H Παναγία η Οδηγήτρια της Λευκωσίας
Νάσα Παταπίου*
Στην κατεχόμενη Λευκωσία, δίπλα στον επιβλητικό καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας, το καύχημα των Λατίνων επί Φραγκοκρατίας και Βενετοκρατίας, υφίσταται και o πάλαι ποτέ καθεδρικός ναός των Oρθοδόξων, ο αφιερωμένος στην Παναγία την Οδηγήτρια. Πρόκειται για τον φερόμενο ως ναό του Αγίου Νικολάου, γνωστό και ως Bedestan που σημαίνει αγορά στην τουρκική γλώσσα.
Ο ναός αυτός είναι ένας ιδιόρρυθμος μονόχωρος τρουλαίος ναός με νάρθηκα και ανάμικτα γοτθικά μορφολογικά στοιχεία. Στα πολυγωνικά κιονόκρανα των δύο ανατολικών στύλων, οι οποίοι υποβαστάζουν τον τρούλο, παριστάνονται δύο χέρια, που ευλογούν κατά τον ορθόδοξο τρόπο, γεγονός καθόλου τυχαίο. Η κύρια είσοδος του ναού, με το σκαλιστό κλιμακωτό υπέρθυρο, φέρει ανάγλυφες παραστάσεις ενός αρχιερέως και έξι οικοσήμων, ένα από τα οποία ανήκει στους Κωνστάντζο, μεγάλη φεουδαρχική οικογένεια της Κύπρου κατά τη Λατινοκρατία.
Κατά τις αρχές της βενετικής κυριαρχίας δύο περιηγητές, ο Pierre Mesenge το 1507 και ο Jacques le Saige το 1518, μας πληροφορούν ότι ο ναός αυτός της Παναγίας ήταν ο καθεδρικός ναός των Ορθοδόξων. Επίσης, ο ιστορικός Estienne de Lusignan αναφέρει τον ναό αυτό της Παναγίας με το επίθετο Χρυσοδεή(σ)τρια. Οι γνώμες των ειδικών διίστανται σχετικά με τις χρονολογίες των διαφόρων φάσεων του ναού. Πρόσφατα ο ναός αναπαλαιώθηκε με κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει γίνει πολιτιστικό κέντρο. Ο ειδικός φωτισμός κατά τις θερινές νύχτες μετά την αποκατάστασή του καθιστά το μεσαιωνικό αυτό μνημείο ακόμη πιο λαμπρό και επιβλητικό, καθώς η μνήμη ανατρέχει στη μακραίωνη ιστορία του.
Η Παναγία η Οδηγήτρια, όπως προαναφέρθηκε, είναι γνωστή ως Άγιος Νικόλαος, εσφαλμένη σαφώς άποψη, η οποία έχει επικρατήσει και διαιωνίζεται εδώ και δυόμισι αιώνες. Η πρόχειρη και επιπόλαια ταύτιση του αρχιερέα στο υπέρθυρο με τον Άγιο Νικόλαο είχε γίνει από τον Giovanni Mariti, όταν περί το 1769 είχε επισκεφθεί τον ναό.
Την ίδια άποψη υποστήριξε κατά το 1840 και ο Γάλλος ιστορικός της περιόδου της Φραγκοκρατίας στην Κύπρο Louis de Mas Latrie και αργότερα ο σημαντικότερος μελετητής των γοτθικών μνημείων της Κύπρου Camille Enlart. Και οι δύο αναφέρουν ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Νικόλαο, γιατί πίστεψαν ότι επρόκειτο για την εκκλησία της Μονής του Τάγματος του Αγίου Θωμά του Canterbury. Κατά την Τουρκοκρατία ο ναός χρησίμευσε ως αγορά, γι’ αυτό και είναι γνωστός ευρέως ως Bedestan, ενώ αργότερα επί Αγγλοκρατίας χρησιμοποιήθηκε ως σιταποθήκη. Ο Ολλανδός περιηγητής Κορνήλιος Van de Bruyn τον 17o αιώνα είχε επισκεφθεί τον ναό, όταν ήταν αγορά και τον περιέγραψε. Επίσης, στον χάρτη της Λευκωσίας του Herbert Horatio Kitchener, του έτους 1881, το μνημείο αναφέρεται ως Άγιος Νικόλαος. Καμία πηγή έως σήμερα δεν έχει επιβεβαιώσει τη σχέση του Αγίου Νικολάου με τον εν λόγω ναό, αν και απ’ όλους γενικά αναφέρεται εσφαλμένα ως Άγιος Νικόλαος ή Bedestan. Το πιο σημαντικό παραμένει ότι ανασκαφές που έγιναν κάτω από την αψίδα του ιερού, έφεραν στο φως τα ερείπια μίας παλαιότατης βυζαντινής εκκλησίας και το γεγονός αυτό, ασφαλώς, παρέχει στοιχεία ώστε να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους όσοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι πρόκειται για ναό αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο.
Ο ναός της Παναγίας της Οδηγήτριας υπήρξε καθεδρικός ναός των Ορθοδόξων ήδη από τα βυζαντινά χρόνια και ως εκ τούτου αποτελεί για τους Έλληνες της Κύπρου ένα σημαντικό μνημείο. Η οικοδόμησή του ανάγεται στον 4ο αιώνα, όπως αναφέρεται στον Βίο του Αγίου Τριφυλλίου, παρόλον ότι ο βίος αυτός έχει συνταχθεί κατά τον 11ο ή 12ο αιώνα, ενώ ο Άγιος Τριφύλλιος είχε ζήσει τον 4ο αιώνα και υπήρξε, ως γνωστό, μαθητής του Αγίου Σπυρίδωνος. Στον Βίο του Αγίου Τριφυλλίου αναφέρεται το εξής σημαντικό απόσπασμα όπου γίνεται σαφές ότι ο ίδιος είχε οικοδομήσει τον ναό: « Ανήγειρε δε και τον νυν σηκόν, ιερόν μέγιστον όντα ες καθολικόν της πόλεως άθροισμα· ένθα δη και η σορός εκείνου τοις προσιούσι παράκλησις». Εδώ διατρανώνεται ότι ο καθεδρικός ναός της Λευκωσίας, δηλαδή η Παναγία η Οδηγήτρια, οικοδομήθηκε από τον επίσκοπο της πόλεως Άγιο Τριφύλλιο στον οποίο και ετάφη ο ίδιος ο κτήτοράς του. Η Παναγία η Οδηγήτρια, όπως τεκμηριώνεται σε πηγές της Φραγκοκρατίας αλλά και σε πηγές ανέκδοτες των ετών της βενετικής κυριαρχίας, υπήρξε καθεδρικός ναός των Ορθοδόξων έως και τον 16ο αιώνα, και, συγκεκριμένα, έως την πτώση της Λευκωσίας το 1570 στην εξουσία των Οθωμανών. Επιπρόσθετα, τα πορίσματα ανασκαφών που έγιναν στην Παναγία την Οδηγήτρια κατέδειξαν ότι το αρχικό οικοδόμημα ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια και πολύ πιθανόν να οικοδομήθηκε ξανά κατά τον 13ο αιώνα.
Η Διαθήκη του Ευγένιου Συγκλητικού
Μια άλλη ενδιαφέρουσα πηγή για τον καθεδρικό ναό των ορθοδόξων στη Λευκωσία απαντά στην περίφημη διαθήκη του Ευγένιου Συγκλητικού του Θωμά, πρώτου κόμη Rochas, την οποία συνέταξε το 1538 στη Βενετία. Ο μεγαλοφεουδάρχης Ευγένιος Συγκλητικός, όπως μαρτυρείται τόσο στη διαθήκη του όσο και στον κατάλογο των περιουσιακών του στοιχείων, είχε πολλές ενδυμασίες καμωμένες με πολύτιμα υφάσματα της εποχής. Μία χρυσοΰφαντη από αυτές τις ενδυμασίες (veste d’oro) αφιερωνόταν στην Παναγία την Οδηγήτρια, καθεδρικό ναό των Ορθοδόξων στη Λευκωσία. Στην ίδια διαθήκη μια άλλη σπουδαία είδηση αφορά στην Ελληνική Σχολή που λειτουργούσε στην Παναγία την Οδηγήτρια (Scuola Greca di Santa Odigitria).
Έτσι στον καθεδρικό αυτό ναό δεν καταγράφεται μόνο η ιστορία της ορθοδοξίας της Κύπρου αλλά και της ελληνικής παιδείας, αφού σε αυτόν λειτουργούσε Eλληνική Σχολή τουλάχιστον μετά το 1521 και έως το τέλος της Βενετοκρατίας. Η διαθήκη του Ευγένιου Συγκλητικού του Θωμά, του μεγαλοφεουδάρχη και κτήτορα του Αγίου Μάμαντος Μόρφου, αποτελεί αδιαμφισβήτητο τεκμήριο. Ο ίδιος κληροδοτούσε μεταξύ άλλων ένα ποσό ανερχόμενο στα δώδεκα δουκάτα ετησίως και εις το διηνεκές στην Ελληνική Σχολή της Αγίας Οδηγήτριας (Scuola Greca de Sancta Odigitria), η οποία όπως αναφέρει βρίσκεται, δηλαδή λειτουργεί, εντός του καθεδρικού ναού της Λευκωσίας. Και βέβαια η αναφορά στη διαθήκη σε εκκλησία καθολική «chiesa cathedral» σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ταυτιστεί με την Αγία Σοφία, καθεδρικό ναό των Λατίνων και ούτε να θεωρηθεί ότι η ελληνική σχολή λειτουργούσε σ’ αυτόν, γιατί και η Παναγία η Οδηγήτρια ήταν καθεδρικός ναός των Ορθοδόξων. Οι σχετικοί στίχοι για τον ίδιο ναό από τον «Θρήνο της Κύπρου» μπορούν να πείσουν και όσους τυχόν θα διαφωνούσαν: « εκκλησίαν…της Οδηγήτριας, οπού’ν καθολικάτον». Τέλος, σε μία άλλη πηγή του έτους 1554, στην οποία γίνεται αναφορά στον μισθό του δασκάλου της Ελληνικής Σχολής (per sallario della scola Greca), επιβεβαιώνεται όχι μόνο η σχετική απόφαση της βενετικής Γερουσίας του 1521, όπως έχω σημειώσει πιο πάνω, αλλά και τυχόν αμφιβολίες τις οποίες μπορεί να είχα μέχρι πρότινος, ότι δηλαδή πολύ πιθανόν με τον όρο scuola να υπονοείται κάποια αδελφότητα και όχι σχολή, τελεσίδικα καταρρίπτεται. Πρόκειται οπωσδήποτε για σχολή στην οποία διδασκόταν η ελληνική γλώσσα. Επίσης, με κάθε βεβαιότητα σημειώνω ότι η Ελληνική Σχολή την οποία ίδρυσε ο αρχιεπίσκοπος Φιλόθεος το 1741 δεν είναι η πρώτη αναφερόμενη Ελληνική Σχολή που ιδρύθηκε στη Λευκωσία, αλλά πρόδρομός της υπήρξε η Scuola Greca στην Παναγία την Οδηγήτρια. Είναι προφανές ότι η ιστορία της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας επεκτείνεται σε προγενέστερη εποχή, στις αρχές του 16ου αιώνα.
Στο υπέρθυρο της κεντρικής πύλης του ναού της Παναγίας της Οδηγήτριας υπάρχει ανάγλυφο, το οποίο παριστάνει την Κοίμηση της Θεοτόκου και πιστεύεται ότι ανήκει στον 15ο αιώνα. Ο καθεδρικός αυτός ναός των Ορθοδόξων, όπως ήδη αναφέρθηκε, απαντά και στον γνωστό «Θρήνο της Κύπρου», όπου καταγράφεται η κατάκτηση της μεγαλονήσου από τους Οθωμανούς. Ως καθεδρικός ναός των Ορθοδόξων απαντά και στις εκθέσεις των Βενετών αξιωματούχων που υπηρέτησαν στην Κύπρο κατά τον 16ο αιώνα. Σημαντική είναι και η είδηση που υπάρχει στη διήγηση του Βενετού στρατιωτικού για την πολιορκία και πτώση της Λευκωσίας το 1570 στους Οθωμανούς, Ιωάννη Falier. Λίγο πριν φθάσουν οι Οθωμανοί και αρχίσουν να πολιορκούν τη Λευκωσία, για να αισθανθεί ο κόσμος ηρεμία προκειμένου να προσευχηθεί στον Θεό και ν’ αντιμετωπίσει με θάρρος τον εχθρό, τελέστηκαν δύο λειτουργίες στους καθεδρικούς ναούς της πόλης. Μία έγινε για τους Λατίνους στην Αγία Σοφία και μία για τους Ορθόδοξους στην Αγία Οδηγήτρια. Τη λειτουργία στην Παναγία την Οδηγήτρια στην ελληνική γλώσσα, όπως αναφέρει ο Falier, τέλεσε ο ορθόδοξος επίσκοπος Πάφου του οποίου δεν αναφέρεται το όνομα, ωστόσο, γνωρίζουμε από άλλες πηγές ότι πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Φλαγγή, ο οποίος φονεύθηκε όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν τη Λευκωσία. Φαίνεται ότι ήταν ο τελευταίος ιερωμένος που λειτούργησε στον καθεδρικό της Παναγίας της Οδηγήτριας, αφού αμέσως μετά την κατάκτηση της πόλης ο ναός μετατράπηκε σε αγορά.
Ιερείς που κατέλαβαν επισκοπικούς θρόνους
Σημαντικό αρχειακό υλικό, αναφερόμενο στις εκλογές ορθοδόξων επισκόπων, κατά τη Βενετοκρατία μαρτυρεί ότι πολλοί υποψήφιοι, οι οποίοι έτυχε τελικά να καταλάβουν και επισκοπικό θρόνο, υπήρξαν ιερείς στον καθεδρικό της Παναγίας της Οδηγήτριας. Το 1533 είχε εκλεγεί ως ορθόδοξος επίσκοπος Λευκάρων -Λεμεσού o Πέτρος Γονέμης, ο οποίος υπηρετούσε ως πρωτόπαπας στην Παναγία την Οδηγήτρια. Οι απόγονοι του επισκόπου Λεμεσού Πέτρου Γονέμη μετά τη πτώση της Κύπρου στους Οθωμανούς κατέφυγαν στη Βενετία και διέπρεψαν σε πολλούς τομείς. Από τον ίδιο κλάδο της οικογένειας Γονέμη κατάγεται και η Αδαμαντίνα Γονέμη, μητέρα του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια. Στις εκλογές για ανάδειξη επισκόπου Λευκάρων-Λεμεσού, το έτος 1567, τέσσερις από τους υποψηφίους υπηρετούσαν στον ναό της Παναγίας της Οδηγήτριας και ένας από αυτούς, ο Ιωάννης ο Τύριος (de Sur), κατέλαβε την επισκοπική έδρα. H ιστορική αλήθεια πρέπει να αποκατασταθεί και, επιτέλους, να πάψει να αναπαράγεται η εσφαλμένη ταύτιση του ναού της Παναγίας της Οδηγήτριας με τον Άγιο Νικόλαο. Στο μνημείο αυτό ακουμπά η ιστορία, η ορθοδοξία και η παιδεία μας και ο ναός αυτός παραπέμπει στη βασιλίδα των πόλεων Κωνσταντινούπολη και στη μονή των Οδηγών ή της Παναγίας της Οδηγήτριας, όπου εκεί εναποτέθηκε η εικόνα της Οδηγήτριας, έργο του Αποστόλου Λουκά, που είχε φθάσει από την Παλαιστίνη.
* Ιστορικός-ερευνήτρια
Πηγή: philenews.com