Οι Τρεις Ιεράρχες: Ελληνορθόδοξη Παιδεία

τρεις ιεράρχες

Οι Τρεις Ιεράρχες: Ελληνορθόδοξη Παιδεία

Οι Τρεις Ιεράρχες, οι κορυφαίοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, έζησαν στην ταραγμένη εποχή του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη, τον 4ο μ. Χ. αι.. Παρά τους διωγμούς των Χριστιανών από τον οπαδό της αρχαιοελληνικής θρησκείας, τα φωτισμένα πνεύματά τους όχι μόνο δεν απέρριψαν την ελληνική σοφία και πολιτιστική παράδοση, αλλά τη μελέτησαν και μπόλιασαν με αυτήν την ορθόδοξη πίστη. Η ισορροπία ανάμεσα στους δυο πόλους απετέλεσε έκτοτε αυτό που αποκαλούμε Ελληνοχριστιανικό πολιτισμό.

Την εποχή εκείνη η Αθήνα εξακολουθούσε να είναι ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά κέντρα του κόσμου και να διαθέτει τις καλύτερες φιλοσοφικές σχολές. Για τους Χριστιανούς η πόλη ήταν στο στόχαστρο, γιατί θύμιζε το αρχαίο μεγαλείο και διέσωζε την ελληνική θρησκεία, οι τρεις Πατέρες, όμως, δεν δίστασαν να την επισκεφθούν και να φοιτήσουν στους φημισμένους της δασκάλους. Ο Άγιος Γρηγόριος με κάθε ευκαιρία εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του για την Αθήνα που του χάρισε το φως, αλλά και την εκτίμησή του για τους Έλληνες που γρήγορα και αβίαστα δέχθηκαν τον Χριστιανισμό. Απέρριπτε κατηγορηματικά τις απόψεις εκείνων που περιφρονούσαν την ελληνική παιδεία και τη θεωρούσαν επικίνδυνη για την πίστη του Θεού. «Δεν πρέπει να καταδικάζουμε την ελληνική σοφία,» έλεγε, «αλλά, αφού πάρουμε απ’ αυτήν ό,τι είναι χρήσιμο για τη ζωή και την απόλαυσή μας, να αποφεύγουμε μόνο ό, τι είναι επικίνδυνο.» Αναγνώριζε την προσφορά του ελληνικού πνεύματος στην έρευνα και στις θεωρητικές αναζητήσεις, καθώς και την ωφέλεια που αυτό προσέφερε στην καλλιέργεια της ευσέβειας και στη λατρεία του Θεού.

 Τα ίδια δίδασκε κι ο στενός φίλος και συμφοιτητής του στην Αθήνα Βασίλειος, ο οποίος προέτρεπε τους πιστούς να μιμούνται τα ενάρετα πρότυπα που διασώζει η αρχαιοελληνική κληρονομιά και να αποφεύγουν τα κακά. Ο Άγιος Βασίλειος επαινούσε τον Οδυσσέα που έκλεινε τα αυτιά του στις Σειρήνες, και καλούσε τους χριστιανούς να αποφεύγουν με τον ίδιο τρόπο την κακία, γιατί μόνο μένοντας μακριά από αμαρτωλά λόγια και έργα προφυλάσσουν την ψυχή τους. Συνέστηνε στους ανθρώπους να απορρίπτουν αρχαίους ποιητές «όταν παριστάνουν ανθρώπους που ασεβούν, που παραδίνονται στην ακολασία και στο πιοτό, που περιορίζουν την ευτυχία σε πλούσια τραπέζια και σε άσεμνα τραγούδια… που λένε ότι οι θεοί είναι πολλοί κι αλληλομισούνται.» Ακόμα, συμβούλευε του πιστούς να μην έχουν ως πρότυπο «τους ρήτορες των δικαστηρίων, που η τέχνη τους είναι το ψέμα», ούτε αυτούς που αποποιούνται την αρετή για τον πλούτο, γιατί η αρετή, όπως δίδασκε ο σοφός Σόλων ο Αθηναίος, είναι αξία παντοτινή, ενώ το χρήμα αλλάζει χέρια με μεγάλη ευκολία και η κατοχή του είναι εφήμερη.

Την ίδια στιγμή, όμως, ο Άγιος Βασίλειος αναφέρεται και σε πάμπολλες πράξεις και στιγμές από τη ζωή των αρχαίων Ελλήνων, αλλά και αρχές που διέκριναν τη ζωή τους, τις οποίες αξίζει να μιμούμαστε.

 Πασίγνωστη είναι η ιστορία του Ηρακλή, σύμφωνα με την οποία ο ήρωας αντιμετώπισε από πολύ νέος το δίλημμα της επιλογής του δρόμου που θα ακολουθούσε στη ζωή: του δύσκολου της Αρετής ή του εύκολου της Κακίας. Οι δύο δυνατότητες προσωποποιήθηκαν μπροστά του με τη μορφή δυο γυναικών, της μιας που προσπαθούσε να τον κερδίσει με εξωτερικά θέλγητρα και με υποσχέσεις, και της άλλης που – ισχνή και ατημέλητη – προοιώνιζε μια ζωή με κόπους, ιδρώτα και κινδύνους. Ο Μέγας Βασίλειος επαινεί τον Ηρακλή που επέλεξε συνειδητά την οδό της Αρετής.

 Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα ενός χυδαίου ανθρώπου που έβριζε κάποτε τον Περικλή. Ο μεγάλος πολιτικός όλη μέρα δεν του έδωσε σημασία, όταν όμως σκοτείνιασε κι ο άλλος αποκαμωμένος ξεκίνησε να φύγει, ο Περικλής πρόσταξε να του φωτίσουν τον δρόμο για να μπορεί να προχωρεί. «Η στάση του Περικλή,» σχολιάζει ο Άγιος, «θυμίζει την εντολή του Κυρίου να υπομένουμε όποιους μας κάνουν κακό, να μην τους καταριόμαστε και να απαντάμε με ευχές στους εχθρούς μας.» Ο Άγιος παραλληλίζει το παράδειγμα αυτό με ανάλογα της Αγίας Γραφής, και ειδικά με την προτροπή του Κυρίου: «αν σε χτυπήσει κανείς στο ένα μάγουλο, στρέψε του και το άλλο, αντί να υπερασπίσεις τον εαυτό σου.» Σπουδαίο είναι και το παράδειγμα του Κλεινία, μαθητή του Πυθαγόρα, που όταν μια μέρα τον πίεζαν να πάρει όρκο, προκειμένου να γλυτώσει ένα υπέρογκο πρόστιμο, προτίμησε να πληρώσει το ποσό, αλλά να μην ορκιστεί. «Αυτό το έκανε,» σχολιάζει ο Άγιος, «ίσως γιατί άκουσε την εντολή που απαγορεύει τον όρκο.»

 Δεν είναι όμως μόνο τα παραδείγματα σοφών ανδρών από την Αρχαία Ελλάδα που καλεί ο Μέγας Βασίλειος να μιμούνται οι χριστιανοί. Είναι και τους μεγάλους αθλητές των αρχαίων αγώνων της Ολυμπίας, της Νεμέας και της Κορίνθου. Αν αυτοί υπομένουν μια ζωή δύσκολη, γεμάτη κόπους και στερήσεις, μόνο και μόνο «για να κερδίσουν ένα στεφάνι από ταπεινό χορτάρι και να αναγορευθούν νικητές», λέει χαρακτηριστικά, οι χριστιανοί που περιμένουν «τόσο θαυμαστά στον αριθμό και στην αξία στεφάνια, απερίγραπτα με λέξεις, δεν είναι δυνατόν να τα πετύχουν με ημίμετρα, μαλθακή ζωή και έλλειψη περιορισμών».

Σημαντική αρχή στη ζωή μας πρέπει να αποτελεί το μέτρο, έτσι όπως το δίδαξε με τα λόγια και με το παράδειγμά του ο Σωκράτης. Στο μέτρο πρέπει να υπακούνε και οι ενδυματολογικές επιλογές, οι οποίες, κατά τον Μέγα Βασίλειο, δεν πρέπει «να κολακεύουν το σώμα σε βάρος του συμφέροντος της ψυχής.» Γιατί, προσθέτει, ο άνθρωπος «δεν είναι ό,τι φαίνεται απ’ έξω, και η εκζήτηση στη σωματική εμφάνιση αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος δεν έχει συνείδηση της αξίας του ίδιου του ανθρώπου..». Διαφορά διέκρινε ο Άγιος και στην επίδραση της καλής από την ανήθικη μουσική, όπως δείχνει το περιστατικό από τη ζωή του φιλόσοφου και μαθηματικού Πυθαγόρα, ο οποίος, όταν κάποτε συνάντησε μεθυσμένους που άκουγαν έξαλλη μουσική και βρίσκονταν σε ευθυμία, πρόσταξε τον αυλητή που τους συνόδευε να αλλάξει σκοπό και να παίξει δωρική (δηλ. αυστηρή) μελωδία. «Κάτω από την επίδραση των ήχων της σπαρτιατικής μουσικής,» λέγει, «οι μεθυσμένοι ήρθαν στα σύγκαλά τους, και τράβηξαν για τα σπίτια τους γεμάτοι ντροπή.»

 Βασική αρχή στη διδασκαλία των Τριών Ιεραρχών αποτελεί και η περιφρόνηση των υλικών αγαθών. Ο άνθρωπος οφείλει να αποκτά ελεύθερο φρόνημα απέναντι σε αυτά και να ασκείται στην επιθυμία μόνο των απαραίτητων, γιατί όσο πιο πολλά αποκτά κανείς, τόσο πιο πολλά θέλει. Άξιος θαυμασμού είναι, κατά τον Μέγα Βασίλειο, ο Διογένης, που περιφρονούσε όλα τα ανθρώπινα αγαθά και θεωρούσε ότι ήταν πλουσιότερος κι από τον βασιλιά της Περσίας, γιατί στη ζωή του είχε ανάγκη από τα λιγότερα πράγματα. Σοφές ήταν ακόμα οι συμβουλές του Σωκράτη, ο οποίος υποστήριζε ότι, ακόμα κι όταν κάποιος έχει πλούτη, δεν πρέπει να καυχιέται για αυτό, αλλά για το ότι ξέρει να τα χρησιμοποιεί. Θα ήταν για γέλια ο Φειδίας κι ο Πολύκλειτος, αν καυχιόντουσαν για το χρυσάφι, με το οποίο έφτιαξαν τα αγάλματα των Θεών. «Γιατί θα είχαν καυχηθεί για πλούτο που δεν ήταν δικός τους, και γιατί δεν θα λογάριαζαν την τέχνη τους που έδωσε νόημα κι ομορφιά σε αυτόν,» λέγει χαρακτηριστικά.

Όλες τις πιο πάνω αρετές, συνοψίζει ο μέγας Ιεράρχης, ο άνθρωπος οφείλει να τις διδάσκεται από την Αγία Γραφή, όμως η σοφία των Ελλήνων δίδαξε – αιώνες πιο πριν – πολλά για την αρετή και την ευδαιμονία. Συνεπώς, οι Χριστιανοί μπορούν «με επιμέλεια και προσοχή», όπως λέει, «να αντλούν και από την αρχαία σοφία των Ελλήνων». Γιατί, συμπληρώνει, «όσοι με επιμέλεια μαζεύουν την ωφέλεια από κάθε τι, μοιάζουν με ποτάμια που παίρνουν στο διάβα τους νερό από παραποτάμους κι ολοένα γίνονται μεγαλύτερα. Το λίγο προστίθεται στο λίγο και με τον τρόπο αυτόν η γνώση γίνεται περισσότερη και μεγάλη. Ισχύει το παράγγελμα των Πυθαγορείων, που λέγει ότι ο καθένας πρέπει να διαλέγει τον άριστο τρόπο ζωής και να βρίσκει χαρά μέσα του συνηθίζοντάς τον.»

 Τέτοια είναι τα διδάγματα των Τριών Ιεραρχών, που διακήρυσσαν τον θεμελιώδη ρόλο της  Παιδείας.  Ήθελαν ένα σχολείο που να μην μεταδίδει μόνο γνώσεις, αλλά ένα φυτώριο που να διαπλάθει ήθος και χαρακτήρα, θεμελιωμένο στην ορθόδοξη χριστιανική αγωγή και στην ελληνική κλασική παιδεία. Αυτή η παιδεία κατάφερε τους αιώνες που ακολούθησαν να κρατήσει ζωντανό το Γένος και ανυπότακτο ηθικά και ψυχικά, παρά τις εξωτερικές υποδουλώσεις. Σε αυτήν στηρίχθηκε ο Ελληνισμός σε καλές μα και σε δύσκολες στιγμές, και αυτήν προσέφερε με οικουμενική διάθεση  σε άλλους λαούς.

 Στις μέρες μας η απομάκρυνση από το μορφωτικό πρότυπο των Τριών Ιεραρχών γίνεται ολοένα και εντονότερη. Στην ιδιαίτερή μας πατρίδα νεόκοπες θεωρίες αντιστρατεύονται την Ελληνορθόδοξη παράδοση, προτείνοντας συστήματα και ιδεολογίες που θα οδηγήσουν σε επαρχιώτικη απομόνωση, ενώ ευρύτερα ο Ελληνισμός – και όχι μόνο – μαστίζεται από οικονομική, πολιτική και ηθική κρίση. Η παιδαγωγική, θρησκευτική και εθνική σημασία της διδασκαλίας των Τριών Ιεραρχών προβάλλει σήμερα πιο έντονη από ποτέ. Ο συγκερασμός της διδασκαλίας αυτής με τη σύγχρονη πραγματικότητα, και με τις ανάγκες ενός κόσμου που διαρκώς εξελίσσεται και προοδεύει επιστημονικά και τεχνολογικά, είναι μια σίγουρη πηγή φωτός και ελπίδας.

Λευκωσία, 27 Ιανουαρίου 2016

Print Friendly, PDF & Email

Share this post