Οδοιπορικό: Τα μεγάλα «μυστικά» του χωριού Αγία Ειρήνη Κερύνειας
Οδοιπορικό και επιτόπια έρευνα του «Φιλελεύθερου» στο χωριό Αγία Ειρήνη της επαρχίας Κερύνειας, 10 περίπου χιλιόμετρα βόρεια της πόλης της Μόρφου, εκεί όπου εικάζεται πως βρίσκεται «θαμμένη» ακόμη, μαζί με τους μεγάλους ανεξερεύνητους θησαυρούς της (οι εντυπωσιακοί 2000 «πήλινοι στρατιώτες» της, τα ειδώλια δηλαδή, που ανακαλύφθηκαν το 1929, πιστεύεται πως ήταν μόνο ένα δείγμα), η αρχαία πόλη της Κύπρου, Κέρμεια.
Είναι κοινή πεποίθηση στην παγκόσμια αρχαιολογική κοινότητα πως αν δεν υπήρχε ένας φωτισμένος ιερέας (ο αγρότης-«παπάς» του χωριού Αγία Ειρήνη της επαρχίας Κερύνειας -ενός μικρού, σχεδόν άγνωστου στους περισσότερους, χωριού, μεταξύ του Κορμακίτη, του Διόριος, της Μόρφου και του Καλού Χωριού Μόρφου-, Προκόπιος) σήμερα η Κύπρος ίσως και να μην βρισκόταν σε περίοπτη θέση μεταξύ των σπουδαιότερων αρχαιολογικών ανασκαφών του κόσμου που έγιναν ποτέ, με τους περίφημους 2000 περίπου «πήλινους στρατιώτες» της (για την ακρίβεια ικέτες ενός πανάρχαιου ιερού) – μισό σχεδόν αιώνα προτού ανακαλυφθούν στην Κίνα οι περίφημοι «πήλινοι στρατιώτες» της, στο μαυσωλείο του πρώτου Κινέζου αυτοκράτορα Τσιν Σι Χουάνγκ.
Νοέμβριος του 1929: Ο παπα-Προκόπιος, ενώ καλλιεργούσε με το άροτρό του το χωράφι του, νότια της εκκλησίας του χωριού (η οποία, όπως μαρτυρούν και οι φωτογραφίες που δημοσιεύει σήμερα ο «Φιλελεύθερος» βρίσκεται σε πλήρη εγκατάλειψη, ημιερειπωμένη, και λίγο πριν καταρρεύσει) σκοντάφτει επάνω σε ένα άγαλμα αναστήματος ενός άνδρα. Ο ιερέας το έκρυψε στον αχυρώνα του σπιτιού του, εκεί το βρήκε η κόρη του, η Ελεγκού (που «αντζιελοσιάστηκεν μόλις το είδεν», σύμφωνα με τις προφορικές μαρτυρίες) στην οποία εξήγησε πως μάλλον πρόκειται για αρχαίο εύρημα– απ’ την επόμενη κιόλας μέρα το νέο είχε διαδοθεί στο χωριό.
Παρά τους διαπληκτισμούς και τις διενέξεις με ορισμένους κάτοικους της περιοχής, ώστε να σκάψουν μόνοι τους και ό,τι βρουν να το πουλήσουν σε αρχαιοκάπηλους, ο παπα-Προκόπιος εναντιώνεται, μιλά για «εθνικό καθήκον, για τον τόπον μας» και σπεύδει άμεσα στην Λευκωσία, στο Αρχαιολογικό Μουσείο, προτού τον προλάβει επικείμενη σύληση (λέγεται μάλιστα πως ο ίδιος μαζί με τον γαμπρό του, Ξενοφώντα, αλλά και με άλλους συγχωριανούς του, φύλαγαν τις επόμενες μέρες το χωράφι, προστατεύοντας τον «θησαυρό»).
Ήταν -συμπωματικά- η περίοδος που η αρχαιολογική Σουηδική Αποστολή, βρισκόταν στην Κύπρο, με τους (νεαρούς, ακόμη τότε) Einar Gjerstad, Erik Sjoqvist και Alfred Westholm επικεφαλής. Οι Σουηδοί, οι οποίοι αντιλαμβάνονται αμέσως τη σπουδαιότητα του αγάλματος που ανακάλυψε ο ιερέας σπεύδουν αμέσως στο χωριό και στο χωράφι του– κι αυτή έμελλε να γίνει η σημαντικότερη, από τις πολλές (μεταξύ άλλων σε Έγκωμη, Κυθρέα, Ιδάλιον, Βουνί, Μάριον, Σόλους κ.α.), ανακάλυψή τους στην Κύπρο, μεγάλο μέρος της οποίας -1500 από αυτά τα ειδώλια-, βρίσκεται σήμερα σε περίοπτη θέση (αφού αυτό είχε προσυμφωνηθεί με τους Άγγλους, κάτι που ορισμένοι αρχαιολόγοι ονομάζουν σήμερα ως «νόμιμη κλοπή») στο Μουσείο Μεσογειακών Αρχαιοτήτων της Στοκχόλμης (Medelhavsmuseet), το οποίο ιδρύθηκε το 1954, ενώ ένα μικρότερό της μέρος -500 περίπου ειδώλια-, στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Λευκωσίας.
«Τον Δεκέμβριο του 1929», όπως είναι καταγεγραμμένο από τους Σουηδούς, με μετέπειτα λεπτομερείς έρευνές τους «η Αποστολή φέρνει τελικά στο φως κάτι μοναδικό σε ολόκληρο τον κόσμο: Ένα ασύλητο υπαίθριο ιερό, στον χώρο του οποίου βρέθηκαν, μεταξύ άλλων, 2000 (!) περίπου πήλινα αγάλματα που απεικόνιζαν ανδρικές -ως επί το πλείστον- μορφές και βοοειδή ζώα, τα οποία ήταν τοποθετημένα ως αναθήματα σε ημικύκλιο, γύρω από τον βωμό του ιερού. Όλα απείραχτα! Οι ανδρικές μορφές έφεραν πολεμική ενδυμασία αλλά δεν ήταν οπλισμένες, και μαζί με τα ειδώλια ταύρων και τα άρματα παρέπεμπαν στη λατρεία μιας ανδρικής θεότητας».
Γράφει το 1929 στις σημειώσεις του ο Einar Gjerstad, για τη «μαγική ανασκαφή», αλλά και για την επιβλητική μορφή του πατέρα Προκόπιου: «Άρχισε η ανασκαφή. Ο παπα-Προκόπιος πήγε στο χωράφι για να ευλογήσει τη δουλειά μας. Άπλωσε τα χέρια, μέσα από τα μακριά μανίκια του ράσου του, σαν σε ικεσία {…} Ο Ερρίκος (σ.σ. ο Erik Sjoqvist) μετρά και σχεδιάζει, κρατά σημειώσεις και παίρνει φωτογραφίες. Πλήθος από αγαλματίδια, πολλά πολεμικά άρματα που τα τραβούν τέσσερα άλογα και τα επανδρώνουν ηνίοχοι και πολεμιστές με πλήρη πανοπλία, μερικά μπρούντζινα αγαλματίδια και μεγάλος αριθμός αγαλμάτων σε φυσικό μέγεθος. Και, όλα αυτά, τακτοποιημένα σε πλατιά ημικύκλια γύρω από έναν πέτρινο βωμό…».
Στα επικείμενα ερωτήματα «ποιας χρονολογίας είναι το Ιερό;», «με ποια αρχαία πόλη συνδέεται;» και «ποια θεότητα -ή θεότητες- λατρευόταν σ’ αυτό;» οι απόψεις των αρχαιολόγων και των μελετητών αρχικά διίστανται, με επικρατέστερη την εξής εκδοχή: Η μακροχρόνια Ιστορία του ιερού χωρίζεται σε τρεις διαδοχικές χρονολογικές φάσεις, που καλύπτουν τις περιόδους από την τελευταία φάση της Εποχής του Χαλκού, 1200-1050 π.Χ., 1050-625 π.Χ. και 625-500 π.Χ. Το τέλος του έβδομου αιώνα π.Χ., που συμπίπτει με την αρχή της τρίτης και τελευταίας φάσης του ιερού, προαναγγέλλει τη σημαντικότερη περίοδο της Ιστορίας του. Στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. το ιερό καταστρέφεται από πλημμύρα και εγκαταλείπεται, για να χρησιμοποιηθεί για λίγο πάλι τον 1ο αι. π.Χ.
Από την άλλη, ο δρ. Θεόδωρος Μαυρογιάννης, καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, σε συνέντευξή του στον «Φιλελεύθερο», πριν από έξι χρόνια, θα κάνει μία περεταίρω σημαντική ανάλυση της σπουδαίας αυτής ανακάλυψης: «Η Σουηδική Αποστολή κατέταξε τα ειδώλια αυτά στην Κυπροαρχαϊκή εποχή, η οποία όμως έχει υπερβολικά μεγάλη διάρκεια (8ος-6ος αι. π.Χ.). Εγώ, τα χρονολόγησα στον 7ο αιώνα, την περίοδο 650-625 π.Χ., βάσει της τεχνικής της κοροπλαστικής με την οποία έγιναν τα μεγαλόσωμα πήλινα αγάλματα. Επίσης, βασίστηκα στο πώς είναι ενδεδυμένοι αυτοί οι άνδρες, αλλά και στην πολιτική Ιστορία της περιόδου 650-600 π.Χ. στην Ανατολική Μεσόγειο και στον ανταγωνισμό των Ασσυρίων με τον Αιγύπτιο Φαραώ Ψαμμήτιχο Α’. Βασίστηκα, τέλος, και στη σύγκριση με την παράλληλη αναβίωση του Ελληνισμού στο εμπόριο της Ναυκράτεως, στο Δέλτα του Νείλου, περί το 600 π.Χ., όπου και ιδρύεται το Ελλήνιον. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι 2000 άοπλοι “στρατιώτες” της Αγίας Ειρήνης έχουν στην κεφαλή τους τον πίλο ή τον κώνο ασσυριακού τύπου, που συνοδεύεται ενίοτε με περίζωμα αιγυπτιακού τύπου. Ωστόσο, πρόκειται για “στρατιώτες” που “μιλούσαν” ελληνικά, όπως αναντίρρητα αποδεικνύεται από τη στήλη του Ασσύριου βασιλιά Εσαρχαδδών (663 π.Χ.) στην οποία μνημονεύονται οι βασιλείς της Κύπρου, με τα ελληνικά τους ονόματα».
Το «άγνωστο» χωριό της Αγίας Ειρήνης
Όπως οι περισσότεροι κάτοικοι του τόπου μας, ούτε κι εγώ γνώριζα την ύπαρξη αυτού του «μαγικού» σε φυσικό κάλλος μικρού μικτού (μέχρι το 1974) χωριού της Κύπρου, περιβαλλόμενου από τρία -διαφορετικής βλάστησης- δάση, με προέκταση στον κόλπο της Μόρφου και την άγριά της θάλασσα, μέχρι που μία μου επίσκεψη στην Μόρφου και προχωρώντας στον δρόμο που οδηγούσε στο Διόριος ώστε, μέσω Μύρτου, και κάνοντας μια κυκλική κυριακάτικη βόλτα ανάμεσα στα στρατοκρατούμενα χωριά Ασώματο, Κοντεμένο, Σκυλλούρα και Άγιο Βασίλειο, να επέστρεφα στην Λευκωσία– λίγο πριν φτάσω στην στροφή που οδηγεί προς τον Κορμακίτη, η ταμπέλα προς «Akdeniz» (όπως ονομάζεται σήμερα η Αγία Ειρήνη), με έκανε να σταματήσω. Και έστριψα αριστερά.
Οι «αποκαλύψεις» ήταν διαδοχικές, προχωρώντας μέσα από ένα παρθένο αγρελλόδασος από την μία μεριά του μικρού δρόμου και το πυκνό δάσος του Κορμακίτη από την άλλη, με τα πεύκα, τα κυπαρίσσια, τους λίγους ευκαλύπτους, τους πυκνούς θάμνους, τη σπάνια χλωρίδα και πανίδα του τόπου που φαίνεται να αυτοπροστατεύεται καλά. Μέχρι που έφτασα στην είσοδο του χωριού και είδα τις (κακέκτυπες) απομιμήσεις του «πήλινου στρατού» που δημιούργησαν (μάλλον πρόσφατα) οι Τούρκοι, οι οποίοι σε «καλωσορίζουν» στον τόπο «γέννησής» τους.
Ανάμεσα στα σπίτια του Αβράμη του Ξυστού, του Καπνουλλά, του Τζιυρκαλλή και του Κελεπέσιη (όπως θα με διαφώτιζε στην πορεία της έρευνάς μου, μέσω της εξαιρετικής μελέτης του, ο δρ. Χαράλαμπος Αναστασιάδης, με καταγωγή από την Αγία Ειρήνη, με τον οποίο θα μιλούσα στο τηλέφωνο, μετά την τρίτη μου επίσκεψη στο χωριό του), θα μάθαινα, για πρώτη φορά, τα μεγάλα «μυστικά» αυτής της μοναδικής γης– γνωστά σε μια μερίδα επιστημόνων, αλλά όχι στο «μεγάλο» κοινό, ακόμη και πριν από το 1974.
Θα μάθαινα π.χ. για τον Παχύαμμο, το Παλαιόκαστρον, το Στόμαν του Αλουπού, το Δημοτικό Σχολείο (το οποίο σήμερα κατοικείται ως σπίτι) που βρισκόταν δίπλα από την μικρή εκκλησία των λίγων (περίπου 100) ελληνοκύπριων κατοίκων του μικτού αυτού χωριού, το υδραγωγείο, τη χαρακτηριστική βρύση και τη δεξαμενή που πλέον δεν υπάρχουν. Κι ύστερα, οδηγώντας νότια της εκκλησίας, μέσα από έναν χωματόδρομο, και με διαδρομή δύο περίπου χιλιομέτρων, πολύ κοντά στους συλημένους βασιλικούς τάφους της Αγίας Ειρήνης, θα μου αποκαλυπτόταν ό,τι πιο μαγικό, ως εικόνα, «κρύβει» ο τόπος μας (ίσως περισσότερο, λόγω έκτασης, κι από τον Παχύαμμο της Καρπασίας): Η πλατιά, αμμώδης, «παρθένα» παραλία – πανέμορφη κι άκτιστη για πάρα πολλά χιλιόμετρα, μέχρι εκεί που φτάνει η ματιά σου, και διατηρώντας τον «μύθο» (ή την αυτοπροστασία της στην «ανάπτυξη») για «επικίνδυνα ρεύματα» στα οποία δεν πρέπει να συρθείς. Είναι, όμως, μόνο αυτά που φαίνονται η Αγία Ειρήνη;
Μια αρχαία, κρυμμένη πόλη, κάτω από την άμμο και το χώμα;
Σε έγγραφο του Ιεροκλή, στον «Συνέκδημό» του, που δημοσιεύει ο δρ. Χαράλαμπος Αναστασιάδης στην μελέτη του (η οποία δεν κυκλοφορεί πια στα βιβλιοπωλεία), αναφέρεται ως μία από τις 13 μεγαλύτερες πόλεις της Κύπρου (μεταξύ των οποίων, η Ταμασός, η Αμαθούντα, οι Σόλοι, η Πάφος, το Κίτιον κ.λπ.) και η πόλη Κιρβοία. Είναι η ίδια πόλη την οποία ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος ονομάζει Κέρμια (διαχωρίζοντάς την, ωστόσο, από την Κέρμια της Λευκωσίας, αλλά και από το χωριό Θέρμια της επαρχίας Κερύνειας, ως ξεχωριστό βασίλειο κι από το κοντινό βασίλειο των Σόλων), ενώ μετέπειτα μελετητές, όπως ο Γεώργιος Φραγκούδης, ο Λουδοβίκος Ρος το 1845, ο Αθανάσιος Σακελλάριος και ο Ιερώνυμος Περιστιάνης την αναφέρουν ως Κέρμιαν ή Κέρβειαν, ενώ ο Νέαρχος Κληρίδης και ο Μάριος Στυλιανού, την ονομάζουν πια Κέρμεια.
Όλοι συγκλίνουν πάντως πως αυτή η αρχαία πόλη, η μοναδική που δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμη στην Κύπρο, και για την οποία δεν είναι ακριβής ακόμη η τοποθεσία της, βρίσκεται σίγουρα πέριξ του χωριού της Αγίας Ειρήνης (σε αυτό συγκλίνουν και οι τελευταίες αρχαιολογικές εργασίες που έγιναν στο χωριό, στις περιοχές του Παλαιόκαστρου και του Χάραγκα, από την Ιταλική Αρχαιολογική Αποστολή του Ινστιτούτου Μυκηναϊκών και Αιγαιοανατολικών Σπουδών, την περίοδο 1970-1972 – ουσιαστικά, καμία αρχαιολογική σκαπάνη δεν ανέσκαψε στην Αγία Ειρήνη τα τελευταία 55 περίπου χρόνια).
Σε συνέδριο δε που διοργανώθηκε πριν από μερικά χρόνια για τη σπουδαιότητα του αρχαιολογικού χώρου της Αγίας Ειρήνης, με πρωτοβουλία του επί χρόνια κοινοτάρχη του χωριού, Δήμου Γιάγκου, η αγωνία για το μέλλον του «θησαυρού» που κρύβει η Αγία Ειρήνη εκφράστηκε, τότε, ποικιλοτρόπως: Υπάρχουν στην περιοχή αρχαιοκάπηλοι οι οποίοι προχωρούν μόνοι τους (και σιωπηλά) σε ανασκαφές -υπό την ανοχή κάποιων-, πουλώντας ανεκτίμητης αξίας κυπριακούς θησαυρούς της Κύπρου στο εξωτερικό; Ήταν μόνο οικονομικό το θέμα της μη επανάληψης αρχαιολογικών ανασκαφών στην περιοχή, εδώ και μισό περίπου αιώνα (μέσω ίσως ευρωπαϊκών κονδυλίων), μέχρι να έρθει στο φως μία αρχαία πόλη, η οποία, όλοι εικάζουν, πως βρίσκεται θαμμένη στο υπέδαφος και περιμένει την στιγμή της για να αποκαλυφθεί; Ποια ήταν η θέση της αρχαίας Κέρμειας (ή Κερβοίας ή Κυρβοίας) ανάμεσα στις υπόλοιπες πόλεις-κράτη της Κύπρου; Κι αν ήταν η μοναδική μέσα σε μια μεγάλη έκταση της βορειοδυτικής Κύπρου, στο κέντρο του κόλπου της Μόρφου, μήπως τότε και οι «θησαυροί» που κρύβει αυτή η πόλη είναι ανεκτίμητης αρχαιολογικής αξίας, που θα δώσουν απαντήσεις και σε πολλά άλλα επιστημονικά ερωτήματα;
Στις επισκέψεις μου στην Αγία Ειρήνη τους τελευταίους πέντε μήνες, πρόσεξα πάντως δύο μεγάλα κτήρια να χτίζονται στην πλευρά όπου βρίσκονται οι συλημένοι βασιλικοί τάφοι, κοντά στον χωματόδρομο που οδηγεί στη θάλασσα, χωρίς να γνωρίζω τι είναι (πιθανολογώ ξενοδοχεία, ή χώροι φιλοξενίας). Επίσης, η Κατερίνα Ατταλίδου γράφει στο βιβλίο της «Στον ίδιο τόπο» πως έχει μάθει ότι «ξένοι αγοράζουν στην Αγία Ειρήνη τη γη με το στρέμμα, χωρίς καν να την δουν!».
Γιατί, άραγε; Κι αν οι πληροφορίες είναι σωστές, τι επίκειται να γίνει σε αυτό το «παρθένο» (ακόμη!) έδαφος, επάνω -ίσως- από μερικούς ακόμη αρχαίους τάφους, κάποιο αρχαίο θέατρο ή γυμνάσιο που το σκεπάζει το χώμα, περίτεχνα μωσαϊκά ή σπάνιες βασιλικές που «πραστατεύουν» πεισματικά (για πόσο ακόμη;) οι αμμόλοφοι του μοναδικής ομορφιάς και αξίας αυτού τόπου;
Ελεύθερα, 21.7.2024
Πηγή: philenews.com