταῦτα πίστις.»
Ἀναλογιζόμενοι τήν δωρεά αὐτή τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου μας, θά πρέπει νά συνεχόμαστε μέ φόβο, μήπως φερόμενοι ἀχάριστα προσβάλουμε τή μεγάλη αὐτή δωρεά. Τά λευκά ροῦχα πού μᾶς φόρεσαν οἱ ἀνάδοχοί μας κατά τή μέρα τῆς βάπτισης, πρέπει νά μᾶς θυμίζουν αὐτό τό φῶς τῆς θεότητας πού ἐνδυθήκαμε καί τήν ὑποχρέωση πού ἔχουμε νά διατηρήσουμε τόν χιτώνα τῆς ψυχῆς μας ἀμόλυντο, καθαρό. Νά μήν ἀφήνουμε τόν ρύπο τῆς ἁμαρτίας νά μαυρίζει τήν ψυχή μας καί νά μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος τονίζει: «διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή σωτηρία εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν. Οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι γιά τόν πιστό ἕνας κώδικας καλῆς συμπεριφορᾶς. Οὔτε ἕνα σύνολο κανόνων πού ἄν τούς παραβεῖ ἀμέσως ἐπέρχεται ἡ θεία δίκη καί τιμωρία. Οἱ θεῖες ἐντολές εἶναι ἔκφραση τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ καί ἐφαρμόστηκαν πρῶτα ἀπό τόν ἴδιο. Ἄν κάποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό καί θέλει νά ἑνωθεῖ αἰώνια μαζί Του, ὀφείλει να Τοῦ ὁμοιάσει. Πρέπει νά ἐκφράζεται, νά συμπεριφέρεται μέ τόν τρόπο τοῦ Θεοῦ. «Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνος ἐστίν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δέ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ πατρός μου, καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν» (Ἰωάν. ιδ΄, 21). Ἡ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν εἶναι ἐκδήλωση θείας ἀγάπης, πού θά γίνει αἰτία νά φανερωθεῖ ὁ Θεός μέ μυστικό, ἀλλά ἐμπειρικό τρόπο μέσα στήν καρδία τοῦ ἀνθρώπου.
Καλούμαστε μέ σοβαρότητα καί ὑπευθυνότητα νά προβληματιστοῦμε. Ἔχουμε πραγματικά μαθητεύσει ὅσον ἀφορᾶ τήν πίστη; Ἔχουμε σταθερή καί ἀκλόνητη πίστη; Καταλαβαίνουμε τίς ἀδυναμίες καί τίς μεταπτώσεις μας; Προσευχόμαστε στόν Θεό νά ἐνδυναμώσει τήν πίστη μας, ὥστε μέ ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη στό πρόσωπό Του νά ἀντιμετωπίζουμε τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς καί νά δεχόμαστε τά γεγονότα σάν τήν ἔκφραση τῆς Ἀγάπης Του, πού κατεργάζεται τή σωτηρία μας; Νά εἴμαστε βέβαιοι πώς μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα γίναμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνδυθήκαμε τόν Χριστό καί εἴμαστε παιδιά τοῦ οὐράνιου Πατρός μας. Βρισκόμαστε στήν κιβωτό τῆς σωτηρίας πού μέ ἀσφάλεια μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσει στήν αἰωνιότητα. Ἔχουμε ὑποχρέωση μέ αὐτοέλεγχο νά φροντίζουμε τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς μας. Νά ἀκοῦμε τή φωνή τῆς συνείδησης πού ἐπαναστατεῖ μέσα μας καί μᾶς ὑποδεικνύει τά σφάλματά μας. Τό μυστήριο τῆς μετανοίας, τῆς συνεχοῦς δηλαδή διόρθωσης τοῦ ἑαυτοῦ μας, πρέπει νά εἶναι πρώτιστο μέλημα καί φροντίδα μας. Χωρίς φόβους καί ἀπογοητεύσεις. Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ: «τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. ιη΄, 27). Ὅπου ἀδυνατοῦμε ἔρχεται νά ἀναλάβει τίς δυσκολίες μας. Στό μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης, πού εἶναι ἐπαναλαμβανόμενο καί ὀνομάζεται δεύτερο βάπτισμα, θά βροῦμε τόν Θεό νά μᾶς περιμένει γιά νά μᾶς συγχωρέσει, ἀλλά καί νά δέσει τά τραύματα πού μᾶς προκάλεσε ἡ ἁμαρτία. Ἡ ζωή μας θά ἔχει πραγματικό νόημα καί ἀξία, γιατί θά εἶναι ἡ κάθε στιγμή καιρός μετανοίας καί ἐλπίδας. Προσμονή γιά τή χαρά πού περιμένει τά τέκνα τοῦ Θεοῦ. Θά εἶναι ἀπό τώρα συνάντηση καί συμπόρευση μέ τόν Ἀναστημένο Χριστό, πού ὑπόσχεται νά βρίσκεται μαζί μας ὅλες τίς μέρες τῆς ζωῆς, μέχρι τή συντέλεια τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Τό κείμενο δημοσιεύτηκε στό περιοδικό «Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική», τεῦχος 54, Ἰανουάριος – Ἀπρίλιος 2023, σελ. 275-279.