Ὁμιλία στὸν ἅγιο μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο τὸν Στρατηλάτη (8 Φεβρουαρίου)
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Θεόδωρος ὁ μεγαλώνυμος καὶ μεγαλομάρτυς Στρατηλάτης, ὁ τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ ἐπώνυμος, ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ στήριγμα τῶν πιστῶν, ὁ μιμητὴς τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καὶ πρεσβευτὴς θερμότατος τῶν ὅσων τὸν ἐπικαλοῦνται, ὁ πολιοῦχος τοῦ χωριοῦ τούτου, ποὺ μὲ καύχηση ἐν Κυρίῳ πλουτεῖ τὸ εὐλογημένο του ὄνομα, μᾶς ἔχει συγκαλέσει καὶ ἐφέτος, ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, γιὰ νὰ τὸν τιμήσουμε καὶ δοξάσουμε μὲ ὕμνους καὶ ψαλμοὺς καὶ ἄσματα πνευματικά, καὶ γιὰ νὰ δοξολογήσουμε συνάμα τὸν «ἐνδοξαζόμενον ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ» Κύριο τῆς δόξης. Ποιά ὑπῆρξε ἡ ἰσάγγελη ἐπὶ γῆς ζωὴ τοῦ οὐρανόφρονος τούτου ἄνδρα καὶ πῶς ἀξιώθηκε τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς θεϊκῆς δόξας, θὰ διηγηθῶ μὲ συντομία ἀμέσως στὴν ἀγάπη σας.
Ἐπίγεια πατρίδα τοῦ οὐρανοπολίτη τούτου ἁγίου Θεοδώρου ὑπῆρξε ἡ μικρὴ πόλη Εὐχάϊτα κοντὰ στὴ γνωστὴ πόλη Ἀμάσεια τοῦ Πόντου, στὴ Μικρὰ Ἀσία. Χριστιανὸς ἀπὸ μικρὸς ὁ ἅγιος, ἐντάχθηκε σὲ νεανικὴ ἡλικία στὸν στρατό, ὅπου διέπρεψε γιὰ τὴν ἀνδρεία του. Ἡ γενναιότητά του στὴ στρατιωτικὴ τέχνη, ἀλλὰ καὶ ἡ ρητορική του δεινότητα κέρδισαν τὴν ἐκτίμηση τοῦ αὐτοκράτορα Λικινίου (307 – 324), ποὺ ἐξουσίαζε τὴν ἀνατολικὴ αὐτοκρατορία καὶ ἦταν γαμβρὸς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, καὶ τὸν διόρισε στρατηγὸ καὶ διοικητὴ τῆς μεγαλούπολης Ἡράκλειας τοῦ Πόντου. Ἐδῶ νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ Λικίνιος, παρὰ τὶς συμφωνίες ποὺ εἶχε συνάψει μὲ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο, ποὺ τότε ἐξουσίαζε ἀκόμη μόνο τὰ δυτικὰ μέρη τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, παρόλο λέω τὶς κοινὲς συνθῆκες περὶ Ἀνεξιθρησκείας τοῦ περίφημου Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων, ποὺ εἶχαν συνυπογράψει τὸ 313, ἀποδείχθηκε σύντομα ψεύστης καὶ παράσπονδος. Καί, ἀπὸ τὸ 314, ἄρχισε διωγμοὺς φοβεροὺς κατὰ τῶν Χριστιανῶν στὴν Ἀνατολή, ὁπόταν ἀναδείχθηκαν ἑκατόμβες μαρτύρων στὸν βωμὸ τῆς πίστης τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν λοιπὸν ἀνέλαβε τὸ ἀξίωμά του ὁ θεοφιλὴς καὶ ἀπὸ τὴ νεότητά του θερμὸς χριστιανὸς Θεόδωρος, δὲν δειλίασε ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τὰ δεινὰ βάσανα, ποὺ ἐπαπειλοῦσαν ὅποιο δήλωνε χριστιανός, ἀλλὰ ἀπτόητος φανέρωσε ἀμέσως τὸν θησαυρὸ τῆς ψυχῆς του. Φανέρωσε ὅτι ἦταν χριστιανός, καὶ ὄχι μόνο μέχρις ἐκεῖ! Ἀλλά, μὲ τοὺς φλογεροὺς λόγους του καὶ τὴν ἄνωθεν σοφία, ποὺ τοῦ ἔδωσε πλούσια ὁ Θεός, μετέστρεψε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ μεγάλο μέρος τῶν κατοίκων τῆς Ἡράκλειας. Γιὰ νὰ στερεωθεῖ μάλιστα καὶ ὁ ἴδιος στὸν πόθο ποὺ εἶχε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ στερεώσει τοὺς νεοπροσήλυτους τότε Χριστιανοὺς τῆς πόλης του στὴν ἀλήθεια τῆς πίστης μας, τί ἔκανε; Πληροφορήθηκε γιὰ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς δράκοντα σ᾿ ἕνα δάσος, κοντὰ στὴν Ἡράκλεια, ποὺ πολλοὺς περαστικοὺς ἀπ᾿ ἐκεῖ εἶχε θανατώσει καὶ τρομοκρατοῦσε ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς. Ὁπλισμένος μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ τὴν ἀήττητη δύναμη τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ, προχώρησε ἀτρόμητος μέσα στὸ δάσος καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Παντοδύναμου θανάτωσε τὸ τεράστιο ἐκεῖνο φίδι, ὡς σύμβολο τῆς νίκης, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἐπιφέρει μὲ τὸ μαρτύριό του καὶ ἐναντίον τοῦ νοητοῦ δράκοντα, τοῦ διαβόλου.
Πληροφορούμενος ὁ Λικίνιος τὴν ἀπρόσμενη χριστιανικὴ διαγωγὴ τοῦ εὐνοουμένου του, κάλεσε τὸν Θεόδωρο νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ στὴ Νικομήδεια, τότε ἕδρα τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ἀνατολῆς, γιὰ νὰ ἐξακριβώσει τὴν ἀλήθεια τῶν ὅσων ἄκουσε γι᾿ αὐτόν. Μὰ ὁ Θεόδωρος, γιὰ νὰ καταισχύνει καὶ ἐμπαίξει τὸν ἀσεβὴ Λικίνιο, ἀλλὰ καὶ νὰ στερεώσει μὲ τὸ μαρτύριό του τὴν πόλη, ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε παραχωρήσει νὰ διοικεῖ, ἐπινόησε ἕνα τέχνασμα: Ἀντιπρότεινε στὸν Λικίνιο νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ ἐκεῖνος στὴν Ἡράκλεια, φέρνοντας μαζί του τὰ χρυσὰ καὶ ἀργυρά του εἴδωλα, δῆθεν γιὰ νὰ τὰ λατρεύσει ὁ ἅγιος.
Παίρνοντας θάρρος καὶ ἀπὸ ἕνα θεϊκὸ ἐνύπνιο, ὅπου ὁ Κύριος τοῦ προανήγγειλε ὅτι ἦλθε ἡ ποθούμενη σ᾿ αὐτὸν ὥρα τοῦ μαρτυρίου, ἐπεφύλαξε στὸν αὐτοκράτορα μεγαλοπρεπὴ ὑποδοχή. Θαυμάζοντας αὐτὸς τὴν εὐταξία καὶ ὡραιότητα τῆς πόλης, πρότεινε στὸν Θεόδωρο νὰ δείξει καὶ δημόσια τὴν εὐλάβειά του στοὺς θεούς, προσφέροντας σ᾿ αὐτοὺς θυσία. Τότε ὁ Θεόδωρος τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ παραχωρήσει γιὰ τὸ βράδυ τὰ εἴδωλα τῶν θεῶν, ποὺ εἶχε φέρει μαζί του, γιὰ νὰ τὰ λατρεύσει τάχα ἰδιαιτέρως, ἐνῶ τὴν ἑπομένη θὰ τοὺς προσέφερε καὶ δημόσια θυσία. Πείσθηκε ὁ Λικίνιος, καὶ ἐκεῖνο τὸ βράδυ ὁ ἅγιος κατακομμάτιασε τὰ εἴδωλα καὶ πρωὶ πρωὶ διένειμε τὸ πολύτιμο μέταλλό τους στοὺς πτωχοὺς τῆς πόλης.
Μόλις τὰ ἔμαθε αὐτὰ ὁ Λικίνιος, ἔξαλλος ἀπὸ ὀργή, ποὺ τὸν εἶχε τόσο ἔντεχνα ἐξαπατήσει ὁ Θεόδωρος, πρόσταξε νὰ τὸν ὑποβάλουν ἀμέσως σὲ ποικίλα φοβερὰ βασανιστήρια: Τὸν μαστίγωσαν ἑκατοντάδες φορὲς σ᾿ ὅλο τὸ σῶμα, τοῦ ἔγδαραν τὸ δέρμα, τὸν ἔκαυσαν, τὸν ἔριξαν μετὰ ἀνεπιμέλητο στὴ φυλακὴ γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες, δίχως τροφὴ καὶ νερὸ καί, τέλος, τὸν σταύρωσαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἀλλὰ καὶ ἐπάνω στὸν σταυρὸ τὸν βασάνισαν ποικιλότροπα, πληγώνοντας καὶ τοξεύοντάς τον. Καὶ ὁ μεγαλόψυχος Θεόδωρος, ὁ κατὰ πάντα μιμητὴς τοῦ Ἐσταυρωμένου, οὔτε μικροψύχησε, οὔτε γόγγυσε, ἀλλ᾿ ὑπόμεινε μέχρι τέλους τὰ ἀφόρητα ἐκεῖνα κολαστήρια, δοξάζοντας τὸν Θεὸ καὶ εὐχόμενος γιὰ τοὺς βασανιστὲς καὶ φονευτές του. Ἀκόμη, ἐνεθάρρυνε τὸν πιστό του δοῦλο Οὔαρο νὰ καταγράφει λεπτομερῶς τὰ τοῦ μαρτυρίου του. Τὴ νύκτα ἐκείνη ἄφησαν τὸν ἅγιο σταυρωμένο, γιὰ νὰ ἀποθάνει. Ἀλλὰ ὁ Χριστός μας, γιὰ τὸν Ὁποῖο τόσα ἔπασχε ὁ γνήσιος του δοῦλος Θεόδωρος, δὲν τὸν ἄφησε ἀβοήθητο: Ἔστειλε ἅγιο ἄγγελο, ποὺ τὸν ἀποκαθήλωσε, τοῦ γιάτρεψε ὅλες τὶς πληγὲς καὶ τὸν ἐνεθάρρυνε νὰ ὑπομείνει μέχρι τέλους τὸν ἀγώνα τοῦ μαρτυρίου. Τὸ ἑπόμενο πρωί, τὸ μέγα τοῦτο θαῦμα ὁδήγησε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ πολλοὺς στρατιῶτες, ποὺ πῆγαν νὰ παραλάβουν τὸ νεκρό, ὅπως νόμιζαν, σῶμα τοῦ μάρτυρος.
Ὁ Λικίνιος, ἀντιλαμβανόμενος ὅτι τὰ τόσα θαύματα, ποὺ ἐνεργοῦσε ὁ Θεὸς διὰ τοῦ ἁγίου, θὰ προκαλοῦσαν καὶ τὴν ἐξέγερση τῆς πόλης ἐναντίον του, ἔστειλε ἄλλους στρατιῶτες, μὲ ἐντολὴ νὰ θανατώσουν χωρὶς ἄλλη χρονοτριβὴ τὸν Θεόδωρο. Ὁ ἅγιος παρουσιάστηκε γαλήνιος μπροστὰ στοὺς δημίους καί, ἀφοῦ σφραγίστηκε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ἔκλεινε τὸν αὐχένα καὶ ἔλαβε τὸν διὰ ξίφους θάνατο στὶς 8 Φεβρουαρίου περὶ τὸ ἔτος 320.
Σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες του, οἱ χριστιανοὶ μετέφεραν μὲ θριαμβευτικὴ πομπὴ τὸ ἅγιό του λείψανο στὸ πατρικό του σπίτι στὰ Εὐχάϊτα. Καὶ ὁ δικαιοκρίτης Θεός, γιὰ νὰ δοξάσει τὸν μέχρι θανάτου πιστό του δοῦλο Θεόδωρο, ἐνήργησε ἐκεῖ πλῆθος θαυμάτων ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, σὲ σημεῖο ποὺ ἀργότερα ἡ γενέτειρα πόλη του μετονομάσθηκε σὲ Θεοδωρούπολη.
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μᾶς προβάλλει ἀνάγλυφα στὶς μνῆμες τῶν ἁγίων, μέσα ἀπὸ τὴν ὑμνολογία, τὶς εἰκόνες καὶ τὰ συναξάριά τους, τὴ θαυμαστή τους ζωή, ὄχι μόνο γιὰ νὰ τοὺς τιμοῦμε υἱϊκὰ καὶ κατὰ χρέος, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μιμούμαστε τὸ ἔνθεο παράδειγμά τους. «Οἱ ἑορτὲς τῶν μαρτύρων», ὅπως θεολογεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «δὲν τελοῦνται μόνο κατὰ τὴν κατ᾿ ἔτος ἔλευση τῆς ἡμέρας μνήμης τους, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ ψυχικὴ διάθεση αὐτῶν ποὺ τοὺς τιμοῦν. Τί θέλω νὰ εἰπῶ; Μιμήθηκες μάρτυρα; Πόθησες καὶ ἀκολούθησες τὴν ἀρετή του; Ἔτρεξες στ᾿ ἀχνάρια τῆς θεϊκῆς φιλοσοφίας του; Καὶ νὰ μὴν εἶναι τότε ἡμέρα ἑορτῆς μάρτυρα, τέλεσες ἑορτὴ μάρτυρα. Διότι τιμὴ τοῦ μάρτυρα, εἶναι ἡ μίμησή του!» Κι ἐμεῖς, ποὺ συναθροισθήκαμε σήμερα ἐδῶ, νὰ τιμήσουμε τὸν μεγάλο πολιοῦχο τοῦ μικροῦ τούτου μὰ εὐλογημένου χωριοῦ, καλούμαστε στὴν κατὰ δύναμη μίμησή του. Τί ἀρετὲς εἶχε ὁ ἅγιος Θεόδωρος; Τὶς ἀκούσαμε στὸν βίο του: Πίστη θερμὴ καὶ ἀνυποχώρητη στὸν Χριστό, ἀγάπη θερμὴ σ᾿ αὐτόν, ἀρετὲς ποὺ τὸν ὁδήγησαν στὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον καὶ στὴν ἱεραποστολικὴ δράση γιὰ νὰ ὁδηγήσει ψυχὲς σκοτισμένες μὰ ἀθάνατες, «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε», στὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, στὸ φῶς τῆς ἀληθινῆς πίστης. Κι ὡς ἐπιστέγασμα τῶν πολλῶν καὶ μεγάλων του ἀρετῶν, ὁδηγήθηκε στὴν ἀτρόμητη ὁμολογία τῆς πίστης του ἐνώπιον τυράννων καὶ βασιλέων, καὶ ἔχυσε τὸ αἷμα του γιὰ τὴν ἀγάπη Ἐκείνου, ποὺ στὸν σταυρὸ κένωσε καὶ τὴν τελευταία ρανίδα τοῦ Παναχράντου αἵματός Του γιὰ τὴν ἀγάπη ἡμῶν τῶν ἀγνωμόνων καὶ ἀχαρίστων δούλων Του.
Ἡ ἐποχή μας, μὲ τοὺς τόσους ποικιλώνυμους πειρασμοὺς καὶ δοκιμασίες καὶ θλίψεις, τὴν ἀναστάτωση τῶν ἐθνῶν, τοὺς πολέμους, τὶς θεομηνίες, ποὺ ὅλα κυοφοροῦνται καὶ ἐμπνέονται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἀποστασίας, τῆς ἄρνησης δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ, εἶναι κατεξοχὴν ἐποχὴ ὁμολογίας Χριστοῦ καὶ μαρτυρίου. Φθάνει νὰ ρίξουμε μιὰ ματιὰ στὴ γειτονικὴ Συρία, ὅπου καθημερινὰ σχεδὸν τὸ ἀντίθεο μένος τῶν φανατικῶν μουσουλμάνων ἀναδεικνύει σύγχρονους μάρτυρες τῆς πίστης μας. Δὲν γνωρίζουμε ἂν ἐπιτρέψει καὶ σ᾿ ἐμᾶς τέτοια δοκιμασία ὁ Κύριος, καὶ μᾶς ζητήσει καὶ τέτοια ὁμολογία τοῦ αἵματος. Αὐτό, ποὺ ἀσφαλέστατα μᾶς ζητεῖται, εἶναι ἡ ζωή μας νὰ ἀποτελεῖ μιὰ ξεκάθαρη ὁμολογία Χριστοῦ, στὰ ἔργα καὶ στοὺς λόγους καὶ στὶς σκέψεις μας. Κι ἂν ἔτσι ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε, μὲ καθαρὴ πίστη καὶ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, μὲ μετάνοια καὶ ἐνσυνείδητη μυστηριακὴ ζωή, δὲν θὰ μᾶς ἀφήσει ὁ Θεός, ἀλλὰ θἄρθει τὸ ἔλεός Του πλούσιο, καὶ θὰ εὐλογήσει καὶ τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή μας, καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσει καὶ τῆς ἄλλης, τῆς ἀληθινῆς, τῆς μόνιμης καὶ αἰώνιας πατρίδας μας, μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου καὶ ὅλων τῶν μαρτύρων καὶ ἁγίων, καὶ ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας Θεοτόκου, μὲ τὴ Χάρη καὶ Φιλανθρωπία Του. Ἀμήν!