Ἀποστολική Παράδοση στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἐξ ἀφορμῆς τῆς 50ῆς ἐπετείου ἀπό τήν τουρκική εἰσβολή
Ἐπισκόπου Καρπασίας κ. Χριστοφόρου
Ἡ ἐπετειακή αὐτή ἔκδοση ἐξ ἀφορμῆς τῆς συμπλήρωσης πενήντα χρόνων ἀπό τήν τουρκική εἰσβολή τοῦ 1974 στήν πονεμένη καί ἐθνικά καί πνευματικά αἱμάσσουσα πατρίδα μας, μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά διεισδύσουμε καί νά δοῦμε τί κρύβεται μέσα στό μυστήριο, τό ὁποῖο ἀποκαλοῦμε Ἀποστολική Παράδοση καί ποιά ἡ σχέση της μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Αὐτό, ὡς σημεῖο πνευματικῆς καί ἐθνικῆς ἀντίστασης, θά μᾶς βοηθήσει νά ὁριοθετήσουμε τις προτεραιότητές μας, ἔναντι τῆς εὐθύνης μας στην πατρίδα μας.
Εἶπα ὅτι μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία μέσα ἀπό τήν ἐπετειακή αὐτή ἔκδοση νά μελετήσουμε τό θέμα αὐτό, διότι κινδυνεύουμε τά ἱστορικά καί ἐκκλησιαστικά γεγονότα νά τά προσεγγίζουμε μόνο ἐπιστημονικά ἤ καί συναισθηματικά καί νά ἀγνοοῦ-με τό βαθύτερο θεολογικό καί πνευματικό τους νόημα καί σημασία. Ἔτσι ἀπογυμνώνουμε τή ζωή μας ἀπό τήν παράδοσή μας. Δηλαδή τόν τρόπο ζωῆς πού παραλάβαμε ἀπό τούς πατέρες μας. Τήν Παράδοση αὐτή καλούμαστε νά τήν διαφυλάξουμε βιώνοντάς την καί νά τήν παραδώσουμε αὐθεντική στίς ἑπόμενες γενιές, γιά νά συνεχίσουν νά πορεύονται πάνω στίς ἴδιες πνευματικές ἀξίες, πού δίνουν τό πραγματικό νόημα καί σκοπό τῆς ζωῆς.
Οἱ ἅγιοί μας, οἱ ναοί καί τά μοναστήρια μας δέν ἀποτελοῦν ἁπλῶς ἕνα ἐθνικό σημεῖο ἀναφορᾶς, ἤ συναισθηματικῆς κάλυψης τοῦ ἀνθρώπου, ἤ ἀκόμα καί τουριστικοῦ προορισμοῦ, ἔστω καί θρησκευτικοῦ, (αὐτό τό κάνουν κατά χιλιάδες καί οἱ Τούρκοι), ἀλλά ἀποτελεῖ μαρτύριο καί μαρτυρία τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ὅπως αὐτή μᾶς τήν παρέδωσαν οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοί μας. Γιά παράδειγμα, ὁ Ἀπόστολος Ἀν-δρέας, ὁ ὁποῖος συνδέεται μέ τήν κατεχόμενη Καρπασία καί ἐν γένει ὅλη τήν πατρίδα μας, πού βρῆκε τόν Μεσσία καί διῆλθε τήν οἰκουμένη γιά νά μεταφέρει στήν ἀνθρωπότητα αὐτό τό μήνυμα, ὡς βεβαία διαχρονική ἐλπίδα. Σχολιάζοντας ὁ ἱερός Χρυσόστομος τήν ἀποκάλυψη πού ἔγινε ἀπό τόν Χριστό στόν Ἀπόστολο Ἀνδρέα καί τή διακήρυξη ἐκ μέρους τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα αὐτῆς τῆς ἀποκάλυψης, μέ τή γνωστή σέ ὅλους μας ἀναφώνηση:«εὐρήκαμεν τόν Μεσσίαν», παρατηρεῖ τά ἑξῆς: «τοῦτο τό ρῆμα ψυχῆς ἐστιν ὠδινούσης τήν παρουσίαν τοῦ Σωτῆρος καί προσδοκώσης τήν ἄφιξιν ἄνωθεν καί περιχαροῦς γεγενημένης μετά τό φανῆναι τό προσδοκώμενον καί ἐπειγομένης ἑτέροις μεταδοῦναι τῶν εὐαγγελίων· τοῦτο εἰλικρινοῦς διαθέσεως, ἐν τοῖς πνευματικοῖς σπουδάζειν χεῖρα ὀρέγειν ἀλλήλοις».
Συνεπῶς, ἡ παράδοσή μας ἔχει συγκεκριμένο περιεχόμενο καί ἀποσκοπεῖ στόν πνευματικό προσανατολισμό τοῦ ἀνθρώπου, τήν πνευματική του ὁλοκλήρωση. Αὐτή τοῦ δίνει ἐσωτερική ποιότητα καί καλλιέργεια, αὐτό πού ἐκκλησιαστικά ἀποκαλοῦμε ἁγιότητα. Τόν ἀναδεικνύει μέσα στήν παροῦσα ζωή καί τοῦ μεταλαμπαδεύει τή βεβαία ἐλπίδα τῆς αἰωνιότητας.
Ἡ Ἐκκλησία ἀπό τή φύση της εἶναι Ἀποστολική. Θεμελιώνεται πάνω στή μαρτυρία, ἐμπειρία, διδασκαλία, φρόνημα καί ζωή τῶν Ἀποστόλων. Αὐτοί ἦταν οἱ «αὐτόπται μάρτυρες τῆς τοῦ Λόγου σαρκώσεως». Ὅταν μιλοῦσαν περί τοῦ Θεοῦ Λόγου καί περί τοῦ λόγου τῆς ζωῆς δέν τό ἔκαναν στοχαστικά, οὔτε ὡς λογοπλόκοι σοφοί. Αὐτοί εἶδαν, ἄκουσαν, ἐψηλάφησαν, ἐδέχθησαν μέσα τους τήν κοινωνία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Γνώρισαν ἐμπειρικά τήν πνευματική ἀσθένεια καί ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου, καί μᾶς τά παρέδωσαν (Ἀποστολική Παράδοση), γιά νά φθάσουμε καί ἐμεῖς στήν ἴδια πνευματική ἐμπειρία μέ αὐτούς καί νά ὁλοκληρωθοῦμε πνευματικά (ἁγιότητα).
Ἀποστολική Παράδοση
Ἡ κλήση τῶν Ἀποστόλων ἀπό τόν Χριστό, ἡ ἐντολή τήν ὁποία ἔλαβαν νά συγχωροῦν τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, ἡ ἀποστολή τους στά ἔθνη γιά νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο, ἡ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ σ᾽ αὐτούς μετά τήν Ἀνάστασή Του, ἡ ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, δηλώνουν ὅτι αὐτοί εἶναι οἱ πρῶτοι Ἐπίσκοποι, οἱ πρῶτοι Ποιμένες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί ἔχουν τήν ἀρχή τοῦ ἀξιώματός τους στόν Χριστό καί οἱ μετέπειτα Ἐπίσκοποι καί Ποιμένες ἔχουν τήν ἀρχή τους στούς Ἀποστόλους. Εἶναι αὐτό τό ὁποῖο χαρακτηρίζουμε ὡς Ἀποστολική Διαδοχή. Νά σημειώσουμε ὅτι ἡ Ἀποστολική Διαδοχή δέν ἀναφέρεται ἁπλῶς στή χειροτονία, ἀλλά καί στή διδασκαλία, στή ζωή καί στό φρόνημα τῶν Ἀποστόλων. Τά χαρακτηστικά αὐτά γνωρίσματα φανερώνουν ὅτι οἱ Ἀπόστολοι εἶναι «αὐτόπται καί μάρτυρες τῆς τοῦ Θεοῦ Λόγου σαρκώσεως», «λειτουργοί τῶν τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων».
Ἡ μαρτυρία τῶν Ἀποστόλων δέν ἦταν μόνον μαρτυρία μιᾶς σωματικῆς ὁράσεως τοῦ Χριστοῦ, οὔτε μία ἰδεολογική προσέγγιση τῆς διδασκαλίας Του. Ἦταν μαρτυρία ἐσωτερικῆς-ὑπαρξιακῆς βιώσεως τῆς χάριτός Του. Μέ τήν ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἀπέκτησαν ἐσωτερική βεβαιότητα τοῦ σωτηριολογικοῦ χαρακτῆρα. Τοῦ Μυστηρίου ὅτι «ὁ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί», καί τῆς δύναμης τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ καί μεταμορφωτικοῦ Του λόγου. Αὐτή τή μαρτυρία ἔδωσαν, ὡς βίωμα καί τρόπο ζωῆς σ᾽ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Εἶναι αὐτό τό ὁποῖο τούς εἶπεν ὁ Κύριος λίγο πρίν ἀπό τήν ἔνδοξη Ἀνάληψή Του:«Λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾽ ὑμᾶς καί ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλήμ καί ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καί Σαμάρειᾳ καί ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς».
Ἡ Ἐκκλησία ἀπό τή φύση της εἶναι Ἀποστολική, διότι μεταδίδει, ὡς τρόπο ζωῆς καί ὄχι ὡς ἰδεολογία, τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο Εὐαγγέλιο συνοψίζεται στά ἑξῆς: Ὁ ἄνθρωπος χωρίς τή βίωση τῆς δόξας (χάριτος τοῦ Θεοῦ) εἶναι ἐλλειματικός, στερεῖται κάτι στήν ὕπαρξή του καί δέν εἶναι ὁλοκληρωμένος. Αὐτό ὀφείλεται στή διακοπή τῆς κοινωνίας του μέ τόν Θεό, πού εἶναι ὁ δημιουργός του. Ὁπότε, γιά νά ὁλοκληρωθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί νά μήν εἶναι ἐλλειματικός, ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος. Ἀποκαλύπτει, διά τῆς θεωμένης σαρκός Του, μέσα μας τήν δόξα Του καί δι᾽ αὐτῆς πληρωνόμαστε, ὁλοκληρωνόμαστε. Μᾶς θεραπεύει τήν ἁμαρτία, πού καταστρέφει τήν ψυχή μας. Ὅλο αὐτό τό ἐλπιδοφόρο γιά τήν ἀνθρωπότητα μήνυμα ἀποτυπώνεται μέ τόν πιό παραστατκό τρόπο ἀπό τούς Ἀποστόλους μέσα στήν Ἁγία Γραφή: «Πάντες (οἱ ἄνθρωποι) ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ…». Γι᾽ αὐτό, « ὁ Λόγος (τοῦ Θεοῦ) σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν καί ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ…». Ὁπότε, «Ἐν αὐτῷ (τῷ Χριστῷ) κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς καί ἐστέ ἐν αὐτῷ πεπληρωμένοι».
Τό περιεχόμενο τῆς Ἀποστολικῆς Παράδοσης
Γίνεται, λοιπόν, φανερό ὅτι ἡ διδασκαλία καί ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τούς πρώτους Χριστιανικούς χρόνους ἐστηρίζετο στόν προφορικό λόγο τῶν Ἀποστόλων. Κατά καιρούς, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες πού προέκυπταν, διατυπωνόταν καί ὡς γραπτός. Καί ὅπως μαρτυρεῖ πάλιν ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἡ γραπτή διατύπωση ὅλων τῶν γεγονότων καί λόγων τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἀποστόλων ἦταν ἀδύνατη καί ἀνέφικτη. Γι᾽ αὐτό καί τό Εὐαγγέλιό του τό τελειώνει μέ τήν ἑξῆς χαρακτηριστική φράση: «Ἔστι δέ καί ἄλλα πολλά ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐάν γράφηται καθ᾽ ἕν, οὐδέ αὐτόν οἶμαι τόν κόσμον χωρῆσαι τά γραφόμενα βιβλία».
Μέ ἄλλα λόγια, γιά νά κατανοήσει κάποιος τόσο τόν γραπτό, ὅσο καί τόν προφορικό λόγο, δηλαδή τήν Ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά ἔχει «βίον καθαρόν» καί νά εἶναι ἑνωμένος μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διαφορετικά, οὔτε ἀπό τόν ἕνα λόγο, οὔτε ἀπό τόν ἄλλο ὠφελεῖται. Δέν εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ Ἱερά Παράδοση πού δημιουργοῦν τήν πίστη. Ἀλλά ἡ ζωντανή πίστη τῶν Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων, δηλαδή τῶν θεουμένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, που δημιουργοῦν καί τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἱερά Παράδοση. Γιά ὅσους, λοιπόν, ἔχουν τήν πίστη, τή ζωή καί τό φρόνημα τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων, αὐτά βεβαιώνονται καί πιστοποιοῦνται, ὅτι δηλαδή εἶναι σύμφωνα, μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἱερά Παράδοση.
Συνεπῶς, Ἱερά Παράδοση εἶναι ἡ ζωή, ἡ συνείδηση καί τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα βεβαιώνονται μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο μεταδίδει «τοῖς εἰλικρινῶς πιστεύουσι τήν ἱκανότητα τοῦ διαγινώσκειν, κατανοεῖν καί προσοικειοῦσθαι τάς ἀληθείας τῆς θείας Ἀποκαλύψεως κηρυττομένας καί αὐτοῦ ὑπερφυῶς ἐγγράφοντος ταύτας εἰς τάς καρδίας αὐτῶν».
Ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής τῆς Δογματικῆς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης λέγει ὅτι, «ὅταν ἐρωτῶμεν διά τόν ἀκριβέστερον καθορισμόν τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τί καί πῶς δέχεται, φυλάττει καί μεταδίδει ὁ δέκτης, φύλαξ καί μεταδότης προφήτης, ἀπόστολος, καί ἅγιος φίλος τοῦ Χριστοῦ, δυνάμεθα νά ἀπαντήσωμεν ὅτι διά τῆς θεώσεως ἤ θεοπτίας ἤ ἑνώσεως μετά τοῦ Χριστοῦ, δέχεται, φυλάττει καί μεταδίδει τό μυστήριον τοῦ Σταυροῦ καί τῆς ἀναστάσεως καί ἐν αὐτῷ τόν Πατέρα διά τοῦ Ἐνσαρκωθέντος Λόγου ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Ὁ Χριστός διά τῶν φίλων Αὐτοῦ καί διά τῶν Ἀποστόλων ἐνεργεῖ τό μυστήριον τοῦ Σταυροῦ καί τῆς ἀναστάσεως ἐν τοῖς μυστηρίοις τῆς Ἐκκλησίας, ἵνα οἱ ἔχοντες τόν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος φθάσουν εἰς τήν μόνιμον μέθεξιν τῆς πρώτης ἀναστάσεως τῶν πέραν τοῦ τάφου, φίλων Αὐτοῦ».
Βασική προϋπόθεση τῆς μετοχῆς στή ζωή τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη, δηλαδή ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὅποιος λέγει ὅτι ἀγαπᾶ τόν Χριστό καί ζεῖ διαφορετικά ἀπό ὅσα ἐδίδαξε καί ἀποκάλυψε ὁ Χριστός, αὐτός ἀνήκει στόν κόσμο καί «οὐ θεωρεῖ τόν Χριστόν», οὔτε μπορεῖ νά κατανοήσει τή δογματική ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας. Δηλαδή, δέν ἔχει οὔτε μετέχει τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Μέ ἄλλα λόγια, δέν ἔχει τή ζωή τῶν θεουμένων-ἁγίων-φίλων τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος ἔθεσεν ὡς βασικοτάτη προϋπόθεση στούς Μαθητές Του, γιά νά καταστοῦν γνήσιοι φίλοι Του, τήν τήρηση ὅσων Ἐκεῖνος τούς δίδαξε: «Ὑμεῖς φίλοι μού ἐστε, ἐάν ποιῆτε ὅσα ἐγώ ἐντέλλομαι ὑμῖν». Συνεπῶς, ἡ φιλία-θέωση ἐπιτυγχάνεται διά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί μέ τή συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή συνίσταται στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή στόν ἀγώνα, νά καθαρίσει τόν ἑαυτό του ἀπό τά πάθη καί τήν ἁμαρτία καί νά ἑνωθεῖ μυστηριακά μέ τόν Χριστό. Ἑπομένως, στό κέντρο τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, τῆς Ἱερᾶς Παρακαταθήκης τοῦ Χριστοῦ, τίθενται οἱ Ἀπόστολοι, οἱ θεούμενοι, οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ· ὅσοι μετέχουν στό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν, ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι».
Ὅσοι, λοιπόν, ἀκολουθοῦν καί βιώνουν τήν ἴδια διδασκαλία καί ζωή μέ τούς ἁγίους φίλους τοῦ Χριστοῦ ἔχουν τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ἄρα Παράδοση εἶναι ἡ διδασκαλία καί ἡ ζωή τῶν ἁγίων. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅσοι ἀπορρίπτουν τούς Ἀποστόλους καί τούς ἁγίους φίλους τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ἀρνοῦνται στήν πράξη τήν πίστη, τό φρόνημα, τόν τρόπο ζωῆς, ὅτι εἶναι δυνατόν κανείς νά μετέχει στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί νά θεωθεῖ – νά γίνει φίλος τοῦ Χριστοῦ – εἶναι ἀποκομμένοι ἀπό τήν Ἱερά Παράδοση καί τήν Ἀποστολική Διαδοχή. Συνεπῶς, ἐκτός ἀλήθειας καί σωτηρίας. Καί τοῦτο διότι ἡ μετοχή τῶν ἁγίων στή ζωή τῆς Ἁγίας Τριάδος (θέωση) εἶναι ἡ μόνη ἀπλανής καί ἀλάθητος γέφυρα τῶν πιστῶν πρός τόν Χριστό καί τή συμμετοχή στή Βασιλεία καί δόξα Αὐτοῦ καί στήν ἀσφαλή ὁδό τῆς ὁλοκλήρωσής μας ὡς ἀνθρώπων.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου δέν εἶναι Ἀποστολική μόνο λόγῳ τῆς παρουσίας τῶν Ἀποστόλων, ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους, στό Νησί. Οὔτε γιατί τιμᾶ καί εὐλαβεῖται ὅλως ἰδαιτέρως τούς Ἀποστόλους, πού συνδέονται μέ τόν τόπο μας, (Ἀπόστολοι Παῦλος, Βαρνάβας, Ἀνδρέας κλπ). Εἶναι Ἀποστολική γιατί ἐδῶ καί περισσότερο ἀπό 2000 χρόνια, διέσωσε καί καλεῖται νά διαφυλάξει τήν Ἀποστολική Παράδοση, ὡς τρόπο ζωῆς, πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν πνευματική ὁλοκλήρωση, δίνοντάς του πνευματική ποιότητα καί καλλιέργεια (ἁγιότητα), καθώς καί τήν προοπτική τῆς αἰωνιότητας.
Αὐτό πού μᾶς συνδέει τόσο στενά μέ τούς κατεχόμενους τόπους μας δέν εἶναι μόνο τά κτήματα, σπίτια, ναοί καί μονές μας. Κυρίως μᾶς συνδέει ἡ ἐν Χριστῷ ἐμπειρία, πού μετέφεραν καί ἄφησαν σέ μᾶς ὡς αἰώνια κληρονομιά οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Διαφυλάττοντάς την ἀποκτοῦμε δύο βασικά δικαιώματα, ἀνεξαρτήτως τῶν πολιτικῶν ἤ ἄλλων συνθηκῶν πού ἐπικρατοῦν γύρω μας. Δικαιούμαστε τήν πνευματική καί ἐθνική ἐλευθερία.
*Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό “Παρέμβαση Εκκλησιαστική”, τεύχος 58 (Μάιος – Αύγουστος 2024), σελ. 577-582.