Εικόνες που επιστρέφουν. Η εικόνα των Τριών Ιεραρχών, Έργο Νεόφυτου Ν. Ζωγράφου.
«Έαρ χελιδών ου καθίστησι μία
αι τρεις αηδόνες δε των ψυχών έαρ[1]».
Το άρθρο αυτό έχει θέμα την επιστροφή μίας ακόμα φορητής εικόνας από την κατεχόμενη γη μας. Πρόκειται ουσιαστικά για τον επαναπατρισμό μιας δεσποτικής εικόνας (εικ. 1) που απεικονίζει τους Τρεις Ιεράρχες, Βασίλειο τον Μέγα, Ιωάννη τον Χρυσόστομο και Γρηγόριο τον Θεολόγο. Οι Τρεις Ιεράρχες, ήταν άνθρωποι μορφωμένοι, σοφοί δάσκαλοι, ξακουστοί ρήτορες και συγγραφείς. Πρόσφεραν πάρα πολλά στα ελληνικά γράμματα και διέθεσαν ολόκληρη την περιουσία τους σε κοινωνική προσφορά και φιλανθρωπικό έργο.
Η εικόνα αυτή, είναι έργο του λαϊκού αγιογράφου Νεόφυτου Ν. Ζωγράφου[2] (1880-1961) και θα κοσμούσε από το 1926 μέχρι και την Τούρκικη εισβολή του 1974, κάποιο εικονοστάσιο ενός άγνωστου, έως σήμερα, ναού στη σκλαβωμένη γη μας. Η εικόνα ακολούθησε μια κυκλική πορεία, αφού ιστορήθηκε στην Τερσεφάνου σχεδόν εκατό χρόνια πριν, εξάχθηκε παράνομα στην Ευρώπη και σήμερα επιστρέφει στον τόπο δημιουργίας της. Παραφράζοντας την αγιογραφική ρήση «οι λίθοι κεκράξονται» (Λκ. 19, 40), εύλογα μπορούμε να πούμε και μείς, ότι και οι εικόνες των κατεχομένων κεκράξονται. Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την εισβολή των Τούρκων και τον βίαιο εκπατρισμό από τις πατρογονικές εστίες των νόμιμων κατοίκων του νησιού. Ακόμα, λοιπόν, κι αν όλοι εμείς σιωπήσουμε ή ξεχάσουμε, οι εικόνες μιλούν και μας ξαναθυμίζουν την αδικία και την λεηλασία ενός πολιτισμού που ακόμα και σήμερα ξεπουλιέται στις διεθνείς αγορές και τους οίκους δημοπρασιών της Ευρώπης.
Μετά την εισβολή οι άνθρωποι έφυγαν για να σωθούν από τη λαίλαπα και τη βία του κατακτητή. Οι εικόνες όμως, τα εκκλησιαστικά κειμήλια, οι αρχαιολογικοί χώροι, τα κοιμητήρια και τα μνημεία έμειναν πίσω για να υποστούν και αυτά τη βαρβαρότητα, την λεηλασία. Ψηφιδωτά και τοιχογραφίες αποτοιχίστηκαν, πολλές εικόνες καταστράφηκαν, άλλες πήραν τον δρόμο για τις διεθνείς αγορές που όλα πωλούνται και όλα εξαγοράζονται. Ο πολιτισμός και τα έργα των Κυπρίων δημιουργών, γνωστών ή αφανών, που έφτιαξαν για να κοσμούν τους ναούς μας, κοσμούν σήμερα τις συλλογές πολλών ξένων μουσείων και ιδιωτών συλλεκτών. Τα μνημεία, που διατηρούν την ιστορικότητα, την ταυτότητά μας και διαλαλούν τρανότατα τα μεγαλεία του γένους μας, έπρεπε και αυτά να σωπάσουν είτε με το φευγιό[3] είτε με την καταστροφή (εικ.2) και αλλοίωσή τους.
Αγαθή συγκυρία, όλα ξεκίνησαν με τον εντοπισμό της εικόνας από τον αγαπητό φίλο, θεολόγο και δεινό αγιογράφο Γιώργο Πέτρου, που παρατήρησε την εικόνα αυτή σε σχετικό κατάλογο του οίκου πλειστηριασμών Hargesheimer Kunstauktionen στο Ντίσελντορφ[4] της Γερμανίας και αντιλήφθηκε αμέσως ότι πρόκειται για εικόνα του Νεόφυτου Ν. Ζωγράφου.
Η εικόνα είναι μεγάλων διαστάσεων (111Χ73,7 εκ.) και παριστάνει τους Τρεις Ιεράρχες όρθιους και ολόσωμους, να ευλογούν με το δεξί χέρι και κρατούν κλειστά ευαγγέλια με το αριστερό. Η εικόνα φτιάχτηκε σε μια περίοδο που ο Ζωγράφος αρχίζει να χρησιμοποιεί την τεχνική της ελαιογραφίας (χρωστικές ουσίες ανακατεμένες συνήθως με λινέλαιο) εγκαταλείποντας την παραδοσιακή μέθοδο της ανάμιξης των χρωμάτων με κρόκο αυγού. Αποτελείται από δυο τμήματα ξύλου, πιθανόν από κυπριακό πεύκο, τα οποία είναι ενωμένα. Το πίσω μέρος είναι βαμμένο με καφέ σκούρο χρώμα και διακρίνονται δύο τρέσες με μεγάλα καρφιά, τα οποία καρφώθηκαν από την εμπρόσθια όψη της εικόνας, αφήνοντας τα σημάδια τους στην προετοιμασία του ξύλου. Επιπρόσθετα, περιμετρικά έχει προστεθεί ξύλο/κορνίζα. Η εικόνα γενικά είναι σε πολύ καλή κατάσταση διατήρησης, με εμφανή ωστόσο τα σημάδια της κακοπάθειας μιας τόσο μεγάλης σε μέγεθος και βάρος εικόνας, καθώς διακρίνονται κάποιες προσπάθειες συντήρησης και επιζωγράφησής της σε τμήματα που η ζωγραφική επιφάνεια χάθηκε, όπως για παράδειγμα στα πρόσωπα των αγίων, σε κάποια ενδύματα και στο χρυσό φόντο.
Παρόλα αυτά, μας εντυπωσιάζουν τα ζωηρά και λαμπρά χρώματα των ενδυμάτων. Οι τρεις ιεράρχες, φορούν αρχιερατικά άμφια τα οποία αποδίδονται με την τεχνική του sgraffito αλλά και με επιδέξιες χρυσές πινελιές. Οι αρχιερατικοί σάκοι είναι διακοσμημένοι με πλούσια και περίτεχνα φυτικά μοτίβα τα οποία αποδίδονται με χρυσό χρώμα. Τα δε επιτραχήλια είναι και αυτά χρυσά με γραπτό διάκοσμο. Όλοι οι άγιοι, φέρουν επιμάνικα, επιγονάτια με σταυρούς και λευκά ωμοφόρια με φυλλόσχημους σταυρούς, εκτός από αυτόν του αγίου Γρηγορίου που είναι σε πράσινο χρώμα. Φορούν επίσης, βαρύτιμες αρχιερατικές μίτρες με πλούσιο φυτικό διάκοσμο, που επιμηκύνουν τις ψιλόλιγνες φιγούρες των αγίων. Πάντως, ο Ζωγράφος δεν παρέλειψε να αποτυπώσει και τον αυτοκρατορικό δικέφαλο αετό στην αρχιερατική μίτρα του αγίου Βασιλείου.
Ο άγιος Βασίλειος εικονίζεται στα αριστερά με μια απλή συστροφή του σώματος στα δεξιά, μεσήλικας, με μακριά καφετιά μυτερή γενειάδα. Φορεί μωβ στιχάριο και βαθύ πράσινο αρχιερατικό σάκο. Το επιτραχήλιο είναι χρυσό με απλό γεωμετρικό διάκοσμο. Ο άγιος Χρυσόστομος στο μέσο, ελάχιστα πιο κοντός από τους άλλους δύο, με μακριά κόμη, που πέφτει στις ωμοπλάτες και κοντή διχαλωτή γενειάδα, μας θυμίζει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του Ιησού Χριστού. Φορεί πράσινο στιχάριο και κόκκινο αρχιερατικό σάκο. Ο άγιος Γρηγόριος στα δεξιά, συστρέφει ελαφρά το σώμα στ΄ αριστερά, είναι ηλικιωμένος, με κοντά λευκά μαλλιά και πλούσια λευκή γενειάδα. Οι φωτοστέφανοί τους αποδίδονται με κόκκινη ταινία περιμετρικά. Στον χρυσό ουρανό αναγράφονται οι ονομαστικές επιγραφές: Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩ(ΑΝΝΗΣ) Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟ{Σ}. Στο κάτω μέρος αριστερά υπάρχει η χρονολογία 1926. Αν και δεν φέρει την υπογραφή του Ζωγράφου, η ταυτοποίησή της με τον χρωστήρα του, δεν μας αφήνει αμφιβολίες. Εκτός από το γεγονός ότι η όλη τεχνοτροπία της εικόνας το επιβεβαιώνει, παρόμοια εικόνα (1908), από τον κατεχόμενο ναό της Αγίας Φωτεινής του χωριού Άγιος Ανδρόνικος Καρπασίας[5], έχει δημοσιευτεί πρόσφατα στο βιβλίο «Θρησκευτικές εικόνες της Καρπασίας».
Τα πρόσωπα και των τριών αγίων μορφών είναι σοβαρά και ασκητικά με μια ωχρή απόδοση των σαρκωμάτων ενώ τα μάτια είναι μεγάλα και εκστατικά. Χωρίς η πνευματικότητα και η ιερατική μεγαλοπρέπεια του προτύπου να έχουν υποχωρήσει, φαίνεται να υπερισχύει η διακοσμητική διάθεση στα ενδύματα ενώ οι μορφές είναι ραδινές, με πιο κομψές αναλογίες. Στην εικόνα αυτή, η πλούσια χρωματική παλέτα του που εκδηλώνεται με ποικιλία συνδυασμών και με το εξαιρετικής ποιότητας χρυσό, έχει αναπληρώσει τη λιτότητα και αυστηρότητα του προτύπου στην εικόνα από τον ναό της Αγίας Φωτεινής στην Καρπασία αλλά και από τα πρότυπα του πατέρα του, Νικόλαου Παπαστεφάνου[6] (1849-1920). Πρόκειται για μια σύνθεση ιδιαίτερα πλούσια ως προς τον διάκοσμο, παρά καινοτόμο ως προς την εικονογραφία, γεγονός που σχετίζεται πιθανόν με τις οικονομικές δυνατότητες του δωρητή/παραγγελιοδότη αλλά και στο γεγονός ότι αποτελεί έργο της ώριμης καλλιτεχνικής του δημιουργίας.
Στο σύνολό της η σύνθεση επαναλαμβάνει χωρίς σημαντικές παρεκκλίσεις τα χαρακτηριστικά του προτύπου, όπως έχουν κατασταλάξει στην πάροδο του χρόνου: τη συμμετρία, τη διάθεση για υπερφόρτωση με φυτική διακόσμηση στα φαιλόνια και στους αρχιερατικούς σάκους (τα πολυσταύρια φαιλόνια που κυριαρχούν μέχρι και τον 18ο αι. έχουν καταργηθεί), τις σφιγμένες κοντά στο σώμα, χειρονομίες. Η απεικόνιση των τριών αγίων μαζί σε ένα σανίδι, δεν είναι άγνωστο εικονογραφικό θέμα στην Κύπρο και απαντάται συχνά, από τον 16ο αι. και ιδιαίτερα από τον 18ο αι. και μετέπειτα[7]. Όλοι οι ναοί επιδιώκουν την ιστόρηση των αγίων γιατί η ημέρα μνήμης τους συμπίπτει όπως ξέρουμε και με σχολική αργία[8] και με ιδιαίτερο εορτασμό από όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα[9].
Τα εικονογραφικά στοιχεία που ο Ζωγράφος φαίνεται να επιβάλλει στη σύνθεση αυτή, αφορούν επιμέρους χαρακτηριστικά και περιορίζονται α. στην ανεπαίσθητη συστροφή των σωμάτων των αγίων Βασίλειου και Γρηγορίου προς το κέντρο και β. στη μορφή του Χρυσοστόμου -που φέρει τα χαρακτηριστικά του Ιησού- και έχουν εντοπιστεί και σε παλαιότερες απεικονίσεις δικές του, κάτι που δεν χαρακτηρίζει τους άλλους, σύγχρονους με αυτόν, αγιογράφους. Τα στοιχεία αυτά τα ενέταξε ομαλά στη σύνθεσή του χωρίς να διαταράξει τις βασικές αρχές του προτύπου της Ναζαρηνής τεχνοτροπίας, όπως είχε καθιερωθεί μέχρι τις αρχές του 20ού αι. Η συμμετρία είναι στοιχείο που διαμένει και η κεντρική μορφή του αγίου Ιωάννη μεταξύ των άλλων ιεραρχών αναδεικνύεται με ήρεμο και διακριτικό τρόπο. Επιπρόσθετα, υπάρχει ιδιαίτερη μέριμνα για την απόδοση των όγκων στα γυμνά μέρη, η λεπτόλογη και καλλιγραφημένη απόδοση των μορφών που χαρακτηρίζονται από σεμνότητα και αβρότητα.
Η μνημειακή αυτή παράσταση, πρέπει να έκανε πραγματικά εξαιρετική εντύπωση στους αρχαιοκάπηλους. Για να τη διακρίνουν μεταξύ άλλων εικόνων, εκτός από το μεγάλο μέγεθός της, πρέπει να τους προκάλεσαν εντύπωση, τα λαμπερά και ζωηρά χρώματα των αρχιερατικών σάκων, οι εναλλαγές του κόκκινου με το σμαραγδόχρωμο, αλλά και η χρήση χρυσού φόντου. Ο Ζωγράφος στη σύνθεση αυτή, προβάλλει δείγματα της πλούσιας χρωματικής του παλέτας, αφού μεταχειρίζεται χρώματα διαφορετικά σε κάθε ένδυμα, πλάθοντας ήπιες αντιθέσεις σ΄ ένα αρμονικό και ισορροπημένο σύνολο.
Επίσης, ξεχωρίζουν τα ωραία και απαλά στο πλάσιμο ασκητικά πρόσωπα των αγίων αλλά και στο χρυσό φόντο οι καλλιγραφικές μεγαλογράμματες επιγραφές των ονομάτων τους. Πάντως, είναι έκδηλη η προσπάθειά του να αποδώσει με λαμπρότητα τις μορφές των ιεραρχών και, παρόλες τις άλλες αδυναμίες, μπορεί η εικόνα αυτή να συγκαταλεχθεί στα πιο εντυπωσιακά έργα του Νεόφυτου Ζωγράφου.
Σκοπός της δημοσίευσης αυτής είναι και η προσπάθειά μας να εντοπίσουμε τον ναό στον οποίο βρισκόταν κάποτε η εικόνα αυτή. Γι΄ αυτό τον λόγο, αν κάποιος είναι δυνατόν να αναγνωρίσει την εικόνα αυτή, θα μας ενδιέφερε η οποιαδήποτε πληροφορία. Πολύ πιθανό, η εικόνα να παραγγέλθηκε για να τοποθετηθεί σε κάποια περίοπτη θέση σε εικονοστάσιο ή σε κάποιο προσκυνητάρι. Δεν αποκλείεται να είχε χρησιμοποιηθεί σε λιτανεύσεις στην εορτή των αγίων την 30ή Ιανουαρίου.
Εικόνες από την κατεχόμενη γη επιστρέφουν σιγά σιγά, όπως τα ξενιτεμένα παιδιά της μάνας που περιμένει με λαχτάρα την επιστροφή τους. Γι’ αυτό τον λόγο, πολλά τραγούδια του λαού μας είχαν πάντοτε και λίγους στίχους γι’ αυτούς που ξενιτεύονταν με την ευχή να έρθουν γρήγορα κοντά στους δικούς τους. Ευχή όλων μας είναι να επιστρέψουν οι άνθρωποι στους τόπους τους και μαζί τους και οι εικόνες, τα αιώνια φυλαχτά της φυλής και της πίστης μας. Μπορεί όντως ένα χελιδόνι να μην φέρνει την άνοιξη σε ένα τόπο, αλλά όμως τί πιο υψηλό από την αναζήτηση, του έαρος των ψυχών μας. Αυτή την άνοιξη προαναγγέλλει η επιστροφή της εντυπωσιακής εικόνας των Τριών Ιεραρχών, από τον πνευματικό χειμώνα στον οποίο ζούμε, «Των προτύπων ευαγγελικής τελείωσης τους οποίους ανέδειξε το Άγιο Πνεύμα για να είναι οι οδηγοί των ψυχών προς τον ουρανό, οι παρηγορητές τους λαού, το στήριγμα και η εδραίωση της Εκκλησίας στην αλήθεια[10]».
Ο εντοπισμός, η διάσωση, η διεκδίκηση και ο επαναπατρισμός των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων της Κύπρου αποτελούν πράξεις αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας, αλλά και υπέρτατο καθήκον του απανταχού Ελληνισμού, που οφείλει να γνωρίζει ότι όποιος απώλεσε το παρελθόν του απεμπόλησε αργά ή γρήγορα τον εθνικό χαρακτήρα και την εθνική ανεξαρτησία του[11]».
Πέμπτη, 11 Ιανουαρίου 2024
Βασίλης Βασιλείου
Εικ. 1 (εξωφύλλου): Οι τρεις Ιεράρχες, (111Χ73,7 εκ.), έργο Νεόφυτου Ν. Ζωγράφου (αποδ.), 1926, Προέλευση: Άγνωστος ναός των κατεχομένων.
Εικ. 2: Ο Εσταυρωμένος, από τον ναό του Αγίου Προκοπίου στο χωριό Σύγκραση. Έργο πιθανότατα Νεόφυτου Ν. Ζωγράφου. Φωτογραφία αμέσως μετά την Τούρκικη εισβολή (από το βιβλίο, Κύπρος η λεηλασία ενός πολιτισμού, σ. 23).
[1] Στίχοι από το συναξάρι των αγίων, Μηναίο 30 Ιανουαρίου.
[2] Βασίλης Βασιλείου, Νικόλαος Παπαστεφάνου και Νεόφυτος Ν. Ζωγράφου. Ο βίος και το έργο δύο αγνώστων αγιογράφων του 19ου και 20ού αι. στην Κύπρο, Τερσεφάνου 2021.
[3] Χαρακτηριστική επίσης, είναι και η περίπτωση της εικόνας του Αγίου Σπυρίδωνα, έργο και αυτό του Νεόφυτου, που εντοπίσαμε στο διαδίκτυο πριν χρόνια και δημοπρατήθηκε από κάποιο αγγλικό οίκο, τον Απρίλιο του 2013. Είναι μία εικόνα με χρονολογία 1913, που περιμετρικά του ένθρονου Αγίου απεικονίζονται σκηνές των θαυμάτων του. Βλ. Βασίλης Βασιλείου, Νικόλαος Παπαστεφάνου και Νεόφυτος Ν. Ζωγράφου. Ο βίος και το έργο δύο αγνώστων αγιογράφων του 19ου και 20ού αι. στην Κύπρο, σ. 140.
[4] Hargesheimer Kunstauktionen Düsseldorf, Icons from the Orthodox World, Part 3, Auction 131, 11 November 2023, p. 183. Με την βοήθεια του Γέροντα, Αρχιμανδρίτη Συμεών, η εικόνα αποκτήθηκε μετά από δημοπρασία στις 11 Νοεμβρίου 2023.
[5] Χριστόδουλος Χατζηχριστοδούλου, Θέκλα Καλλή, Θρησκευτικές εικόνες της Καρπασίας, Ιερά Επισκοπή Καρπασίας, Λευκωσία 2022, τομ. 1, σ. 288-289.
[6] Βασίλης Βασιλείου, Νικόλαος Παπαστεφάνου και Νεόφυτος Ν. Ζωγράφου. Ο βίος και το έργο δύο αγνώστων αγιογράφων του 19ου και 20ού αι. στην Κύπρο, σ. 111, 113, 229, Χαράλαμπος Μπακιρτζής, Θρησκευτικές εικόνες της Κύπρου, Κατάλογος Εικόνων με χορηγό συντήρησης το ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη, τομ. ΙΙ σ. 274.
[7] Βλέπε παραδείγματα στο, Χαράλαμπος Μπακιρτζής, Θρησκευτικές εικόνες της Κύπρου, Κατάλογος Εικόνων με χορηγό συντήρησης το ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη, Λευκωσία 2019.
[8] Το 1826 ο Δημήτριος Φρειδερίκος Γκίλφορντ, ιδρυτής της Ιονίου Ακαδημίας, και ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος καθιέρωσαν την ημέρα της εορτής των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα αφιερωμένη στην Ελληνική και Επτανησιακή Παιδεία. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, το 1842 το πανεπιστήμιο Αθηνών καθιέρωσε για όλη την ελεύθερη Ελλάδα την εορτή των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα αφιερωμένη στην Παιδεία και στα Γράμματα. Από τότε ως σήμερα, οι Τρεις Ιεράρχες θεωρούνται προστάτες των μαθητών, των φοιτητών και των σπουδαζόντων εν γένει. Πηγή: Βικιπαίδεια https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CF%81%CE%B5%CE%B9%CF%82_%CE%99%CE%B5%CF%81%CE%AC%CF%81%CF%87%CE%B5%CF%82.
[9] Στην Κύπρο ήδη από το 1859 η εν Λευκωσία Ελληνική Σχολή, στους κανονισμούς της αναφέρει: § 17. «έχει και ιδίαν εορτήν την των Τριών Ιεραρχών εν ταύτη τη ημέρα συνάξεως γινομένης εν τη Σχολή απάντων των φιλομούσων πολιτών, εκφωνείται λόγος κατάλληλος υπό του Σχολάρχου». Επίσης, η εορτή των Τριών Ιεραρχών περιλαμβάνεται στις εορτάσιμες ημέρες της σχολής. Βλέπε, Λοίζου Φιλίππου, Τα Ελληνικά Γράμματα εν Κύπρω, Εκδόσεις Επιφανίου, 2000, σ. 197, 201.
[10] Νέος συναξαριστής της ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. 5, Ίνδικτος, Αθήνα 2005, σ. 378.
[11] Πρόλογος Απόστολου Χρ. Κακλαμάνη στο βιβλίο Κύπρος, η λεηλασία ενός Πολιτισμού, Επιτροπή για την Προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Κύπρου, Βουλή των Ελλήνων εκδ. Ιτανός, 1998.