Ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων
Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Γεωργίου
Τό γύρισμα τοῦ χρόνου μᾶς φέρνει καί πάλι μπροστά στό μεγάλο καί ἀνεπανάληπτο γεγονός τῆς κατά σάρκα Γέννησης τοῦ Χριστοῦ. Θεωρητικά ἡ ὑπόθεση τῶν Χριστουγέννων μᾶς εἶναι γνωστή. Κι ἄλλες φορές ἀκούσαμε, ἀλλά καί κάθε χρόνο, τά γεγονότα ἐξιστοροῦνται στήν Ἐκκλησία κατά τίς ἀκολουθίες τῶν ἡμερῶν αὐτῶν. Αὐτόν πού ὁ Θεός προανήγγειλε ὅτι θά ’στελλε στή γῆ, τόν Γιό Του τόν μονογενή, ἀπό τή γενιά τοῦ Ἀβραάμ καί τοῦ Δαβίδ, τόν βλέπουμε νά γεννᾶται ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, ταπεινός κι ἄσημος στή Βηθλεέμ, “τήν Γῆν Ἰούδα”. Γεγονός ἄμεσα συνυφασμένο μέ τή μεγάλη γιορτή τῶν Χριστουγέννων, πού κατακλύζει τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες τῶν ἡμερῶν καί γιά τό ὁποῖο μᾶς παρέχει πληροφορίες ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, εἶναι ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων.
Ὁ Χριστός ἦλθε στή γῆ “ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου”. Ὅταν, δηλαδή, ὁ κόσμος ἦταν προετοιμασμένος γιά νά τόν δεχθεῖ. Τήν προετοιμασία τήν ἀνέλαβε ὁ Τριαδικός Θεός. Εἶναι γνωστό πώς τόν Χριστό δέν τόν περίμεναν μόνο οἱ Ἑβραῖοι, προετοιμασμένοι ἀπό τίς ἐξαγγελίες τῶν προφητῶν. Τόν περίμεναν καί οἱ εἰδωλολάτρες. Ἦταν «ἡ προσδοκία τῶν Ἐθνῶν», τῶν εἰδωλολατρῶν. Τήν ἡμέρα πού ἔδιωχνε τούς πρωτοπλάστους ἀπό τόν παράδεισο, ὁ Θεός τούς ἔδωσε καί μιάν ἐλπίδα. Δέν ἤθελε νά περιπέσουν σέ ἀπόγνωση. Τούς εἶπε ὅτι κάποιος ἀπόγονος τῆς γυναίκας θά συνέτριβε τήν κεφαλή τοῦ ὄφεως, θά ἀφαιροῦσε τή δύναμη τοῦ σατανᾶ. Οἱ πρωτόπλαστοι μετέφεραν τήν ὑπόσχεση αὐτή τοῦ Θεοῦ στά παιδιά τους, κι ἐκεῖνα στά δικά τους παιδιά. Ἔτσι, κι ὅταν ξέχασαν τόν ἀληθινό Θεό, ἔμεινε στούς ἀνθρώπους ἡ προσδοκία τοῦ λυτρωτῆ.
Στούς Ἑβραίους δίνονταν, κατά καιρούς, λεπτομέρειες τῆς ἔλευσης τοῦ λυτρωτῆ, τοῦ Μεσσία, μέ τούς προφῆτες. Στούς Ἕλληνες προγόνους μας γίνονταν ἀναφορές ἀπό τούς φιλοσόφους. «Ἦν γάρ ἀναγκαία Ἕλλησιν ἡ φιλοσοφία. Ἐπαιδαγώγει γάρ αὐτούς εἰς Χριστόν». Ἀναζητοῦσαν τή τέλεια ἀλήθεια, δέν τήν εὕρισκαν σ’ ὅτι εἶχαν καί προετοιμάζονταν νά τήν δεχθοῦν. Στούς ἄλλους εἰδωλολατρικούς λαούς, οἱ παρθένες-σίβυλλες προφήτευαν καί φύλαγαν τήν ἁγνότητά τους γιά ἕναν ἄγνωστο Θεό. Στούς Πέρσες ἕνας μάντης, ὁ Βαλαάμ, ἀναφέρθηκε στή γέννηση, στόν χῶρο τοῦ Ἰακώβ, τοῦ Ἰσραήλ δηλαδή, ἑνός μεγάλου καί ἔνδοξου βασιλιᾶ, τήν ἔλευση τοῦ ὁποίου θά ἐμήνυε ἕνα ἀσυνήθιστο ἀστέρι. Περίμεναν λοιπόν κι οἱ Πέρσες τόν Μεσσία.
Γι’ αὐτό κι ὅταν γεννήθηκε ὁ Χριστός καί φάνηκε τό ἄστρο, κάποιοι Μάγοι, σοφοί ἀστρολόγοι, ξεκίνησαν ἀπό τήν Ἀνατολή, τήν Περσία, γιά νά βροῦν καί νά προσκυνήσουν τόν Χριστό.
Οἱ Μάγοι δέν ἦσαν οὔτε ταχυδακτυλουργοί, οὔτε ἀσχολοῦνταν μέ τή μαγεία. Ἦσαν πλούσιοι-ἄρχοντες, σοφοί ἡγεμόνες, ἐπιστήμονες ἀστρονόμοι, πού μελετοῦσαν τά οὐράνια σώματα. Ἡ Ὑμνολογία μας τούς ἀποκαλεῖ «ἀπαρχήν τῶν ἐθνῶν». Ἀπαρχές ἦταν τά πρωτογεννήματα, τά πρῶτα στάχυα, τά πρῶτα σταφύλια, τά πρῶτα προϊόντα γενικά. Ὡς πρωτογεννήματα ἦσαν τά καλύτερης ποιότητας προϊόντα τοῦ εἴδους τους, γι’ αὐτό καί προσφέρονταν στόν Θεό. Ἡ Ὑμνολογία, λοιπόν, ἀπευθυνόμενη στόν Χριστό λέει: «Τήν ἀπαρχήν τῶν ἐθνῶν ὁ οὐρανός σοι προσεκόμισε τῷ κειμένῳ νηπίῳ ἐν φάτνῃ, δι’ ἀστέρος τούς μάγους καλέσας». Δηλαδή «ὁ οὐρανός ὁδήγησε κοντά σου, σ’ ἐσένα τό νήπιο πού βρισκόσουν στή φάτνη, ὅ,τι καλύτερο εἶχε νά ἐπιδείξει ἡ εἰδωλολατρία, τούς Μάγους, ἀφοῦ τούς κάλεσε καί τούς ὁδήγησε μέ τό ἀστέρι».
Προηγουμένως προσκύνησαν τόν Χριστό, ὡς ἐκπρόσωποι τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, οἱ ποιμένες. Τώρα τόν προσκυνοῦν ὡς ἐκπρόσωποι τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, οἱ Μάγοι. Τά Εὐαγγέλια δέν μιλοῦν γιά τόν ἀριθμό τῶν Μάγων. Ἐπειδή πρόσφεραν τρία δῶρα, σχηματίστηκε ἡ ἰδέα στόν κόσμο, γιά τρεῖς Μάγους.
Τά τρία δῶρα πού πρόσφεραν στόν νεογέννητο Χριστό οἱ Μάγοι, εἶχαν συμβολικό χαρακτήρα. Ἕνας ὕμνος τῶν ἡμερῶν ἐξηγεῖ ὅτι οἱ Μάγοι πρόσφεραν στόν Χριστό «δόκιμον χρυσόν ὡς βασιλεῖ τῶν αἰώνων καί λίβανον ὡς Θεῷ τῶν ὅλων· ὡς τριημέρῳ δέ νεκρῷ, σμύρναν τῷ ἀθανάτῳ».
Ὁ χρυσός, τό χρυσάφι, εἶναι τό κατ’ ἐξοχή βασιλικό μέταλλο. Τό στέμμα τῶν βασιλέων, ἀλλά καί τά κοσμήματα σ’ ἕνα παλάτι εἶναι κατασκευασμένα ἀπό χρυσάφι. Γι’ αὐτό καί τό χρυσάφι θεωρεῖται τό κατ’ ἐξοχή βασιλικό σύμβολο καί ἡγεμονικό δῶρο. Ἄν θά πάρεις ἕνα δῶρο σ’ ἕνα βασιλιά, δεν θά τοῦ πάρεις κάτι τό εὐτελές. Θά τοῦ πάρεις ἕνα χρυσό ἀντικείμενο. Παίρνοντας, λοιπόν, οἱ Μάγοι στόν Χριστό ὡς δῶρο, χρυσόν, ἀναγνωρίζουν τή βασιλική ἰδιότητά του. Τόν ἀναγνωρίζουν ὡς βασιλιά.
Ὁ λίβανος, τό λιβάνι, τό θυμίαμα δηλαδή, εἶναι κάτι τό ὁποῖο προσφέρεται μόνο στόν Θεό. Προσφέροντας οἱ Μάγοι στόν Χριστό, ὡς δῶρο, λίβανον, τόν ἀναγνωρίζουν ὡς Θεό, ἄξιο νά λατρεύεται.
Ἡ σμύρνα ἦταν ἕνα ἐλαιῶδες ἀρωματικό ὑγρό μέ διάφορες χρήσεις, κυρίως ταριχευτικές. Οἱ ἀρχαῖοι ἄλειφαν τούς νεκρούς τους μέ σμύρνα, προκειμένου νά διατηρηθοῦν γιά κάποιες μέρες καί νά μήν ἀρχίσει ἀμέσως ἡ ἀποσύνθεση τοῦ νεκροῦ σώματος. Τό Εὐαγγέλιο περιγράφοντας τήν ταφή τοῦ Χριστοῦ λέει: «Ἦλθε καί Νικόδημος φέρων μεῖγμα σμύρνης καί ἀλόης…» (Ἔφερε ὁ Νικόδημος, πού μαζί μέ τόν Ἰωσήφ τόν ἀπό Ἀριμαθαίας ἔθαψαν τόν Χριστό, μεῖγμα ἀπό σμύρνα καί ἀλόη). Ἡ σμύρνα εἶχε καί ἀναλγητικές ἰδιότητες. Τήν ἔδιναν σ’ αὐτούς πού ἐσταύρωναν, ἤ ἐκτελοῦσαν μέ ἄλλο τρόπο, γιά νά ναρκωθοῦν καί νά μή νιώθουν τόσο πολύ τούς πόνους. Γιά τόν Χριστό λέν οἱ Εὐαγγελιστές «ἐδίδουν αὐτῷ πιεῖν ἐσμυρνισμένον οἶνον…». Ἔδιναν στόν Χριστό νά πιεῖ κρασί τό ὁποῖο εἶχαν ἀναμείξει μέ σμύρνα. Ὁ Χριστός, βέβαια δέν ἤπιε αὐτό τό μεῖγμα. Δίνοντας, λοιπόν, οἱ Μάγοι, ὡς δῶρο, στόν Χριστό σμύρνα, ἀναγνωρίζουν ὅτι θά πεθάνει καί θά χρειαστεῖ αὐτό τό ὑλικό.
Εἴπαμε, πιό πάνω, ὅτι οἱ Μάγοι ἦταν ἡ ἀπαρχή τῶν ἐθνῶν, ἐκπροσωποῦσαν ἐμᾶς τούς πρώην εἰδωλολάτρες στήν προσκύνηση τοῦ Θείου Βρέφους. Λέει χαρακτηριστικά ἕνας ὕμνος μας: «Σέ προσκυνοῦσα τάξις ἐθνική, Λόγε, τό πρός σέ δηλοῖ τῶν Ἐθνῶν μέλλον σέβας». Πρόσφεραν, ἑπομένως, τά δῶρα τους καί ἐκ μέρους ὅλων μας. Ἀναμένει, ὡς ἐκ τούτου, ὁ Χριστός νά τοῦ προσφέρουμε καί μεῖς τό «τρισόκλεον» δῶρο. Δέν ἐννοῶ νά πάρουμε στόν Χριστό ἤ στόν ναό χρυσάφι ἤ λιβάνι ἤ σμύρνα. Χρειάζεται, ὅμως, νά ἀναγνωρίζουμε στόν Χριστό τή βασιλική, τή θεϊκή καί τήν ἀνθρώπινη ἰδιότητά του. Κι ἀνάλογα νά κανονίσουμε τή στάση μας.
Πρῶτον νά τόν ἀναγνωρίζουμε ὡς βασιλέα καί κύριο τῆς ζωῆς μας, ὑπακούοντας στούς νόμους του. Οἱ βασιλεῖς θεσπίζουν νόμους κι ἀπαιτοῦν ὑπακοή σ’ αὐτούς. Ἡ ὑπακοή, ἡ συμμόρφωση στό θεῖο θέλημα εἶναι τό πρῶτο δῶρο πού θά πρέπει νά προσφέρουμε στόν Χριστό. Κι εἶναι ὄχι μόνο ἀντίστοιχο, ἀλλά πολυτιμότερο ἀπό τό χρυσάφι τῶν μάγων.
Δεύτερον, νά τόν ἀναγνωρίζουμε ὡς τόν μόνον ἀληθινό Θεό καί νά τοῦ προσφέρουμε τή λατρεία μας. Κι ἡ Χριστιανική λατρεία εἶναι ἡ «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» λατρεία. Δέν ἐξαντλεῖται σέ ἕνα τυπικό ἐκκλησιασμό κάθε Κυριακή· χρειάζεται μιά μεταστροφή συνεχής. «Εἴτε ἐσθίομεν εἴτε πίνομεν» κατά τόν Παῦλον νά τά κάνουμε πρός δόξαν καί γιά λατρείαν τοῦ Θεοῦ. Θά πρέπει νά ἐναποθέσουμε κάθε μας σκέψη στόν Θεό καί νά τόν λατρέψουμε μέ ὅλο τό εἶναι μας.
Τρίτον, νά ἀναγνωρίζουμε καί τήν ἐνανθρώπησή του, τό πάθος καί τήν τριήμερη ταφή του, γιά χάρη μας. Ἐρχόμενος στή γῆ πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση μας καί τή θέωσε. Στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ θά πρέπει νά βλέπουμε κάθε ἄνθρωπο «ὑπέρ οὗ Χριστός ἀπέθανε» καί νά τοῦ προσφέρουμε ὅ,τι χρειάζεται. Στούς ἐμπερίστατους καί ἔχοντας ἀνάγκην, τήν ὑλική βοήθειά μας, στούς εἰδωλολάτρες καί ἀλλοθρήσκους τήν ὀρθή πίστη.
Μέσα στή γιορταστική ἀτμόσφαιρα τῶν Χριστουγέννων ἄς ἀκολουθήσουμε καί μεῖς «ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ, μετά τῶν μάγων Ἀνατολῆς τῶν Βασιλέων» καί μέ πίστη ἄς προσκυνήσουμε τόν Σωτήρα Χριστό πού σαρκώθηκε γιά μᾶς. Νά τοῦ προσφέρουμε τά δῶρα μας: Ὑπακοή κι ἀφοσίωση σάν χρυσό, σωστή πνευματική λατρεία σάν λίβανο, συμπάθεια – βοήθεια πρός τούς ἄλλους σάν σμύρνα. Ἀντικρύζοντας μέ αὐτό τόν τρόπο τήν ἄφατη συγκατάβαση τοῦ Χριστοῦ, θά οἰκειοποιηθοῦμε καί τά ἀγαθά πού ἔφερε στή γῆ ἡ ἐνανθρώπησή Του.
*Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό “Παρέμβαση Εκκλησιαστική”, τεύχος 59 (Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2024), σελ. 644-647.